Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

"da capo al fine..."

I am no longer afraid, and I can quietly dissolve myself the way you dissolve a bottle of poison in an ocean. The ocean won't feel any ill effect, and the poison has been freed from a great burden; it does not have to be poison any more."
"And is that the only solution?"
"What I lack is love.”
Cees Nooteboom, Rituals
φωτ. celia g.
Ο Ίννι Βίντροπ ανήκε στο είδος των ανθρώπων που σέρνουν πίσω τους τον χρόνο της επίγειας ζωής τους σαν άμορφη μάζα. Αυτή δεν ήταν μια σκέψη που τον απασχολούσε καθημερινά, ωστόσο επαναλαμβάνονταν τακτικά και ήταν κάτι που το είχε ήδη σκεφτεί όταν ο χρόνος που ρυμουλκούσε ήταν σημαντικά μικρότερος.
Ήταν ανίκανος να υπολογίσει τον χρόνο, να τον μετρήσει, να τον μοιράσει. Ίσως θα ήταν καλύτερο σε αυτό το σημείο να αφήσουμε απέξω το άρθρο και να αναφερθούμε σκέτα σε χρόνο, έτσι ώστε να του αποδώσουμε εκείνη την παχύρευστη σαν δεμένο σιρόπι σύσταση που δικαιωματικά του ανήκει. Και δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι το παρελθόν κολλούσε τόσο ενοχλητικά στο κουτάλι του Ίννι: το ίδιο πεισματικά αντιστεκόταν και το μέλλον. Μπροστά του εκτεινόταν ένας εξίσου άμορφος χώρος, ένας χώρος που έπρεπε να τον διασχίσει χωρίς να έχει την παραμικρή σαφή ένδειξη ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει ώστε να βγει από εκεί μέσα. Ένα ήταν το σίγουρο: ο χρόνος που είχε ήδη ζήσει είχε πια εξαντληθεί, όμως ακόμα και τώρα που ήταν σαρανταπέντε χρόνων και είχε, όπως έλεγε ο ίδιος, «περάσει τα σύνορα του τρομακτικού χωρίς να του ζητήσουν ποτέ να δείξει το διαβατήριό του», αυτό το άμορφο πράγμα που εμπεριείχε τόσο τη μνήμη του όσο και τα κενά της συνέχιζε να τον συνοδεύει εξ ίσου μυστηριωδώς και, ακόμα και κατά την αντίθετη φορά, τόσο απροσμέτρητα όσο και το σύμπαν για το οποίο γινόταν πολύς λόγος εκείνο τον καιρό.
Cees NooteboomΙεροτελεστίες, μτφ. Κ. Κουντούρης, εκδ. Μέδουσα, σελ. 39

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

"The desperate man"

"There are many sides to reality. Choose the one that's best for you."
Gustave Courbet, The desperate man (self- portrait), 1845
[Το παρακάτω απόσπασμα από τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο είναι ο τελευταίος μονόλογος του Μπερανζέ, πρωταγωνιστή του έργου. Στην τελευταία αυτή σκηνή, ο Μπερανζέ, που μόλις τώρα συνειδητοποιεί την απουσία τής αγαπημένης του Νταίζης, η οποία έφυγε κι αυτή για να συναντήσει τους ρινόκερους, αποφασίζει να μην υπακούσει τελικά στη «ρινοκερίτιδα» και να παραμείνει άνθρωπος.]

