Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Η ιστορία που μου ψιθύρισε το σύννεφο

Klimt, The Kiss
Την ιστορία αυτή, πολλά χρόνια πριν τη διαβάσω στον Έρμαν Έσσε, - μπορεί και αιώνες πριν - μου την είχε ψιθυρίσει ένα σύννεφο που συνάντησα στην παγωμένη  σιωπή του ουρανού.
Ήταν φορτωμένο με βροχές και κεραυνούς. Κανένας αέρας, καμιά ορμή δεν μπορούσε να το διαλύσει, να σκορπίσει τη δύναμη και τη θλίψη του. Ήταν φτιαγμένο από «δάκρυα» που μάζευε στην αέναη περιπλάνησή του… Βρέθηκα στη σκοτεινή του αγκαλιά και με ζέσταινε με ιστορίες αλλά και με μυστικά, κεντημένα από …βροχή και όνειρο!
Κι είναι γι’ αυτό  που αγάπησα τα σύννεφα και τη βροχή... (celia g.)   

"Δεν πρόλαβε ο Πίκτορ να διαβεί τον Παράδεισο, και στεκόταν κιόλας μπροστά σ’ ένα δέντρο, που ήταν ταυτόχρονα άνδρας και γυναίκα. Ο Πίκτορ χαιρέτησε το δέντρο με σεβασμό και ρώτησε: «Εσύ είσαι το δέντρο της ζωής;» Όταν, όμως, αντί για το δέντρο, θέλησε το φίδι να του απαντήσει, ο Πίκτορ έκανε στροφή και πήγε παραπέρα. Δε χόρταιναν τα μάτια του· όλα τού άρεσαν πολύ. Ένιωθε καθαρά ότι βρισκόταν στον τόπο όπου γεννιέται και πηγάζει η ζωή.
Ύστερα είδε πάλι ένα δέντρο, που ήταν ταυτόχρονα ήλιος και φεγγάρι.
Είπε ο Πίκτορ: «Είσαι το δέντρο της ζωής;»
Ο ήλιος κούνησε το κεφάλι και γέλασε, το φεγγάρι κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. Τα πιο θαυμαστά άνθη τον κοίταξαν τότε, με κάθε λογής χρώματα και φώτα, με κάθε λογής μάτια και πρόσωπα. Μερικά κούνησαν το κεφάλι και γέλασαν, μερικά κούνησαν το κεφάλι και χαμογέλασαν, άλλα δεν κούνησαν το κεφάλι και δεν χαμογέλασαν: σιωπούσαν μεθυσμένα κι απορροφημένα, σα να’ χαν πνιγεί μέσα στο ίδιο τους το άρωμα. Το ένα τραγουδούσε το μενεξεδί τραγούδι, το άλλο τραγουδούσε το βαθύ γαλάζιο νανούρισμα. Ένα από τα άνθη είχε μεγάλα γαλάζια μάτια, ενώ ένα άλλο θύμιζε στον Πίκτορ την πρώτη του αγάπη. Κάποιο μύριζε όπως ο κήπος της παιδικής ηλικίας, κι η γλυκιά του ευωδιά ηχούσε όπως η φωνή της μητέρας. Κάποιο άλλο του χαμογέλασε και του’ βγαζε καμπυλωτή την κόκκινη γλώσσα του. Ο Πίκτορ την έγλειφε: είχε μια έντονη και άγρια γεύση από ρετσίνι και μέλι, κι απ’ το φιλί μιας γυναίκας.
Ο Πίκτορ στεκόταν σ’ όλα τα λουλούδια, γεμάτος επιθυμία και αδήμονη χαρά. Η καρδιά του σα να’ ταν καμπάνα, χτυπούσε βαριά, χτυπούσε δυνατά – τον έκαιγε η λαχτάρα για το άγνωστο, για τα μαγευτικά πράγματα που προαισθανόταν.
Ο Πίκτορ είδε ένα πουλί να κάθεται· το’ δε στο γρασίδι και ν’ αστραποβαλάει χρώματα, γιατί έμοιαζε σα να’ χε πάνω του τα χρώματα όλα. Κι ο Πίκτορ ρώτησε το όμορφο πουλί: «Πουλί, πού βρίσκεται λοιπόν η ευτυχία
«Η ευτυχία;» είπε το όμορφο πουλί και γέλασε με το χρυσό ράμφος του. «Η ευτυχία, φίλε μου, είναι παντού · στο βουνό, στον αγρό, στο άνθος και στον κρύσταλλο.»
Κι αφού είπε αυτά τα λόγια το χαρωπό πουλί τίναξε το φτέρωμά του, στριφογύρισε το λαιμό του, ταλάντευσε την ουρά του, ανοιγόκλεισε τα μάτια του, γέλασε άλλη μια φορά, κι ύστερα έμεινε ακίνητο, καθισμένο σιωπηλό στο γρασίδι, και να: το πουλί μεταμορφώθηκε σ’ ‘ένα πολύχρωμο λουλούδι· τα φτερά σε φύλλα· τα νύχια σε ρίζες. Μέσα στις λάμψεις των χρωμάτων και στη μέση του χορού, το πουλί έγινε φυτό. Έκθαμβος κοίταζε ο Πίκτορ.
Κι αμέσως ύστερα, το λουλουδοπούλι κούνησε τα φύλλα και τους στήμονές του, βαρέθηκε κιόλας το βασίλειο των λουλουδιών, δεν είχε πια ρίζες, κουνήθηκε ελαφρά, αιωρήθηκε αργά προς τα πάνω και μεταμορφώθηκε σε μια λαμπρή πεταλούδα που μετεωριζόταν χωρίς βάρος- πέρα ως πέρα φως, πέρα ως πέρα ένα φωτεινό πρόσωπο. Ο Πίκτορ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.
Η νέα πεταλούδα, η χαρωπή λουλουδοπουλοπεταλούδα με το πολύχρωμο και φωτεινό πρόσωπο, έγραφε έναν κύκλο γύρω από τον έκπληκτο Πίκτορ αστραποβολώντας στον ήλιο, αφέθηκε μαλακά – σαν μια νιφάδα- στη γη, έμεινε καθιστή κοντά στα πόδια του Πίκτορ, αναπνέοντας απαλά και τρεμοπαίζοντας με τα γυαλιστερά φτερά της, κι ύστερα μεταμορφώθηκε σ’ ένα πολύχρωμο κρύσταλλο, που οι πλευρές του φεγγοβολούσαν μ’ ένα κόκκινο φως. Αυτό το κόκκινο πολύτιμο πετράδι ακτινοβολούσε μαγευτικά μέσα απ’ το γρασίδι και τα χορτάρια, λαμπερό, όπως τα φώτα μιας γιορτής. Αλλά η πατρίδα του, τα έγκατα της γης, έμοιαζε να το καλεί, γιατί αμέσως το πετράδι μίκρυνε κι έπιασε να βουλιάζει. Τότε ο Πίκτορ, σπρωγμένος από ακατανίκητο πόθο, άρπαξε την πέτρα που ήταν έτοιμη να εξαφανιστεί, και την πήρε πάνω του, κοιτώντας μαγεμένος μες στο μαγικό της φως, που ήταν σαν ν’ ανάδινε την αίσθηση της πιο μεγάλης ευτυχίας..."           
Hermann Hesse, Pictor’s Metamorphoses (Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ), μτφ. Κυριακή Συντελή, εκδ. Καστανιώτη