Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

"Una furtiva lagrima"

Αν ξυπνήσει κανείς στη μέση ενός ονείρου, ακόμη και στη μέση του χειρότερου εφιάλτη, είναι απογοητευμένος και του φαίνεται σαν να τον έχουν εξαπατήσει στερώντας του ό, τι καλύτερο μπορούσε να έχει. Τα ευτυχή όνειρα όμως, τα εκπληρωμένα, είναι πράγματι τόσο σπάνια όσο, σύμφωνα με τη ρήση του Schubert, και η χαρούμενη μουσική. Ακόμη και το ωραιότερο φέρει επάνω του σαν κηλίδα τη διαφορά του από την πραγματικότητα, την επίγνωση της απλής ψευδαίσθησης αυτού που προσφέρει. 

"Με την ευτυχία τα πράγματα δεν έχουν διαφορετικά απ' ότι με την αλήθεια: Δεν την κατέχει κανείς, αλλά είναι μέσα της. Πράγματι, ευτυχία δεν είναι τίποτε άλλο παρά να είναι κανείς περιβεβλημένος, ομοίωμα της ασφάλειας μέσα στη μητέρα. Γι' αυτό όμως κανένας που είναι ευτυχισμένος δεν μπορεί ποτέ να το ξέρει. Για να δει την ευτυχία, θα έπρεπε να βγει από αυτή: Θα ήταν όπως ένας γεννημένος. Όποιος λέει πως είναι ευτυχισμένος, ψεύδεται, καθώς εξορκίζει την ευτυχία, και έτσι αμαρτάνει απέναντί της. Της μένει πιστός μόνον εκείνος που λέει: ήμουν ευτυχισμένος. Η μόνη σχέση της συνείδησης προς την ευτυχία είναι η ευγνωμοσύνη: σε αυτήν έγκειται η ασύγκριτη αξιοπρέπειά της."
Theodor Adorno,από Minima Moralia 
Donizetti (from "l' elisir d' amor" )
Una furtina lagrima
negli occhi suoi spuntò:
Quelle festose giovani
invidiar sembrò.
Che più cercando io vo?
Che più cercando io vo?
M'ama! Sì, m'ama, lo vedo. Lo vedo.
Un solo instante i palpiti
del suo bel cor sentir!
I miei sospir, confondere
per poco a' suoi sospir!
I palpiti, i palpiti sentir,
confondere i miei coi suoi sospir...
Cielo! Si può morir!
Di più non chiedo, non chiedo.
Ah, cielo! Si può! Si, può morir!
Di più non chiedo, non chiedo.
Si può morire! Si può morir d'amor.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Η "ασυνειδησία"

Pablo Picasso, Seated Harlequin 
Ο άνθρωπος, λέτε, είναι ένα συνειδητό ζώο. Ευτυχώς γι’ αυτόν, είναι συνειδητός μόνο κατά ένα μέρος. Μόνο στο μέτρο που είναι ασύνειδος είναι ευτυχής. Τι φρίκη αν ο άνθρωπος είχε δημιουργηθεί πραγματικά συνειδητός! Τι παραφορά από λύπες, από αδυναμίες και από ταλαιπωρίες ανά τον κόσμο! Τι μέρα για το Κακό! Τι κυριάρχηση του πόνου!
Μόνο η ασυνειδησία και η άγνοια επιτρέπουν στον άνθρωπο να είναι ευτυχής. Το πρότυπο της ευτυχίας είναι το παιδί. Η μόνη στιγμή που το παιδί δεν είναι ευτυχισμένο είναι όταν είναι άρρωστο. Και μια οικουμενική συνείδηση του εαυτού του συνδέεται με αυτή την αρρώστια.
Ο άνθρωπος στην αρχή δεν έχει συνείδηση της μικρότητάς του απέναντι στο χώρο και δεν καταλαβαίνει ποτέ καθαρά την ασημαντότητά του απέναντι στο χρόνο.
Η ασυνειδησία της αδυναμίας μάς  συνιστά τη δύναμή μας. Η ασυνειδησία του κινδύνου συνιστά την τόλμη μας. Η ασυνειδησία του μυστηρίου και της φρίκης που αντιπροσωπεύει ο θάνατος συνιστά το θάρρος μας  ενώπιόν του.
Τι μπορεί να μας δώσει απόλαυση ή μεγαλείο; Οι αισθήσεις; Τίποτε απ’ αυτά· διότι [ ].
Η γνώση; Η μόνη ευτυχία της γνώσης είναι η άγνοια, είναι η ασυνειδησία όσων δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ. Η απόλαυσή μας στη δράση από το ότι δεν υπολογίζουμε μέχρι ποίου σημείου κάθε ανθρώπινη πράξη είναι ριζικά περιορισμένη και ανώφελη.
Αλλά, μας λένε, χωρίς αυτή την ασυνειδησία, χωρίς αυτή την αμόρφωτη πίστη, τι θα κάναμε; Τίποτα. Αλλ’ ό,τι είναι καμωμένο τι είναι, αν όχι τίποτα; Τι αξίζει στο σύστημα του κόσμου και των όντων η ελάχιστη δραστηριότητά μας;
Να γνωρίζουμε; Τι λοιπόν; Την εξωτερική όψη των πραγμάτων; Ο δρόμος είναι ακαθόριστος· η εξωτερική όψη είναι αστείρευτη και δεν υπάρχει παρά μόνο μια βεβαιότητα: δεν γνωρίζουμε ποτέ τα πάντα και δεδομένου ότι για να γνωρίζουμε πραγματικά, γιατί η γνώση είναι σύνθεση, θα έπρεπε όντως να γνωρίζουμε τα πάντα, συνεπάγεται ότι η  γνώση μας είναι συνθετική, κοινότοπη, απατηλή, τιποτένια.
Να γνωρίζουμε την ουσία των πραγμάτων; Κανένα τους δεν έχει ουσία. Δεν βλέπουμε παρά το εξωτερικό τους· και θα έπρεπε να γνωρίζουμε όλο τους το εξωτερικό για να μπορέσουμε να συναγάγουμε την ουσία. Ακόμη κι αν γνωρίζαμε τη σύνθεση του εξωτερικού – θα μας ανοιγόταν άραγε το πραγματικό;
Μήπως τότε καταλαβαίνουμε ενστικτωδώς την ουσία του κόσμου; Πώς; Η αλήθεια είναι μία. Αν ήταν στο χέρι μας να τη βρούμε θα την είχαμε ήδη βρει. Θα ήμασταν εντός της εξαρχής.
Τι με νοιάζει αν συσσωρεύονται επινοήσεις επί επινοήσεων, εμπειρίες επί εμπειριών, που καθιστούν πιο περίπλοκη τη ζωή και τη σκέψη… Παραμένουμε στην ίδια άπειρη απόσταση από την αλήθεια και την ευτυχία. Διότι όσο μεγάλο κι αν είναι το μέρος της σφαίρας απ’ όπου προέρχονται η αλήθεια και η πραγματικότητα, η αλήθεια είναι ότι υποφέρω, ότι υποφέρουμε. Πίσω από τον κόσμο υπάρχει ό,τι υπάρχει, αλλά πίσω από την οδύνη μου δεν υπάρχει τίποτα.  Όταν αισθάνομαι ότι υποφέρω, δεν κάνω λάθος όταν λέω ότι υποφέρω και τίποτα περισσότερο. Το ήμισυ της οδύνης συνίσταται στο ότι την αισθάνομαι…

