Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

"Fly away on wings of wind..."

"Fly away on wings of wind
To native lands, our native song,
To there, where we sang you freely,
Where we were so carefree with you.
There, under the hot sky,
With bliss the air is full,
There, to the murmur of the sea, mountains doze in the clouds.
There, the sun shines so brightly,
Bathing [our] native mountains in light.
In the meadows, roses bloom luxuriously,
And nightingales sing in the green forests;
And sweet grape grows.
There is more freedom for you there, song…
And so, fly away!"
Alexander Borodin, Polovtsian Dances - Prince Igor

Οι Polovtsian χοροί, (από το ρωσικό όνομα «Polovtsy» - το όνομα που δίνεται στους Κουμάνους από τους Ρως) αποτελούν ένα εξωτικό σκηνικό στην μεγάλη όπερα του Alexander Borodin «Ο Πρίγκιπας Ιγκόρ».
Η όπερα του Μποροντίν είναι βασισμένη στο ρωσικό ανώνυμο έπος του 13ου αιώνα "Η ιστορία της εκστρατείας του πρίγκιπα Ιγκόρ", ο οποίος είναι ιστορικό πρόσωπο. Το λιμπρέτο το έγραψε ο ίδιος ο συνθέτης. Σε ό,τι αφορά τους πολοβιτσιανούς χορούς του μπαλλέτου, αυτοί συμπεριλαμβάνονται στο ρεπερτόριο όλων των συμφωνικών ορχηστρών του κόσμου.
 “Ο πρίγκιπας Ιγκόρ”, η μοναδική όπερα του Μποροντίν, έμεινε ατέλειωτη σε διάφορα σημεία. Μετά το θάνατό του, ο Ρίμσκυ-Κόρσακωφ τέλειωσε την ενορχήστρωση. Σε αυτήν συνεργάστηκε και ο Αλέξανδρος Γκλαζουνώφ. Ο τελευταίος Ρώσος συνθέτης που έβαλε κάτι για να τελειώσει “Ο πρίγκιπας Ιγκόρ” ήταν ο Πάβελ Σμέλκωφ. Αυτός τέλειωσε τον μονόλογο της 3ης πράξης, ο οποίος ακούστηκε και στην σύγχρονη παρουσίαση του έργου από την Μητροπολιτική Όπερα.
O Mποροντίν ανήκει στην περίφημη ομάδα των ”Τρομερών ή Μέγιστων Πέντε”. Έτσι έγιναν γνωστοί οι πέντε Ρώσοι συνθέτες ( Αλέξανδρος Mποροντίν, Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακωφ, Μοδέστος Πέτροβιτς Μουσόργκσκυ, Αλέξανδρος Γκλαζουνώφ,  Καίσαρ Αντόνοβιτς Κουΐ / αρχηγός της παρέας και εμπνευστής της ιδέας: Μίλυ Μπαλακίρεφ) οι οποίοι υπέγραψαν συμφωνία μεταξύ τους να προβάλλουν μέσα στο έργο τους μόνο  την ρωσική ιστορία και τα ρωσικά λαϊκά τραγούδια. 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Clinamen*

Egon Schiele, Standing Male Nude, 1910
Found on aceblush.tumblr.com  
Ωστόσο δε δημιουργεί ο άνθρωπος τον κόσμο. Δεν κατορθώνει να τον αποκαλύψει παρά μέσα από τις αντιστάσεις που αυτός ο κόσμος του προβάλλει. Η θέληση δεν καθορίζεται παρά με τα εμπόδια που προκαλεί κι εξαρτάται από το κατά πόσο τεχνητά είναι, τη στιγμή που μερικά από αυτά καταπολεμούνται κι άλλα όχι. Αυτό ήθελε να πει ο Καρτέσιος όταν έλεγε ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι απεριόριστη, αλλά η εξουσία του περιορισμένη. Πώς όμως αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα μιας ελευθερίας, που επιβεβαιώνεται σαν σύνολο και σαν περιορισμένη κίνηση;
Απέναντι σε ένα εμπόδιο που είναι αδύνατο να υπερνικηθεί, η επιμονή είναι ανόητη: αν επιμένω να χτυπάω με τη γροθιά μου έναν ακλόνητο τοίχο, η ελευθερία μου εξαντλείται σ’ αυτή την ανώφελη χειρονομία, χωρίς να μπορεί να αποκτήσει ένα περιεχόμενο και υποβιβάζεται έτσι σε μια μάταιη πιθανότητα. Ωστόσο, δεν υπάρχει πιο θλιβερή αρετή από την υποταγή. Μεταμορφώνει σε φαντασιώσεις, σε αμφίβολα ονειροπολήματα, σχέδια που είχαν καταρχήν διαμορφωθεί σα θέληση και σαν ελευθερία. Ένας νέος άνθρωπος επιθυμούσε να έχει μια ζωή ευτυχισμένη, χρήσιμη ή δοξασμένη. Αν αργότερα κοιτάζει με κυνικότητα κι αδιαφορία τις αποτυχημένες προσπάθειες της εφηβείας του, τότε αυτές ακινητοποιούνται για πάντα στο παρελθόν. Όταν μια προσπάθεια αποτυγχάνει, δηλώνουμε με πικρία ότι χάσαμε τον καιρό μας, ότι ξοδέψαμε τις δυνάμεις μας, γιατί η αποτυχία καταδικάζει ολόκληρο το κομμάτι του εαυτού μας που επιστρατεύσαμε σ’ αυτή την προσπάθεια. Για να ξεφύγουν από αυτό το δίλημμα, οι στωικοί κήρυξαν την αδιαφορία. Θα μπορούσαμε πράγματι να επιβεβαιώσουμε την ελευθερία μας ενάντια σε κάθε καταναγκασμό, αν δεχόμαστε ν’ απαρνηθούμε την ιδιαιτερότητα των σχεδίων μας: αν μια πόρτα αρνείται ν’ ανοίξει, μπορούμε ν’ αποφασίσουμε να μην την ανοίξουμε, παραμένοντας τότε ελεύθεροι. Αλλά έτσι δεν κατορθώνουμε να διασώσουμε παρά μια αφηρημένη έννοια της ελευθερίας και να την αδειάσουμε από κάθε περιεχόμενο κι από κάθε αλήθεια: η εξουσία του ανθρώπου παύει να είναι περιορισμένη γιατί εκμηδενίζεται. Είναι η ιδιαιτερότητα του σχεδίου που καθορίζει τον περιορισμό της εξουσίας κι αυτή είναι επίσης που δίνει στο σχέδιο ένα περιεχόμενο και του επιτρέπει να θεμελιωθεί. Υπάρχουν άνθρωποι που η ιδέα της αποτυχίας τούς εμπνέει τέτοιο τρόμο, που συγκρατιούνται από το να θέλουν ποτέ κάτι: κανείς όμως δεν μπορεί να δει αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα σα θρίαμβο της ελευθερίας.

Simone de Beauvoir, Pour une morale delambiguite” (Για μια ηθική της αμφισβήτησης), εκδ. Γλάρος, σελ.25, 26

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Διαυγής και ήρεμη θέαση

Μας αρέσει πολύ να μιλάμε για την υποκριτική μας ευαισθησία ενώπιον του αρχαίου κάλλους, καθώς και ενώπιον του κάλλους των ειδωλολατρικών πολιτισμών που έχουν γεννήσει τον δικό μας. Αλλά είμαστε πολύ μακριά από το να έχουμε την ψυχή των Ελλήνων ή την ψυχή των Ρωμαίων. Τους θαυμάζουμε από το πλάι, μ’ έναν ανυπόστατο τρόπο. Τίποτα πια από την αρχαία ψυχή δεν απομένει σ’ εμάς. Η δίψα μας για το αρχαίο κάλλος είναι καθ’ όλα χριστιανική ως προς τη μανία της τελειότητας και ως προς την ανησυχία της.
Το αίσθημα με το οποίο θαυμάζουμε τα ελληνικά αγάλματα τα προσβάλλει. Θαυμάζουμε υπερβολικά το κάλλος· οι Έλληνες δεν τ’ αγαπούσαν έτσι. Το κάλλος δεν ήταν για την ευαισθησία τους παρά η διαυγής τους και ήρεμη θέαση των πραγμάτων. Όταν βλέπουμε τα πράγματα με υπερβολική διαύγεια, δεν μπορούμε πια καθόλου να τα νιώσουμε. Και οι Έλληνες ήσαν προικισμένοι με μια εξαιρετική διαύγεια. Γι’ αυτό και ένιωθαν λίγο. Εξού και η τελειότητα των έργων τέχνης τους. Για να δημιουργήσεις ένα έργο τέχνης, μια τέλεια τελειότητα (sic), είναι αναγκαίο να μην αισθάνεσαι το κάλλος του. Σύνολη η ελληνική τέχνη ήταν ισορροπία και (…). Ήταν μια τέχνη ανθρώπων που ήξεραν να βλέπουν και πού έβλεπαν. Καμία σχέση με μας, που ανακατεύουμε στο αίσθημά μας μπροστά σε ένα άγαλμα αυτά τα ψεύτικα συναισθήματα, της ηθικής τελειότητας και της αγνότητας, που ο χριστιανισμός μας έμαθε να νιώθουμε θαυμάζοντας τον Χριστό πάνω στο σταυρό. Δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τα αντικείμενα διαυγή και γαλήνια στρεβλώνοντάς τα με το βλέμμα μας και τον θαυμασμό μας. Να δημιουργήσουμε εντός μας ένα νέο τρόπο να νιώθουμε και να βλέπουμε.