Μπερανζέ:
«Ωστόσο δεν είναι και τόσο άσχημο πράγμα ο άνθρωπος. Και δεν είμαι και από τους πιο ωραίους. Πίστεψε με, Νταίζη (γυρίζει). Νταίζη! Νταίζη! Πού είσαι; Νταίζη! Δεν θα το κάνεις αυτό!
(Τρέχει στην πόρτα). Νταίζη! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο και σκύβει πάνω από τα κάγκελα). Νταίζη! Γύρισε πίσω μικρή μου Νταίζη! Δεν έβαλες ούτε μπουκιά στο στόμα σου! Νταίζη μη με αφήνεις μόνο! Τι μου είχες υποσχεθεί, Νταίζη! Νταίζη! 
(Σταματάει να φωνάζει, κάνει μια χειρονομία απόγνωσης και ξαναμπαίνει στο δωμάτιο).
Βέβαια… δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε πια. Ένα αταίριαστο ζευγάρι… δεν άντεχε άλλο. Δεν έπρεπε όμως να με αφήσει έτσι και να φύγει, χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση! (κοιτάζει ολόγυρα του). Ούτε ένα σημείωμα δεν άφησε! Και είναι σωστά πράγματα αυτά! Τώρα έμεινα ολομόναχος!
(Πηγαίνει, κλειδώνει την πόρτα προσεκτικά αλλά πολύ θυμωμένος).
Εμένα δε θα με παρασύρετε. Όχι! Ποτέ! (Κλείνει προσεκτικά τα παράθυρα). Τα ακούσατε; Ποτέ! (Απευθύνεται προς όλα τα κεφάλια των ρινόκερων). Δεν θα σας ακολουθήσω… Όχι, δεν θα σας ακολουθήσω, δεν σας καταλαβαίνω! Εγώ θα μείνω αυτό που είμαι! Εγώ είμαι άνθρωπος! Άνθρωπος!
(Πάει και κάθεται στην πολυθρόνα).
Αφόρητη… η κατάσταση είναι αφόρητη! Εγώ φταίω που έφυγε. Ήμουν για αυτήν ολόκληρος ο κόσμος. Τι θα απογίνει τώρα; Μια ψυχή παραπάνω στη συνείδηση μου! Τώρα όλα είναι δυνατά. Φτωχό μου παιδί, εγκαταλελειμμένο μέσα σε αυτόν τον κόσμο των τεράτων! Κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει να την ξαναβρώ, γιατί δεν απομένει κανένας.
(Νέα μουγκανητά, επίμονα τρεχαλητά, σύννεφα σκόνης).
Δεν θέλω να τα ακούω. Θα βάλω μπαμπάκι στα αυτιά μου! (Βάζει μπαμπάκι στα αυτιά του – μιλάει με τον εαυτό του στον καθρέπτη). Δεν υπάρχει άλλη λύση! Πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω όμως για τι πράγμα; Και η μεταμόρφωσή τους; Μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι; Ε, μπορούν; Θα χρειαστεί ένας ηράκλειος άθλος, που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου! Κα πρώτα –πρώτα για να τους πείσω, πρέπει να τους μιλήσω. Για να τους μιλήσω πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως αυτοί θα έπρεπε να μάθουν τη δική μου; Αλλά εγώ ποια γλώσσα μιλάω; Ποια είναι η γλώσσα μου; Είναι ελληνικά αυτά που μιλάω; Θα πρέπει να είναι ελληνικά, είναι όμως; Αλλά τι είναι τα ελληνικά; Μπορώ να πω πως αυτά είναι ελληνικά, αν θέλω, κανένας δεν πρόκειται να μου τα αμφισβητήσει αφού είμαι ο μόνος που τα μιλάω. Αλλά τι λέω; Καταλαβαίνω τι λέω; Καταλαβαίνω τον εαυτό μου;
(Προχωρεί προς τη μέση της σκηνής).
Κι αν όπως μου έλεγε η Νταίζη αυτοί έχουν δίκιο… (Γυρνά προς τον καθρέπτη). Κι όμως δεν είναι άσχημο πράγμα ο άνθρωπος – δεν είναι καθόλου άσχημο πράγμα… (Κοιτάζεται προσεκτικά στον καθρέπτη και περνά το χέρι πάνω από το πρόσωπό του). Πολύ αστεία υπόθεση! Με τι μοιάζω λοιπόν; Με τι;