Fernando Pessoa, Ο ερημίτης του μαύρου βουνού (απόσπασμα), μτφ. Μ. Παπαδήμα 
                      

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Ο χρόνος πετάει

George Frederic Watts and assistants, Hope1886 
Tate Britain, London
Μόνο ένα τεταρτάκι - Νύχτα αϋπνίας: είναι η έκφραση για τις βασανιστικές ώρες, που διαστέλλονται χωρίς την προοπτική λήξης και χαράματος, με τη μάταιη προσπάθεια να ξεχαστεί η κενή διάρκεια. Τρομακτικές όμως είναι οι νύχτες αϋπνίας, όταν ο χρόνος συστέλλεται και διαρρέει άκαρπα ανάμεσα στα δάχτυλα. Ένας σβήνει το φως ελπίζοντας σε πολύωρη ανάπαυση που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Μη μπορώντας όμως να κατευνάσει τις σκέψεις, σπαταλάει το ιαματικό απόθεμα της νύχτας, και ωσότου φτάσει να μη βλέπει τίποτε πια με κλεισμένα μάτια που τσούζουν, ξέρει ότι είναι πολύ αργά και σε λίγο ότι θα τον ξεσηκώσει η αυγή. Παρόμοια μπορεί να εκπνέει για τον θανατοποινίτη η τελευταία διορία, ασυγκράτητη και ανεκμετάλλευτη. Αυτό όμως που αποκαλύπτεται σε τούτη τη συστολή των ωρών, είναι η αρνητική εικόνα του εκπληρωμένου χρόνου. Αν σε αυτόν η δύναμη της εμπειρίας σπάζει τα μαγικά δεσμά της διάρκειας και συγκεντρώνει τα παρελθόντα και τα μελλοντικά στο παρόν, στη βεβιασμένη αϋπνία της νύχτας η διάρκεια προκαλεί αφόρητη φρίκη. Η ζωή του ανθρώπου γίνεται στιγμή, όχι επειδή καταργεί τη διάρκεια, αλλά επειδή περιπίπτει στο μηδέν και αφυπνίζεται μέσα της η επίγνωση της ματαιότητας ενόψει της κακής απεραντοσύνης του ίδιου του χρόνου. Στους υπερδυνατούς χτύπους του ρολογιού ακούει κανείς τα έτη φωτός να χλευάζουν το μετρημένο διάστημα της δικής του ύπαρξης. Οι ώρες που ως δευτερόλεπτα έχουν ήδη περάσει, προτού το εσωτερικό αισθητήριο τις αντιληφθεί, και τον αφαρπάζουν στην πτώση τους, του αναγγέλλουν ότι μαζί με όλη τη μνήμη είναι καταδικασμένος στη λήθη μέσα στη νύχτα του σύμπαντος. Αυτό σήμερα το αντιλαμβάνονται αναγκαστικά οι άνθρωποι. Στην κατάσταση της τέλειας ανημπόριας το άτομο αισθάνεται τον χρόνο που του απομένει ακόμα να ζήσει σαν το σύντομο διάστημα του θανατοποινίτη ως τον απαγχονισμό του. Δεν περιμένει να ζήσει αφ’ εαυτού τη ζωή του ως το τέλος. Η προοπτική του βίαιου θανάτου και του μαρτυρίου, παρούσα στον καθένα, προεκτείνεται στον φόβο ότι οι μέρες είναι μετρημένες, ότι το μήκος της ζωής του υπόκειται στη στατιστική, ότι το γέρασμα έχει γίνει τρόπον τινά ένα αθέμιτο πλεονέκτημα, το οποίο πρέπει να αποσπασθεί με πονηριά από τον μέσο όρο. Ίσως η αναλογία της ζωής, την οποία η κοινωνία έθεσε στη διάθεση υπό ανάκληση, έχει ήδη αναλωθεί. Έναν τέτοιο φόβο καταγράφει το σώμα στη φυγή των ωρών. Ο χρόνος πετάει.
Theodor Adorno, από Minima Moralia
                                         