Fernando Pessoa, Ο δρόμος του φιδιού, μετ. Γιάννης Σουλιώτης, εκδ.ΑΡΜΟΣ, σελ. 37,38

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

"I am half agony, half hope"

Η επιστολή του Frederick Wentworth στην Anne Elliot, λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος Persuasion («Πειθώ») της Jane Austen, είναι ίσως μια από τις ομορφότερες (ομολογίες αγάπης) στην παγκόσμια λογοτεχνία …
"I can listen no longer in silence. I must speak to you by such means as are within my reach. You pierce my soul. I am half agony, half hope. Tell me not that I am too late, that such precious feelings are gone for ever. I offer myself to you again with a heart even more your own than when you almost broke it, eight years and a half ago. Dare not say that man forgets sooner than woman, that his love has an earlier death. I have loved none but you. Unjust I may have been, weak and resentful I have been, but never inconstant. You alone have brought me to Bath. For you alone, I think and plan. Have you not seen this? Can you fail to have understood my wishes? I had not waited even these ten days, could I have read your feelings, as I think you must have penetrated mine. I can hardly write. I am every instant hearing something which overpowers me. You sink your voice, but I can distinguish the tones of that voice when they would be lost on others. Too good, too excellent creature! You do us justice, indeed. You do believe that there is true attachment and constancy among men. Believe it to be most fervent, most undeviating, in F.W.
 "I must go, uncertain of my fate; but I shall return hither, or follow your party, as soon as possible. A word, a look, will be enough to decide whether I enter your father's house this evening or never."
Jane Austen, "Persuasion"

Joaquin Rodrigo, Concerto De Aranjuez Adagio 

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

The Corn Poppy

Kees van Dongen, The Corn Poppy  (1919)
Ο Cornelis Theodorus Maria van Dongen (1877 –1968), γνωστός ως  Kees van Dongen ή απλά Van Dongen, ήταν ένας Ολλανδός ζωγράφος και ένας από τους Fauves. Απέκτησε φήμη για τα αισθησιακά και μερικές φορές φανταχτερά πορτρέτα του.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

“'Ita vita est hominum quasi cum ludas tesseris..."

Katsushika Hokusai,The Great Wave off Kanagawa*
Ο Τερέντιος λέγει: «στον ανθρώπινο βίο είναι όπως όταν παίζεις ζάρια: όταν δεν έρχεται αυτό που περισσότερο χρειάζεσαι να φέρεις, τότε πρέπει να διορθώσεις με την τέχνη αυτό που έχει έρθει», έχοντας προφανώς κατά νου κάποιο είδος ταβλιού. Επί το συντομότερον, μπορούμε να πούμε: η τύχη ανακατεύει τα χαρτιά κι εμείς παίζουμε. Η δε πλέον κατάλληλη παρομοίωση για να εκφράσει τον εν λόγω στοχασμό μου είναι ίσως η ακόλουθη. Στον βίο είναι όπως στο σκάκι: εμείς καταστρώνουμε κάποιο σχέδιο, η εκτέλεσή του όμως εξαρτάται από το τι αποφασίζει να πράξει στο μεν σκάκι ο αντίπαλος, στον δε βίο η μοίρα· οι τροποποιήσεις στις οποίες υποβάλλεται το αρχικό μας σχέδιο είναι τόσο μεγάλες που, κατά την εκτέλεσή του, μόλις και μετά βίας αναγνωρίζεται χάρη σε μερικές βασικές κινήσεις.
Εξάλλου, υπάρχει στη διαδρομή της ζωής μας και κάτι πέρα απ’ όλα αυτά. Πρόκειται για μία αλήθεια τετριμμένη και πάμπολλες φορές πιστοποιημένη, πως δηλαδή είμαστε συχνά πιο ανόητοι απ’ ότι  πιστεύουμε, ενώ, αντίθετα, το ότι είμαστε συχνά φρονιμότεροι απ’ ότι πιστεύουμε είναι μια ανακάλυψη που κάνουν μόνον όσοι έχουν βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, και μάλιστα δεν την κάνουν παρά μόνον αργότερα. Στις κύριες γραμμές, στις βασικές καμπές της πορείας του βίου μας, δεν ενεργούμε τόσο βάσει σαφούς γνώσεως του ορθού όσο σύμφωνα με μια εσωτερική παρόρμηση, μ’ ένα -θα ’λεγε κανείς- ένστικτο προερχόμενο από τα βάθη της οντότητάς μας και, κατόπιν, όταν κατακρίνουμε σχολαστικά τις πράξεις μας με γνώμονα έννοιες σαφείς, όμως και ανεπαρκείς, έννοιες επίκτητες ή, μάλλον, δανεισμένες, και γινόμαστε, έτσι, εύκολα άδικοι με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ωστόσο, στο τέλος γίνεται φανερό ποιος είχε δίκιο, μόνο δε το γήρας –όταν αισίως φτάσουμε σ’ αυτό- μας παρέχει τη δυνατότητα, υποκειμενικά και αντικειμενικά, να κρίνουμε το ζήτημα.
Arthur SchopenhauerΕγχειρίδιο πρακτικής σοφίας, μτφ. Δ.Υφαντής, εκδ. Ροές
*Το μεγάλο κύμα έξω από την Καναγκάουα είναι πιθανώς ο πιο φημισμένος  πίνακας  στην Ιαπωνική τέχνη, έργο του Κατσουσίκα Χοκουσάϊ, Ιάπωνα καλλιτέχνη, χαράκτη και σκιτσογράφου της περιόδου Έντο (19ος αι.). Αποτελεί τον πρώτο από μια σειρά πινάκων  με τον τίτλο: Fugaku Sanjurokkei 36 Απόψεις του Βουνού Fuji, που δημιούργησε με την τεχνική της ξυλογραφίας. Απεικονίζει τρεις βάρκες σε τρικυμία να αντιμετωπίζουν  ένα τεράστιο κύμα, ενώ στο βάθος φαίνεται αχνά το Βουνό Fuji. Ο πίνακας  είναι εκτύπωση από ξύλινες μήτρες και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1831-33. Το διάσημο έργο παρουσιάζει μια ξεχωριστή  επιστημονικής φύσης πρωτοτυπία: Αποτελεί παράδειγμα αυτό- ομοιότητας  και όπως αναφέρει ο   Mandelbrot στο βιβλίο του «H Φράκταλ Γεωμετρία της Φύσης» η εικόνα αναπαριστά πολύ καλά τη φράκταλ φύση των κυμάτων.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Αremu rindineddha - Άραγε χελιδόνι μου

Bouguereau's 1884
(Κατωιταλική διάλεκτος, Grecia Salentina - Νότια Ιταλία)
Aremu rindineddha
plea talassa se guaddhi
ce a putt' e ste 'ce ftazzi
ma to kallo cerro.
 vasta to petton apsro
mavre vasta tes ale
stavri kulor de mare
ce i kuta en'diu nifti
 kaimmeno mbro sti talassa
evo se kanono
lio ngherni lio kalei
lio nghizzi to nero
aremo plea paissia
pleus topus ise diammena
pu in echi ghianomena
ti foddhean esu
an ifsera ti diaike
apu cirtea s'emena
ka possa guaita sena
su roto na mu pi
 ma su tipo mu lei
ja possa sse roto
lio ngherni lio kalei
lio nghizzi to nero

L' Arpeggiata, Aremou Rindineddha
Άραγε χελιδόνι μου
ποια θάλασσα σε φέρνει
και ποιος σε περιμένει
μ’ αυτόν τον καλό καιρό.

Άσπρο έχεις το στήθος
και μαύρα τα φτερά,
τη θάλασσα στη ράχη,
στα δύο την ουρά.

Στέκομαι μπρος στη θάλασσα
και πάλι σε κοιτώ
λίγο που γέρνεις, λίγο ανεβαίνεις
κι ίσα που αγγίζεις το νερό.

Άραγε πόσους τόπους μας
θα πέρασες εσύ,
άραγε τη φωλίτσα σου
πού να `χτισες κι εσύ.

Αχ, να `ξερα αν διάβηκες
από κει που εγώ βαστώ
πόσα αλήθεια θα ρωτούσα
να μου πεις και να σου πω.

Μα ούτε λέξη δε μου είπες
για όλα αυτά που σου μιλώ
λίγο που γέρνεις, λίγο ανεβαίνεις
κι ίσα που αγγίζεις το νερό.

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

"A velvet bridge"

On Prayer
You ask me how to pray to someone who is not.
All I know is that prayer constructs a velvet bridge
And walking it we are aloft, as on a springboard,
Above landscapes the color of ripe gold
Transformed by a magic stopping of the sun.
That bridge leads to the shore of Reversal
Where everything is just the opposite and the word 'is'
Unveils a meaning we hardly envisioned.
Notice: I say we; there, every one, separately,
Feels compassion for others entangled in the flesh
And knows that if there is no other shore
We will walk that aerial bridge all the same.
Czeslaw Milosz*



Czeslaw Milosz (1911-2004)
Γεννημένος στην Πολωνία αλλά αποκτώντας σχετικά γρήγορα την αμερικανική υπηκοότητα, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ευρωπαϊκής ποίησης. Ήταν αντι-σταλινικός και εχθρός κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος. Το 1978 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Neustadt και το 1980 με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας .

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

"Who dares name the nameless?"

Margaret
Do you believe in God?

Faust
My darling, who dare say:
I believe in God’?
Choose priest to ask, or sage,
The answer would seem a joke, would it not,
Played on whoever asks?

Margaret               
So, you don’t believe?                                                

Faust
Sweetest being, don’t misunderstand me!
Who dares name the nameless?
Or who dares to confess:
‘I believe in him’?
Yet who, in feeling,                                                                                  
Self-revealing,
Says: ‘I don’t believe’?
The all-clasping,
The all-upholding,
Does it not clasp, uphold,                                                                          
You: me, itself?
Don’t the heavens arch above us?
Doesn’t earth lie here under our feet?
And don’t the eternal stars, rising,
Look down on us in friendship?                                                                
Are not my eyes reflected in yours?
And don’t all things press
On your head and heart,
And weave, in eternal mystery,
Visibly: invisibly, around you?                                                                
Fill your heart from it: it is so vast,
And when you are blessed by the deepest feeling,
Call it then what you wish,
Joy! Heart! Love! God!
I have no name                                                                                         
For it! Feeling is all:
Names are sound and smoke,
Veiling Heaven’s bright glow.

Goethe, "Faust"  
(Part I, Scene XVI: Martha’s Garden, 3426-3458)
πηγή: poetryintranslation.com 
Ary Scheffer, Faust and Marguerite in the Garden
«Ποιος τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;…
Ποιος τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό
Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας. 
[.....................................................................................]
Εάν είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια ότι έχω συνείδηση των ορίων μου και επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατόν να δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας. Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες. Όταν στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω από τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες. Τι απομένει να αποκριθώ; Αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο, που γεννά την ανεξάντλητη γονιμότητα του προβλήματος. Το πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε είναι το εξής. Ό,τι σου μένει και ό,τι σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο όχι και στο ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς μ’ έναν τέτοιο τρόπο απόπειρας, και δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και χρόνο. 
Δημήτρης Λιαντίνης, "Γκέμμα"
!!!!!!!!!!!!!!