(Τρέχει στο ντουλάπι, βγάζει φωτογραφίες και τις κοιτάζει). Φωτογραφίες! Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Ο κύριος Παπιγιόν ή μπορεί και η Νταίζη; Κι αυτός εδώ, είναι ο Μποτάρ, ή ο Ντυντάρ ή ο Ζαν; Ή μήπως είμαι εγώ! (τρέχει πάλι στο ντουλάπι και βγάζει 2-3 πίνακες). Ναι, ναι, αναγνωρίζω τον εαυτό μου, εγώ είμαι αυτός, εγώ!
(Πηγαίνει και κρεμάει τους πίνακες στον τοίχο του βάθους δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων). Εγώ είμαι αυτός, εγώ…
(Άμα κρεμάσει τους πίνακες διακρίνουμε πως παριστάνουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα και κάποιον άλλο. Η ασχήμια των προσωπογραφιών προβάλλεται ακόμα πιο πολύ σε αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που γίνονται ολοένα και ωραιότερα. Ο Μπερναζέ οπισθοχωρεί λίγο για να δει τους πίνακες).
Δεν είμαι ωραίος, δεν είμαι ωραίος! (Ξεκρεμάει τους πίνακες και τους πετάει κατά γης με θυμό και πηγαίνει στον καθρέπτη). Αυτοί είναι ωραίοι! Αυτοί ! Είχα άδικο. Ω, πόσο θα ήθελα να ήμουν σαν κι αυτούς… Μου λείπουν και τα κέρατα! Άσχημο που είναι ένα μέτωπο χωρίς κέρατα!... Θα μου χρειαζόντουσαν ένα δύο για να τονιστούν τα χαρακτηριστικά μου… Ίσως γίνει κι αυτό μια μέρα, κι έτσι δεν θα ντρέπομαι πια, θα μπορώ να πάω να τους βρω! Έλα όμως που δεν φυτρώνουν!...
(Κοιτάζει τις παλάμες του). Τα χέρια μου είναι μαλακά. Θα ροζιάσουν άραγε, θα βγάλουν λέπια; (Βγάζει το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο του, εξετάζει το στήθος του στον καθρέπτη). Πλαδαρό που είναι το δέρμα μου! Το κορμί μου! Κάτασπρο, τριχωτό! Πόσο θα ήθελα να είχα σκληρό πετσί, και αυτό το θαυμάσιο βαθυπράσινο χρώμα, τη σεμνή γύμνια τους, χωρίς τρίχες!
(Ακούει μουγκανητά). Τα τραγούδια τους έχουν μια γοητεία… Είναι λίγο άγρια, βέβαια, μα, πάντως έχουν γοητεία! Αν μπορούσα να τραγουδάω σαν κι αυτούς!... (Προσπαθεί να τους μιμηθεί). Α… Α… Α…. Μρρρ! Όχι… όχι… δεν τα καταφέρνω, το δικό μου τραγούδι είναι αδύνατο, υποτονικό, του λείπει η ζωντάνια. Δεν καταφέρνω να μουγκανίσω! Ουρλιάζω μόνο… Α… Α… Α… Μρρρ! Ουρλιάζω μονάχα! Αχ… Αχ… Μπρ… Άλλο ουρλιαχτό κι άλλο μουγκανητό!... Ω!... Το έχω βάρος στη συνείδηση μου, έπρεπε να τους είχα ακολουθήσει όσο ήταν καιρός… τώρα είναι πια πολύ αργά. Αλίμονο! Είμαι ένα τέρας, είμαι ένα τέρας! Αλίμονο μου, δεν θα ξαναγίνω ποτέ ρινόκερος! Ποτέ, ποτέ! Δεν μπορώ πια να αλλάξω. Θα το ήθελα πολύ. Θα το ήθελα τόσο πολύ αλλά δεν μπορώ… Δεν μπορώ πια ούτε τον εαυτό μου να κοιτάξω! Πόσο ντρέπομαι!
(Γυρίζει τις πλάτες του στον καθρέπτη). Άσχημος που είμαι!... Αλίμονο σε αυτόν που θέλει να διατηρήσει την ιδιομορφία του! (Αναπηδά απότομα). Ε, λοιπόν! Τόσο το χειρότερο! Θα αμυνθώ κόντρα σε όλον τον κόσμο. Το τουφέκι μου! Πού είναι το τουφέκι μου;…
(Γυρίζει προς το μέρος του τοίχου, όπου φαίνονται τα κεφάλια των ρινόκερων και σκούζει με όλη του τη δύναμη). Κόντρα σε όλον τον κόσμο, θα υπερασπίσω τον εαυτό μου, κόντρα σε όλον τον κόσμο θα αμυνθώ!... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και θα μείνω άνθρωπος ως το τέλος! Δεν συνθηκολογώ!...