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Fernsichten

Sandro Botticelli, Venus and Mars (λεπτομέρεια)
Στο Κισμέτ του Rainer Maria Rilke περιέχονται δεκατρείς ιστορίες αγάπης. Πρόκειται για πρώιμα πεζά του ποιητή, πολύ πριν γίνει γνωστός ως ποιητής. Οι "Μακρινές οπτικές" (τίτλος πρωτοτύπου: "Fernsichten", 1898)  είναι μια από τις τις ιστορίες αυτές.Τόσο σε αυτή όσο και στις άλλες ιστορίες εμπλέκεται η αγάπη με το θάνατο σε μια αξεδιάλυτη σχέση και διακρίνεται το αδύνατον της επίγειας ευτυχίας των ανθρώπων. Κάποιες φορές μάλιστα πρόκειται για ανθρώπους που νιώθουν πως πριν κιόλας γεννηθούν είχαν δώσει ραντεβού να συναντηθούν με κάποιο πλάσμα στον κόσμο αυτό. Όταν αυτό συμβεί, ακόμα και στην πιο μικρή στιγμή μαζί του, νιώθουν να  ζουν όλη τους τη ζωή. (celia g.)

"Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά μακριά ο ένας από τον άλλον· πιο απομακρυσμένοι απ' όλους αυτοί που αγαπιούνται. Πετούν ο ένας στον άλλον όλο τους τον εαυτό όμως κανείς δεν τον πιάνει κιόλας, κι έτσι απομένει πεσμένος κάπου ανάμεσα και πυργώνεται και στο τέλος τους εμποδίζει κι από πάνω να δουν και να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον."
ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΟΠΤΙΚΕΣ
 Είχαν ξεχάσει πια ο ένας τον άλλον. Το μακρύ μονοπάτι που, ανάμεσα από ψηλές αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, οδηγούσε σε μέρη απομακρυσμένα, τους έβγαλε απρόσμενα και ξαφνικά σ' ένα ψήλωμα, στο φως, κι έδειξε τους δυο νέους στη Φλωρεντία: παρ'τους. Και η πόλη από μάρμαρο πήρε το δώρο. Πήρε το αγόρι και πήρε την κοπέλα κι έτσι τους χώρισε. Γιατί ήτανε άλλη η Φλωρεντία που είχε αποπλανήσει τον καθένα τους. Πατρίδα της Σιμονέτα ήταν η πόλη του Μπεάτο Αντζέλικο κι εκείνη, λευκοντυμένη κι άφοβη τη διέσχιζε πηγαίνοντας στη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Ο νεαρός άνδρας με το σκούρο, στενό πορφυρό ρούχο έμοιαζε με τα απόκρημνα κάστρα της πόλης και ψήλωνε μαζί με τους άγρυπνους πύργους της. Τα χαρακτηριστικά του σταθεροποιήθηκαν, ωρίμασαν και τελειοποιήθηκαν σαν να τα σμίλευε σμίλη αόρατη. Κατόπτευε τον Άρνο κατά μήκος και αφουγκράστηκε με το βλέμμα καρφωμένο. Ύστερα είπε γεμάτος ένταση: "Κι ακόμα καπνίζει."
Η Σιμονέτα επέστρεψε στο γνώριμό της δρομάκι προς την εκκλησία, κάλεσε με δυνατή φωνή, μπερδεύτηκε και δεν τον βρήκε αμέσως τον Τζουλιάνο γιατί είχε γεράσει.
Εκείνος γέμισε ανυπομονησία και τέντωσε το χέρι, με δύναμη, σαν να 'θελε να εξακοντίσει βέλος από τόξο αόρατο: "Δεν το βλέπεις;"
Η κοπέλα τρόμαξε. Έστρεψε τα μάτια προς τα έξω, αβοήθητη, με βιάση, προς μια τυχαία κατεύθυνση.
Ψάχνοντας γύριζαν με το βλέμμα γύρω γύρω στους θόλους και τις μετόπες, φτάνοντας μέχρι πέρα τα βουνά του Φιέζολε που ακόμα χρύσιζαν, γέμισαν έγνοια και φόβο, απόστασαν και γύρισαν πίσω. Το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων τους έμοιαζε με σφυροκόπημα.
Ο Τζουλιάνο ξύπνησε, είδε πόσο απαίσια είχε καταδιώξει τα έρημα τα μάτια της. Και μετανιώνοντας έγινε νέος, όσο πιο νέος γινόταν. Κι η αγαπημένη, που το ένιωσε, ψήλωσε, απλώθηκε σχεδόν μητρικά περιβάλλοντάς τον.
Άδραξε ένα άγριο τριαντάφυλλο, το τράβηξε κοντά της δίχως να το κόψει και στο λευκό δοχείο που σχημάτιζαν τα πέταλα διάβασε τούτη τη σιγανή παράκληση: "Κάθε πληροφορία, να ξέρεις, για μένα είναι πολύτιμη. Τίποτε δεν μαθαίνω εδώ. Μα πες μου: τι εννοούσες; Δείξε μου τον καπνό που αντίκρισες, Βοήθα με να τον βρω και δίδαξέ με τι σημαίνει."
Κομπιάζοντας ο νέος της αφηγήθηκε: "Έγινε μια μεγάλη φωτιά στη Φλωρεντία. Ένας καλόγερος, μαύρος, διέσχιζε κάθε σοκάκι και δίδασκε: Μέσα σε καθετί που αγαπάτε πυρακτώνεται ο πειρασμός. Εγώ θα σας λυτρώσω από τη λάμψη."
Τότε ακούστηκε ο Άρνος να φουσκώνει.
Ο Τζουλιάνο κοίταξε κατά το δειλινό. Όλα εκεί ήταν μεγαλείο και σπατάλη. Σαν ντροπιασμένος εξακολούθησε να μιλά, αργά και δισταχτικά.
"Φέρανε στον καλόγερο ό,τι αγαπούσαν: ένα μικρό ξίφος, ένα βιβλίο αγαπημένο, μια βενετσιάνικη ζωγραφιά, χρυσάφι, πετράδια, περιδέραια..., πολλές γυναίκες μετάξι και πορφύρα και τα ίδια τα μαλλιά τους, κι όλα γίνανε παρανάλωμα μες στα σκληρά του χέρια." Η νεανική φωνή του αγρίεψε και έσβησε με τα λόγια: " και μετά τη φωτιά - καπνιά και στάχτη και φτώχεια."
Με το κεφάλι κατεβασμένο ο νέος βάδισε πιο κάτω. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις αναστολές του και να ομολογήσει πως είχε και ο ίδιος συνεισφέρει τα χρυσαφικά του για καυσόξυλα, δέκα μέρες νωρίτερα. Συνεσταλμένα βάδιζε αριστερά, στην άκρη του μονοπατιού. Στην άλλη άκρη, δεξιά βάδιζε η Σιμονέτα. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ο ήλιος έπεφτε πάνω του. Έγινε κάτι σαν ρεύμα ανάμεσα στους δυο τους. Το άκουγαν να κελαρύζει.
Ησυχία.
Ύστερα φώναξαν ο ένας τον άλλον. Βγαίνοντας ο καθένας τους από το φόβο και το μάγκωμα.
"Τζουλιάνο."
Ησυχία.
"Σιμονέτα."
Ησυχία. Το ρεύμα ολοένα και πλάταινε.
"Μη φοβάσαι", ήρθε από δεξιά η φωνή, από μακριά, απ' το βάθος.
Ησυχία. Μετά ακούστηκε από αριστερά:
"Τι σκέφτεσαι;"
"Τότε λοιπόν είναι φτωχοί τώρα οι άνθρωποι;"
"Ναι"
Κι από δεξιά: "Κι ο Θεός;"...
Κάτι από μέσα απ' τον νεαρό ακούστηκε να ουρλιάζει: "Ναι, κι ο Θεός." Κοντοστάθηκε, τρέκλισε, ψηλάφησε κι ύστερα τα δυο κορμιά ένιωσαν το ένα το άλλο κι απόμειναν σφιχταγκαλιασμένα, καταμεσής του δρόμου, σαν ένας άνθρωπος. Κρατήσανε τα μάτια τους κλειστά. Ήταν ακόμα αδύναμοι για να υπάρξουν κάπου αλλού μαζί, εκτός από τούτη την κοινή ελάχιστη νύχτα.
Μετά σκέφτηκε η Σιμονέτα: Πώς είσαι, αγαπημένε;
Και θολά αναρωτήθηκε ο Τζουλιάνο: Πώς να ονομάσω την ομορφιά σου;
Λύπη τους κυρίευσε· γιατί κανένας απ' τους δυο τους δεν είχε εικόνα του άλλου.
Εντέλει σήκωσαν ταυτόχρονα το βλέμμα - ψηλά, σαν να 'τανε να βρει τον ουρανό.
Τότε όμως βρέθηκαν και χαμογέλασαν καθώς αναγνωρίστηκαν. Σαν να 'λεγαν ο ένας στον άλλον με δυνατή φωνή: Πόσο είσαι βαθύς!
Κι ύστερα δεν υπήρχε πια δρόμος ανάμεσά τους ούτε ρεύμα.
Τα πέρατα εξακολούθησαν να βυθίζονται ολοένα στο ημίφως και γύρω τους απόμεινε ξύπνιος τόσος μονάχα κόσμος όσον χρειαζόντουσαν για να νιώσουν προστατευμένοι και μόνοι.
Αργότερα, όταν η κοπέλα άρχισε σιγά σιγά να κουράζεται, είπε: "Άκου, σήμερα θέλω σε κάποιον να σε πάω, αλλά δεν έχω μητέρα."
Είχαν αρχίσει κιόλας ν' ανάβουνε τ' αστέρια κι ο αιθέρας τρεμούλιαζε με τη μικρή χαρμόσυνη εσπερινή καμπάνα της εκκλησίας του Σαν Νικολό.
Εκείνος τότε παρακάλεσε: "Οδήγησέ με στον Θεό."
Εκείνη προπορεύτηκε στο δρόμο για την πύλη Σαν Νικολό κι έμοιαζε πλάι του σαν φως στην ψυχρή σκιά που έπεφτε στα σοκάκια. Πιασμένοι χερι χέρι, σάμπως να βρίσκονταν στην κεφαλή πομπής γιορταστικής ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του μικρού ναού. Στο εσωτερικό γονάτισαν ώρα πολλή μονάχοι κάτω από τους Πάντες. 
Κι ήταν τότε πολύ πλούσιος ο Θεός.
Rainer Maria Rilke,Κισμέτ, Μακρινές οπτικές (Fernsichten)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Αντιφάσεις


Romare Bearden
Tomorrow I May Be Far Away, 1967
" Καθημερινά ανακαλύπτουμε μέσα μας και γύρω μας αντιφάσεις. Λόγω αυτών των αντιφάσεων, υπάρχει έλλειψη ειρήνης μέσα μας αλλά και στο περιβάλλον που ζούμε. Βρισκόμαστε σε μία διαρκή κατάσταση άρνησης και συγκατάνευσης, φάσκουμε και αντιφάσκουμε, υπάρχει μέσα μας εκείνο που θα θέλαμε να είμαστε και εκείνο που είμαστε. Αυτή η κατάσταση αντίφασης δημιουργεί σύγκρουση και η σύγκρουση δε φέρνει ειρήνη, γεγονός απλό και προφανές. Αυτή την εσωτερική αντίφαση δεν θα πρέπει να τη μετατρέψουμε σε κάποιο είδος φιλοσοφικού δυϊσμού, γιατί αυτό είναι μια πολύ εύκολη φυγή. Που σημαίνει ότι με το να λέμε πως η αντίφαση είναι μια κατάσταση δυϊσμού, νομίζουμε ότι έχουμε λύσει το πρόβλημα, ενώ επαναλαμβάνουμε απλώς κάτι τετριμμένο και είναι ακόμα μια φυγή από την πραγματικότητα.
Τώρα: τι εννοούμε όταν λέμε "σύγκρουση', "αντίφαση"; γιατί υπάρχει μέσα μου αυτός ο αδιάκοπος αγώνας να γίνω κάτι άλλο από αυτό που είμαι; Είμαι τούτο και θέλω να γίνω εκείνο. Αυτή η αντίφαση μέσα μας είναι γεγονός και όχι μεταφυσικός δυϊσμός. Η μεταφυσική δεν παίζει κανένα ρόλο στην κατανόηση "εκείνου που είναι". Μπορούμε ίσως να συζητήσουμε, ας πούμε, για τον δυϊσμό, για το τι είναι, για το αν υπάρχει κ.λπ., αλλά τι αξία έχει αυτό αν δεν ξέρουμε ότι υπάρχει αντίφαση μέσα μας, δηλαδή τις συγκρουόμενες επιθυμίες μας, τα συγκρουόμενα ενδιαφέροντά μας και τις συγκρουόμενες επιδιώξεις μας; Θέλω να είμαι καλός και δεν μπορώ να είμαι. Αυτές οι αντιφάσεις, αυτές οι αντιθέσεις μέσα μας πρέπει να κατανοηθούν, γιατί δημιουργούν σύγκρουση· και με σύγκρουση και πάλη δεν μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί. Ας είμαστε ξεκάθαροι για την κατάσταση που γίνεται μέσα μας. Υπάρχει αντίφαση, επομένως δεν μπορεί παρά να υπάρχει πάλη, και η πάλη είναι καταστροφή, φθορά. Όντας σε αυτή την κατάσταση δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε τίποτε άλλο παρά ανταγωνισμό, πάλη, περισσότερη πίκρα, θλίψη.[...]
Όσο σκεφτόμαστε με βάση το χρόνο, με βάση την επιτυχία, την κοινωνική αναγνώριση, θα υπάρχει αντίφαση. Σε τελευταία ανάλυση, ο νους είναι προϊόν του χρόνου. Η σκέψη βασίζεται στο χθες, στο παρελθόν · και όσο η σκέψη λειτουργεί μέσα στο πεδίο του χρόνου, όσο σκεφτόμαστε μέσα στο πλαίσιο του "αύριο", του να γίνουμε κάτι ή κάποιοι, να αποκομίσουμε το κέρδος, να είμαστε επιτυχημένοι, πάντα θα υπάρχει αναγκαστικά αντίφαση, γιατί τότε είμαστε ανίκανοι να αντιμετωπίσουμε ακριβώς "εκείνο που είναι". Μόνο στη συνειδητοποίηση, στην κατανόηση, στην επίγνωση χωρίς επιλογές "εκείνου που είναι" υπάρχει δυνατότητα απελευθέρωσης απ' αυτόν τον παράγοντα ψυχολογικής κατάρρευσης που είναι η αντίφαση. Έτσι είναι ουσιαστικό να κατανοήσουμε όλη τη διαδικασία της σκέψης μας, γιατί εκεί βρίσκεται η αντίφαση. Η ίδια η σκέψη έχει γίνει μια αντίφαση, γιατί δεν έχουμε κατανοήσει το σύνολο των διαδικασιών του εαυτού μας. Και αυτή η κατανόηση είναι δυνατή μόνο όταν έχουμε πλήρη επίγνωση της σκέψης μας, όχι ως παρατηρητής που επεμβαίνει στη σκέψη του, αλλά συνολική επίγνωση χωρίς επιλογές - κάτι που είναι εξαιρετικά επίπονο. Τότε μόνο υπάρχει η διάλυση της αντίφασης μέσα μας, που είναι τόσο βλαβερή, τόσο οδυνηρή."
Κρισναμούρτι, Η χαρά της ελευθερίας, απόσπ. από το κεφ. Αντιφάσεις


Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Τόκος ἐν τῷ καλῷ


Αντόνιο Κανόβα, Psyché ranimée par le baiser de l'Amour.
Στο παρακάτω απόσπασμα από το "Συμπόσιον" του Πλάτωνα, συζητούν ο Σωκράτης με τη Διοτίμα. Μέσα από τα λόγια της Διοτίμας εκφράζονται οι απόψεις του Σωκράτη για τον Έρωτα.

Σύμφωνα  με τη Διοτίμα , ο έρως στην πραγματικότητα δεν είναι η σαρκική επιθυμία (Ίμερος), αλλά είναι η ανάγκη του ανθρώπου να αποχτήσει κάτι που δεν έχει, όχι αναγκαστικά ένα σώμα, αλλά κάτι που αποχτώντας το συμπληρώνει τον εαυτό του. Μοιάζει να ξεκινάει από τη γενετήσια ορμή η οποία οδηγεί στη …γέννα μέσα στην …ομορφιά (τόκος ἐν τῷ καλῷ /  καλός= ωραίος). Ο άνθρωπος ψάχνει να βρει, να γεννάει διαρκώς μέσα στην  ομορφιά, ἐν τῷ καλῷ. Πιο απλά, όταν στρέφεται προς ένα ωραίο σώμα – πρόσωπο, το κάνει γιατί θεωρεί ότι πίσω από αυτό υπάρχει μια ωραία ψυχή. Αυτό που λείπει από τον άνθρωπο, δεν είναι υποχρεωτικά ένας άλλος άνθρωπος. Εκείνο που πραγματικά του λείπει είναι η γνώση. Έτσι προκειμένου να βρει τη γνώση γίνεται αιώνιος εραστής. 

 "ΚΕΦ. 24. ΣΩ. Ἄς εἶναι ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητὴ μου, γιατὶ καλὰ τὰ λές. Ἀφοῦ ὅμως εἶναι τέτοιος ὁ Ἔρωτας, σὲ τὶ εἶναι χρήσιμος στοὺς ἀνθρώπους;
    ΔΙ. Μετὰ ἀπ᾿ ὅσα εἴπαμε Σωκράτη, θὰ προσπαθήσω νὰ σὲ διδάξω καὶ αὐτό. Εἶναι λοιπὸν τέτοιος καὶ ἔτσι ἔχει δημιουργηθεῖ ὁ Ἔρωτας, καὶ μάλιστα εἶναι γιὰ τὰ ὡραῖα, ὅπως λὲς ἐσύ. Ἂν ὅμως μᾶς ρωτήσει κάποιος: γιὰ ποιὰ ὡραῖα εἶναι ὁ Ἔρωτας, Σωκράτη καὶ Διοτίμα; τὸ ἑξῆς ρωτῶ ἀκόμη πιὸ σαφέστερα· αὐτὸς ποὺ ἐρωτεύεται τὰ ὡραῖα τὶ ἐρωτεύεται;

    ΣΩ. Νὰ συμβοῦν στὸν ἑαυτὸ του.

    ΔΙ. Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅμως, προκαλεῖ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση· καὶ τὶ θὰ δημιουργηθεῖ μέσα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ συμβοῦν τὰ καλά;

    ΣΩ. Δὲν εἶμαι ἀκόμη ἕτοιμος, νὰ ἀπαντήσω πρόχειρα σὲ μιὰ τέτοια ἐρώτηση.

    ΔΙ. Ἀλλὰ προσπάθησε, ὅπως ἀκριβῶς ἂν ἄλλαζε κάποιος τὶς λέξεις καὶ ἀντὶ τοῦ καλοῦ χρησιμοποιοῦσε τὸ ἀγαθό, ὑπόθεσε Σωκράτη ὅτι σὲ ρωτοῦσε· αὐτὸς ποὺ ἐρωτεύεται τὰ ἀγαθὰ, τὶ ἐρωτεύεται;

    ΣΩ. Νὰ συμβοῦν στὸν ἑαυτὸ του.

    ΔΙ. Καὶ τὶ θὰ δημιουργηθεῖ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ συμβοῦν τὰ ἀγαθά;

    ΣΩ. Σ᾿ αὐτὸ, εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἀπαντήσω, ὅτι θὰ εἶναι εὐδαίμονας.

    ΔΙ. Μὲ τὴν ἀπόκτηση λοιπὸν τῶν ἀγαθῶν, οἱ εὐδαίμονες γίνονται εὐδαίμονες, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ρωτήσω, λόγου χάριν, γιατὶ θέλει νὰ εἶναι εὐδαίμονας αὐτὸς ποὺ τὸ θέλει, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση ὁλοκληρώθηκε.

    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.

    ΔΙ. Γι᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν ἔρωτα, τὶ ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει; νομίζεις ὅτι εἶναι κοινὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ θέλουν νὰ τοὺς συμβαίνουν τὰ ἀγαθὰ αἰωνίως; ἤ μᾶλλον, πῶς τὸ ἐννοεῖς;

    ΣΩ. Μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι κοινὸς σὲ ὅλους.

    ΔΙ. Λοιπὸν Σωκράτη, ἐὰν βέβαια ὅλοι ἐρωτεύονται τὰ ἴδια πράγματα καὶ πάντα, τότε γιατὶ λέμε ὅτι δὲν εἶναι ὅλοι ἐρωτευμένοι, ἀλλὰ λέμε ὅτι ἄλλοι εἶναι ἐρωτευμένοι καὶ ἄλλοι ὄχι;

    ΣΩ. Ἀπορῶ κι ἐγώ.

    ΔΙ. Μὴν ἀπορεῖς· διότι ξεχωρίζοντας κάποιο εἶδος τοῦ ἔρωτα καὶ δίνοντάς του τὸ ὄνομα τοῦ συνόλου, τὸ ὀνομάζομε ἔρωτα, ἐνῶ στὰ ὑπόλοιπα εἴδη χρησιμοποιοῦμε διαφορετικὰ ὀνόματα.

    ΣΩ. Καὶ πῶς γίνεται αὐτό;

    ΔΙ. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ποίηση. Γνωρίζεις βέβαια, ὅτι ἡ ποίηση εἶναι μιὰ πολὺ πλατειὰ ἔννοια· διότι ἡ κάθε αἰτία ποὺ φέρνει ὁτιδήποτε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη εἶναι ποίηση· ὥστε καὶ οἱ ἐργασίες σὲ ὅλες τὶς τέχνες εἶναι ποιήσεις καὶ ὅλοι οἱ δημιουργοὶ τους εἶναι ποιητές.

    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.

    ΔΙ. Γνωρίζεις ὅμως, ὅτι δὲν καλοῦνται ὅλοι ποιητὲς, ἀλλὰ ἔχουν διαφορετικὰ ὀνόματα· καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν ποίηση ξεχωρίστηκε μόνο ἕνα πολὺ μικρὸ μέρος (αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴ μουσικὴ καὶ στὸν ἔμμετρο λόγο) καὶ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ συνόλου. Διότι μόνο αὐτὸ ὀνομάζεται ποίηση, καὶ ὅσοι ἔχουν αὐτὸ τὸ μόριο τῆς ποίησης, λέγονται ποιητές.

    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.

    ΔΙ. Ἔτσι λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἔρωτα· σὲ  γενικές γραμμὲς, εἶναι κάθε ἐπιθυμία τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς εὐδαιμονίας, ὁ πιὸ μεγάλος καὶ δολερὸς ἔρωτας γιὰ κάθε τι. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἀσχολοῦνται μαζὶ του μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, εἴτε μὲ τὴν οἰκονομία εἴτε μὲ τὴ γυμναστικὴ εἴτε μὲ τὴ φιλοσοφία, οὔτε ἐρωτευμένοι λέμε ὅτι εἶναι οὔτε ἐραστές. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνται ἰδιαίτερα μὲ ἕνα συγκεκριμένο εἶδος, παίρνουν τὸ συνολικὸ ὄνομα τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ ἐρωτευμένου καὶ τοῦ ἐραστῆ.

    ΣΩ. Πραγματικὰ λὲς τὴν ἀλήθεια.

    ΔΙ. Καὶ ὑπάρχει κάποιος λόγος, βέβαια, ποὺ λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὸ “ἕτερον ἥμισυ” αὐτοὶ ἐρωτεύονται· ὁ δικὸς μου ὅμως λόγος, ἀγαπητὲ φίλε, λέει ὅτι ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἀναζήτηση τοῦ μισοῦ οὔτε τοῦ ὅλου, ἂν δὲν ἐπιδιώκεται τὸ ἀγαθό· διότι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς κοποῦν καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἂν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι βλαβερά. Νομίζω δηλαδή, ὅτι δὲν ὑπολογίζουν οὔτε τὰ ἀποκλειστικὰ δικὰ τους, ἐκτὸς ἐὰν κάποιος θεωρεῖ ὅτι τὸ ἀγαθὸ εἶναι φιλικὸ καὶ ἀποκλειστικὰ δικὸ του, ἐνῶ τὸ κακὸ εἶναι ξένο· ἐπειδὴ βέβαια, τίποτα ἄλλο δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐρωτεύονται οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Ἤ μήπως σοῦ φαίνεται ὅτι ἐρωτεύονται κάτι ἄλλο;

    ΣΩ. Μὰ τὸ Δία, ὄχι βέβαια.

    ΔΙ. Ἆρα λοιπόν, μποροῦμε νὰ λέμε ἔτσι ἁπλὰ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐρωτεύονται τὸ ἀγαθό;

    ΣΩ. Ναί.

    ΔΙ. Καὶ τὶ λοιπόν; Δὲν πρέπει νὰ προσθέσωμε, ὅτι ἐρωτεύονται τὸ ἀγαθὸ νὰ γίνει δικὸ τους;

    ΣΩ. Πρέπει νὰ τὸ προσθέσωμε.

    ΔΙ. Καὶ ὄχι μόνο νὰ γίνει δικὸ τους, ἀλλὰ καὶ νὰ παραμείνει γιὰ πάντα;

    ΣΩ. Ἄς προστεθεῖ καὶ αὐτό.

    ΔΙ. Ἆρα  καταλήγομε στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἐπιδίωξη νὰ γίνει γιὰ πάντα δικὸ τους τὸ ἀγαθό.

    ΣΩ. Λὲς πραγματικὰ τὴν ἀλήθεια.

      

ΚΕΦ. 25. ΔΙ. Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὴ εἶναι πάντα ἡ ἐπιδίωξη τοῦ ἔρωτα, μὲ ποιὸ τρόπο αὐτοὶ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸ ἀγαθό, καὶ σὲ ποιὰ πράξη, ὁ πόθος καὶ ἡ ἔντονη διάθεση τους, θὰ ὀνομαζόταν ἔρωτας; σὰν τὶ μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; ἔχεις κάτι νὰ πεῖς;

    ΣΩ. Τότε δὲν θὰ σὲ θαύμαζα γιὰ τὴ σοφία σου Διοτίμα, οὔτε θὰ σπούδαζα κοντὰ σου γιὰ νὰ μάθω αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ μὲ ρωτᾷς.

    ΔΙ. Θὰ σοῦ πῶ λοιπὸν ἐγώ. Εἶναι ὁ τόκος μέσα στὸ καλὸ καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή.

    ΣΩ. Αὐτὰ ποὺ λές Διοτίμα, χρειάζονται μαντικὲς ἱκανότητες καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνω.

    ΔΙ. Θὰ μιλήσω λοιπὸν μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια. Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι Σωκράτη, κυοῦν  καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ὅταν ὅμως φτάσουν σὲ κάποια ἡλικία, ἡ φύση μας ἐπιθυμεῖ νὰ τεκνοποιήσει. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τεκνοποιήσει μέσα στὸ αἰσχρό, ἀλλὰ μόνο μέσα στὸ καλό. Δηλαδή, ἡ συνουσία τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶναι τόκος. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι θεϊκό, καὶ μέσα στὸ θνητὸ ζῶο μόνο αὐτὸ ὑπάρχει ἀθάνατο, ἡ κύηση καὶ ἡ γέννηση. Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ δημιουργηθοῦν μέσα στὸ ἀνάρμοστο. Καὶ ἀναρμοστο σὲ κάθε θεϊκό εἶναι τὸ αἰσχρὸ, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει εἶναι τὸ ὡραῖο. Στὴ γέννηση λοιπὸν, ἡ Καλλονὴ παίζει τὸ ρόλο τῆς Μοίρας καὶ τῆς Εἰλείθυιας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ κυεῖ ὅταν πλησιάζει στὸ ὡραῖο, γίνεται ὁλόχαρο καὶ εὐφραινόμενο διαχύνεται καὶ τίκτει καὶ γεννᾷ, ἐνῶ ὅταν πλησιάζει στὸ αἰσχρό, τότε σκυθρωπὸ καὶ λυπημένο συσπειρώνεται καὶ ἀποφεύγει καὶ ἀπομακρύνεται καὶ δὲν γεννᾷ, ἀλλὰ συγκρατεῖται καὶ μὲ δυσκολία ἀντέχει τὸ κύημα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ δημιουργεῖται μεγάλη ἔξαψη γιὰ τὸ ὡραῖο σ᾿ αὐτὸν ποὺ κυεῖ καὶ εἶναι στὶς ὁρμὲς του· ἐπειδὴ τὸν ξαλαφρώνει ἀπὸ μεγάλο πόνο. Ὁ ἔρωτας λοιπὸν Σωκράτη, δὲν εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀπόκτησης τοῦ ὡραίου, ὅπως νομίζεις ἐσύ.

    ΣΩ. Καὶ τότε τὶ εἶναι;

    ΔΙ. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς γέννησης καὶ τοῦ τόκου μέσα στὸ ὡραῖο.

    ΣΩ. Ἄς εἶναι ἔτσι.

    ΔΙ. Καταλαβαίνεις λοιπόν, γιατὶ εἶναι τῆς γέννησης; διότι ἡ γέννηση καθιστᾷ τὸ θνητὸ ἀειγενὲς καὶ ἀθάνατο. Καὶ σύμφωνα μὲ ὅσα ἔχομε ὡμολογήσει εἶναι ἀναγκαῖο μαζὶ μὲ τὸ ἀγαθὸ νὰ ἐπιδιώκεται ἡ ἀθανασία, ἐὰν βέβαια ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ γιὰ πάντα. Καταλήγομε λοιπὸν στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀθανασίας.
ΚΕΦ. 26. Ποιὰ νομίζεις ὅμως, Σωκράτη, ὅτι εἶναι ἡ αἰτία αὐτοῦ τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἐπιθυμίας; ἤ μήπως δὲν αἰσθάνεσαι τὴν φοβερὴ διάθεση ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ θηρία, ὅταν τοὺς ἔρθει ἡ ἐπιθυμία νὰ γεννήσουν, εἴτε αὐτὰ ποὺ περπατοῦν εἴτε αὐτὰ ποὺ πετοῦν, ὅτι ἀρρωσταίνουν ἀπὸ ἐρωτικὴ διάθεση, πρῶτον μὲν γιὰ νὰ ζευγαρώσουν μεταξὺ τους καὶ ἔπειτα γιὰ νὰ βροῦν τροφὴ στὸ νεογέννητο; καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιμα ἀκόμη καὶ τὰ ἀσθενέστερα νὰ δώσουν μάχη μὲ τὰ ἰσχυρότερα καὶ νὰ πεθάνουν γιὰ χάρη τους; ἤ μήπως δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ὑπολογίζουν ἀκόμη καὶ τὴν πεῖνά τους προκειμένου νὰ τὰ μεγαλώσουν, ἀλλὰ κάνουν καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο γι᾿ αὐτά; διότι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ σκεφθεῖ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τὰ κάνουν αὐτὰ ἐξ αἰτίας τῆς λογικῆς τους· ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ αἰτία, ὥστε τὰ θηρία νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐρωτικὴ διάθεση; ἔχεις κάτι νὰ πεῖς;

    ΣΩ. Πάλι θὰ σοῦ ἀπαντήσω, ὅτι δὲν ξέρω.

    ΔΙ. Σοῦ περνᾷ ἡ ἰδέα λοιπόν, ὅτι θὰ γίνεις κάποτε δεινὸς στὰ ἐρωτικά, ἐὰν δὲν καταλαβαίνεις αὐτά;

    ΣΩ. Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπητὴ Διοτίμα ἦρθα κοντὰ σου, ὅπως σοῦ ἔλεγα καὶ προηγουμένως, ἐπειδὴ κατάλαβα ὅτι χρειάζομαι δασκάλους. Πὲς μου λοιπὸν τὴν αἰτία καὶ αὐτῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων γύρω ἀπὸ τὰ ἐρωτικά.

    ΔΙ. Ἂν πιστεύεις ὅτι ὁ ἔρωτας ἀπό τὴ φύση του εἶναι ἐκείνου, ποὺ μέχρι τώρα πολλές φορὲς ὡμολογήσαμε, μὴν ἀπορεῖς. Διότι κι ἐδῶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἡ θνητὴ φύση ἀναζητᾷ νὰ παραμείνει ὅσο τὸ δυνατὸν παντοτινὴ καὶ ἀθάνατη. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει μόνο μὲ τὴ γέννηση, διότι πάντοτε ἀφήνει στὴ θέση τοῦ παλιοῦ ἕνα ἄλλο νέο, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κάθε ζῶο λέμε ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ διατηρεῖ τὸ εἶδος του· ὅπως λέμε καὶ ὅτι κάποιος εἶναι ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία μέχρι νὰ γίνει γέρος· αὐτὸς λοιπόν, ἂν καὶ ποτὲ δὲν διατηρεῖ τὰ ἴδια στοχεῖα στὸν ἑαυτὸ του, λέμε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος· ὅταν ὅμως ἀνανεώνεται, χάνει τὰ παλιὰ στοιχεῖά του σχετικὰ μὲ τὶς τρίχες καὶ τὴ σάρκα καὶ τὰ ὀστᾶ καὶ τὸ αἷμα καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Καὶ ὄχι μόνο σχετικὰ μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ψυχή· δηλαδή, οἱ τρόποι, τὰ ἤθη, οἱ ἀπόψεις, οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ἡδονές, οἱ λῦπες, οἱ φόβοι οὐδέποτε παραμένουν τὰ ἴδια στὸν καθένα μας, ἀλλὰ μερικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ δημιουργοῦνται καὶ μερικὰ χάνονται. Ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὶς ἐπιστῆμες· ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἄλλες δημιουργοῦνται καὶ ἄλλες χάνονται μέσα μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν εἴμαστε ποτὲ οἱ ἴδιοι οὔτε σχετικὰ μὲ τὶς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ κάθε μία ἐπιστήμη χωριστὰ παθαίνει τὸ ