Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Διάρκεια...

Alice Neel, “Eddie Zuckrmandel”, 1948
Ω Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου!
Εγώ δεν έχω σήμερα γενέθλια.
Διαρκώ.
Μέρες μαζεύονται.
Θα είμαι γέρος όταν θα πρέπει.
Τίποτ´ άλλο.
Πως θυμώνω που δεν έκρυψα το κλεμμένο παρελθόν 
Στο πορτοφόλι!

Φ. Πεσσόα, «Γενέθλια»,1929
Hindi Zahra, “At the same time”

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Music for a while



Music for a while
shall all your cares beguile.
Wond'ring how your pains were eased
and disdaining to be pleased
till Alecto free the dead
from their eternal bands,
till the snakes drop from her head,
and the whip from out her hands.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Χιόνι στην άκρη του κόσμου

φωτ. celia g. 
 Όταν χιόνιζε, ένιωθε πάντα καθαρός μέσα του ο Κα, καθώς ξεχνιόνταν σκεπασμένα απ’ το χιόνι η βρόμα, η λάσπη και το σκοτάδι της πόλης, όμως μετά την πρώτη μέρα στο Καρς έχασε αυτή την αίσθηση της αθωότητας που είχε σχέση με το χιόνι. Εδώ το χιόνι ήταν κουραστικό, πληκτικό, τρομακτικό. Όλη νύχτα χιόνιζε. ∆εν σταμάτησε ούτε το πρωί όση ώρα περπατούσε στους δρόμους, καθόταν στα γεμάτα με άνεργους Κούρδους καφενεία, συζητούσε με τους εκλογείς, σαν ορεξάτος δημοσιογράφος, με μολύβι και χαρτί στο χέρι, ανέβαινε τους απότομους και παγωμένους δρόμους στις φτωχογειτονιές, συναντούσε τον πρώην δήμαρχο, το βοηθό νομάρχη και συγγενείς των αυτόχειρων κοριτσιών. Οι χιονισμένοι δρόμοι, που στα παιδικά του χρόνια, από το ασφαλές σπίτι τους στο Νισάντας, του δίνανε την εντύπωση ότι αποτελούσαν κομμάτι παραμυθιού, τώρα του φαίνονταν σαν το ξεκίνημα μιας μεσοαστικής ζωής, που τα όνειρά του γι’ αυτήν τα ’κρυβε μέσα του εδώ και χρόνια σαν τελευταίο καταφύγιο, και μιας  απελπιστικής φτώχειας που δεν ήθελε ούτε να τη φαντάζεται.
Εκείνο το πρωί, καθώς η πόλη ξυπνούσε χωρίς να δίνει σημασία στο χιόνι που έπεφτε, περπάτησε πολύ γρήγορα από τη λεωφόρο Ατατούρκ προς τα κάτω, προς την παραγκούπολη, τις πιο φτωχικές συνοικίες του Καρς, στην περιοχή Καλέαλτι. Καθώς περπατούσε βιαστικά κάτω από τις αγριελιές και τα πλατάνια με τα χιονισμένα κλαδιά, τα μάτια του βούρκωσαν από τη στενοχώρια βλέποντας τα παλιά και φθαρμένα ρωσικά κτίρια με τα μπουριά της σόμπας έξω απ’ τα παράθυρα, το χιόνι που έπεφτε στην άδεια χιλιόχρονη αρμένικη εκκλησία ανάμεσα στις αποθήκες ξυλείας και το μετασχηματιστή, τις αγέλες των σκυλιών που γάβγιζαν σ’ όποιον περνούσε την πεντακοσίων ετών πέτρινη γέφυρα πάνω από το μικρό ποτάμι Καρς, το λεπτό καπνό από τις καμινάδες των μικρών σπιτιών της παραγκούπολης στην περιοχή Καλέαλτι, που έμοιαζε άδεια κι εγκαταλειμμένη κάτω απ’ το χιόνι. ∆υο παιδιά, έν’ αγόρι κι ένα κορίτσι, είχαν πάει νωρίς στο φούρνο και τώρα γύριζαν με ζεστά ψωμιά στην αγκαλιά τους σπρώχνοντας το ένα το άλλο και σκουντουφλώντας χαρούμενα, τόσο που τους χαμογέλασε κι ο Κα. ∆εν ήταν η φτώχεια κι η απελπισία που τον άγγιζαν μέχρι βαθιά μέσα του· ήταν η αίσθηση της παράξενης και πανίσχυρης μοναξιάς που αργότερα θα διέκρινε παντού στην πόλη, στις άδειες βιτρίνες των φωτογραφικών στούντιο, στα παγωμένα τζάμια των τσαϊχανέδων, φίσκα από άνεργους που χαρτοπαίζανε, στις χιονισμένες άδειες πλατείες. Λες κι όλοι είχαν ξεχάσει αυτό τον τόπο και το χιόνι έπεφτε στην άκρη του κόσμου. 
Ορχάν Παμούκ, Χιόνι, μετ. Στέλλα Βρετού

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Τίποτε, Λουκίλιέ μου, δεν μας ανήκει·

"δειλή δ´ ενί πυθμένι φειδώ"
Artist: Nadar (French, Paris 1820–1910 Paris), Person in Photograph: Jean-Charles Deburau (French, 1829–1873)
Ναι, αγαπητέ μου Λουκίλιε, γίνε κύριος του εαυτού σου. Κράτα και μην ξοδεύεις τον χρόνο που μέχρι τώρα σου αφαιρείτο, σου υφαρπάζετο ή σου διέφευγε. Πίστεψε ότι τα πράγματα έχουν όπως σου γράφω: από τον χρόνο μας, κάποιες στιγμές μας αφαιρούνται, κάποιες κλέπτονται και κάποιες άλλες ρέουν μέσα από τα δάχτυλά μας. Αλλά η χειρότερη απώλεια χρόνου είναι εκείνη που υφιστάμεθα εξαιτίας της αμέλειάς μας.
Αν προσέξεις, θα δεις ότι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας χάνεται πράττοντας κακά, ένα άλλο μη πράττοντας τίποτε, και όλη η διάρκεια της ζωής μας κάνοντας άλλα από αυτά που πρέπει. Δείξε μου τον άνθρωπο που ξέρει να αποδίδει στον χρόνο την αξία του, να εκτιμά την κάθε ημέρα, να αντιλαμβάνεται ότι πεθαίνει κάθε στιγμή. Απατώμεθα όταν νομίζουμε ότι ο θάνατος βρίσκεται μπροστά μας· το μεγαλύτερο μέρος του ήδη παρήλθε. Ό,τι ανήκει στο παρελθόν βρίσκεται στα χέρια του θανάτου.
Κάμε λοιπόν, αγαπητέ μου Λουκίλιε, καθώς γράφεις: γίνε κύριος όλων των ωρών σου. Θα εξαρτάσαι λιγότερο από το αύριο, αν γίνεις κύριος του σήμερα. Όσο αναβάλουμε, η ζωή μας φεύγει. Τίποτε, Λουκίλιέ μου, δεν μας ανήκει· μόνον ο χρόνος είναι δικός μας. Αυτό είναι το μόνο φευγαλέο και τυχαίο αγαθό που μας χάρισε η φύση. Κι’ όμως, ο οποιοσδήποτε τρίτος μπορεί να μας το ξοδεύει.
Κοίτα πόσο μωροί είναι οι άνθρωποι: θεωρούν ως μεγάλη εξυπηρέτηση τις πλέον ελάχιστες και ευτελείς υπηρεσίες, τις μή αναγκαίες, και νιώθουν υποχρεωμένοι. Αλλά κανείς δεν νιώθει υπόχρεος για τον χρόνο που του χαρίζουμε, ενώ αυτό είναι το μόνο αγαθό που δεν μπορεί να ανταποδώσει ακόμη κι’ ο πιο ευγνώμων άνθρωπος.
Ίσως ρωτήσεις τι κάνω εγώ που σου δίνω αυτές τις συμβουλές. Θα σου απαντήσω με ειλικρίνεια. Ως πολυέξοδος, αλλά προσεχτικός άνθρωπος, κρατώ λογαριασμό. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν χάνω τίποτε, αλλά μπορώ να πω τι χάνω, πώς και γιατί. Ξέρω να υπολογίζω τη φτώχεια μου. Αλλά παθαίνω ό,τι και εκείνοι που πέφτουν στη φτώχεια χωρίς να φταίνε οι ίδιοι: οι άλλοι τους συμπονούν, αλλά κανείς δεν τους βοηθά.
Τι να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Κατά τη γνώμη μου, ο άνθρωπος που αρκείται στα λίγα που έχει δεν είναι φτωχός. Αλλά εσύ επιθυμώ να φροντίσεις το «έχει» σου. Ξεκίνα τώρα. Θυμήσου την παροιμία των προγόνων μας: «Έρχεται αργά η οικονομία που ξεκινά από τον πάτο του πιθαριού». Τότε δεν έχουν απομείνει σπουδαία πράγματα και είναι χειρότερα.
Χαίρε
Σενέκας, Επιστολές στον Λουκίλιο

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

“Τ’ άγιο μυστήριο της ζωής είναι η Αγάπη”

(Γκουίντο:)
Τ’ άγιο μυστήριο της ζωής είναι η Αγάπη˙ 
όπου αρετή δεν ήταν, την αρετή φέρνει˙
καθάριους κάνει τους ανθρώπους
από όλα τα πρόστυχα μιάσματα του κόσμου˙
είν’ η φωτιά που το χρυσάφι
απ’ τη σκουριά καθαρίζει˙
είναι τ’ ανεμιστήρι, που το στάρι 
απ’ το άχυρο ξεχωρίζει˙
είν’ η άνοιξη, που την αθωότητα κάνει
σε παγερή γης σα ρόδο ν’ ανθίζει.
Επέρασε ο καιρός, που περπατούσε
ο Θεός μαζί με τους ανθρώπους,
όμως τη θέση του έχει πάρει,
εικόνα δική του η Αγάπη.
Άντρας που αγαπά μια γυναίκα,
και του Θεού το μυστικό ξέρει και του κόσμου.
Ούτε ένα σπίτι δεν υπάρχει
τόσο ταπεινό ή τιποτένιο,
που να μη μπει σ’ αυτό η Αγάπη,
καρδιές καθάριες αν το κατοικούνε˙
μα αν ματωμένος φόνος
σε παλατιού χτύπησε πύλη
και του ανοίξαν και μέσα μπήκε,
η Αγάπη σέρνεται έξω,
σα λαβωμένο πλάσμα, και πεθαίνει.
Αυτή είν’ η τιμωρία, 
που βάζει ο Θεός στην αμαρτία.
Ο αμαρτωλός δεν μπορεί ν’ αγαπήσει.

(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, "Η Δούκισσα της Πάδουας" και πιο συγκεκριμένα από τον διάλογο του νεαρού Γκουίντο Φερράντι με τον ηλικιωμένο κόμη Μοραντσόνε.) 

Oscar Wilde,Η Δούκισσα της Πάδουας”, εκδ. Γκοβόστη, μετ. Στ. Σπηλιωτόπουλος, σελ. 65

2017

"Κι αυτή η αγάπη, πιο βαριά από τ' ώριμο φρούτο της λίμνης,
Δίχως γέλιο και δίχως κλάμα, εδώ και πάντα,
Μια μέρα, μετά μια μέρα και μια νύχτα, μετά από μας..."
Paul Éluard
Jan Sluijters (Dutch, 1881-1957), Portrait of the artist’s wife Greet, c.1909-10