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

La Chiquita Piconera

Julio Romero de Torres, La Chiquita Piconera (1930)
Ο Julio Romero de Torres ζωγράφισε το πιο διάσημο και τελευταίο έργο της ζωής του, «La Chiquita Piconera», λίγους μήνες πριν πεθάνει, σε ηλικία 55 ετών. Το κορίτσι που παριστάνεται  στον πίνακα είναι η Maria Teresa Lopez και υπήρξε μούσα του καλλιτέχνη για πολλά χρόνια. Η εικόνα της νεαρής κοπέλας αποδίδεται ρεαλιστικά και φέρει τα τυπικά χαρακτηριστικά της γυναίκας από την Ανδαλουσία. Φορά μεταξωτές κάλτσες και ανακατεύει τα κάρβουνα σε ένα χάλκινο μαγκάλι. Με το σοβαρό βλέμμα της κοιτάζει ίσια στο θεατή  και ίσως αντανακλά τα συναισθήματα και τους φόβους του ζωγράφου του οποίου ο θάνατος ήταν κοντά. Μέσα από ένα παράθυρο, διακρίνεται ένα σκούρο ηλιοβασίλεμα στις όχθες του ποταμού Γουαδαλκιβίρ, σαν ο ζωγράφος να θέλησε να δημιουργήσει έναν παραλληλισμό με το τέλος της ζωής του.  

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Ώστε ο Σωκράτης ήτο γαλή!

Nicolae Grigorescu, Andreescu la Barbizon
Στο καφενείο μιας γαλλικής πόλης συζητούν συγχρόνως ο Ζαν με τον φίλο του Μπερανζέ σχετικά με τη φύση της ύπαρξης και κάποιος γέρος με έναν παράξενο άνθρωπο που αυτοαποκαλείται φιλόσοφος-ορθολογιστής, σχετικά με τη φύση της λογικής. Οι δύο διάλογοι, αν και είναι αυτόνομοι, ακούγονται μαζί και αποτελούν, ο καθένας για τον άλλον, ένα ειρωνικό σχόλιο.

ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ-ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ (στον Γέρο): Ιδού λοιπόν εις υποδειγματικός συλλογισμός: Η γαλή έχει τέσσαρας πόδας. Ο Ισίδωρος και ο Φρικό έχουν ανά τέσσαρας πόδας έκαστος. Άρα ο Ισίδωρος και ο Φρικό είναι γαλαί!
ΓΕΡΟΣ: (στον Φιλόσοφο) Και ο σκύλος μου έχει τέσσαρας πόδας.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ- ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ (στον Γέρο): Τότε είναι γαλή.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ (στον Ζαν): Εγώ έχω μόλις τη δύναμη να ζω. Ίσως να μη μου κάνει πια και πολύ κέφι η ζωή...
ΓΕΡΟΣ: (στον Ορθολογιστή, ύστερα από πολλή σκέψη): Ώστε, σύμφωνα με τη λογική, ο σκύλος μου πρέπει να είναι γαλή.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ-ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ (στον Γέρο): Λογικώς ναι. Ουχ ήττον όμως και το αντίθετο.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ (στον Ζαν): Με βαραίνει η μοναξιά. Οι άνθρωποι το ίδιο...
ΖΑΝ: (στον Μπερανζέ): Φάσκεις και αντιφάσκεις. Δεν μπορεί να σε βαραίνει και η μοναξιά και οι άνθρωποι, θα πρέπει να είναι ή το ένα ή το άλλο. Περνιέσαι για στοχαστής, κι όμως δεν έχεις ίχνος λογικής...
ΓΕΡΟΣ: (στον Ορθολογιστή): Πολύ ωραίο πράγμα η λογική.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ-ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ: (στον Γέρο): Υπό τον όρον να μην κάμνει κανείς κατάχρησιν.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: (στον Ζαν): Η ζωή είναι κάτι το αφύσικο.
ΖΑΝ: Αντιθέτως. Τίποτα το πιο φυσικό. Και να η απόδειξη: Οι πάντες ζουν!
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Περισσότεροι είναι οι πεθαμένοι απ' τους ζωντανούς. Κι όλο και πληθαίνουν, οι ζωντανοί μπροστά τους ... σπανίζουν.
ΖΑΝ: Πεθαμένοι δεν υπάρχουν. Ωραίο αυτό ε; Χα, χα, χα! (Χοντρό γέλιο). Κι αυτοί, λοιπόν, σε βαραίνουν; Πώς μπορεί να σε βαραίνει κάτι που δεν υπάρχει;
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Κι εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι αν υπάρχω.
ΖΑΝ (στον Μπερανζέ): Δεν υπάρχεις αγαπητέ μου, και δεν υπάρχεις διότι δε σκέφτεσαι. Από τη στιγμή που θ' αρχίσεις να σκέφτεσαι θα υπάρχεις!
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ-ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ (στον Γέρο):Έτερος συλλογισμός! Όλαι αι γαλαί είναι θνηταί. Ο Σωκράτης είναι θνητός. Άρα ο Σωκράτης είναι γαλή.
ΓΕΡΟΣ: ....κι έχει τέσσαρας πόδας. Σωστά, έχω ένα γάτο, που τον λένε Σωκράτη.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ-ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ: Όπερ έδει δείξαι!
ΖΑΝ (στον Μπερανζέ): Κατά βάθος σ' αρέσει ν' αστειεύεσαι. Λες πως η ζωή δε σ' ενδιαφέρει. Κι όμως υπάρχει κάποιο πρόσωπο που σ' ενδιαφέρει.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Ποιο πρόσωπο;
ΖΑΝ: Η μικρούλα του γραφείου, που πέρασε από δω πριν από λίγο. Είσαι ερωτευμένος μαζί της.
ΓΕΡΟΣ (στον Ορθολογιστή):
Ώστε ο Σωκράτης ήτο γαλή!
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ-ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΗΣ: Αυτό αποδεικνύει η Λογική

Ευγένιος Ιονέσκο, "Ρινόκερος"

Το παραπάνω απόσπασμα από τον "Ρινόκερο" του Ιονέσκο ανήκει στο "Θέατρο του παραλόγου", γράφτηκε το 1959 και προσπαθεί σε αυτό να παρουσιάσει το παράλογο της ανθρώπινης ζωής και τον εκφυλισμό των ανθρώπινων σχέσεων.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

"...ως δήθεν άτομα"

«Η μάζα παφλάζει, ένα πελώριο, άγριο, αγκρισμένο ζώο που ξεχειλίζει από χυμούς βρίσκεται μέσα σ’ όλους μας, βαθιά. Παρά την ηλικία της, είναι το νεαρότερο ζώο, το κύριο δημιούργημα της γης, ο σκοπός και το μέλλον της. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη μάζα. Ζούμε ακόμη ως δήθεν άτομα. Κάποιες φορές η μάζα μας κατακλύζει, μια βρυχώμενη θύελλα, ένας απέραντος, πολύβουος ωκεανός, που όλες οι σταγόνες του είναι ζωντανές και λαχταρούν το ίδιο πράγμα. Σε λίγο όμως διαλύεται, και ξαναγινόμαστε «εμείς»: φτωχοί, λεηλατημένοι». 
Ελίας Κανέττι, "Μάζα και εξουσία", 1960

Ο Βούλγαρος συγγραφέας Ελίας Κανέττι (1905-1994), βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1981. Έγραψε στα γερμανικά. Γνωστά έργα του: "Η τύφλωση", "Μάζα και εξουσία", "Ο πυρσός στο αυτί", "Η γλώσσα που δεν κόπηκε" κ.α.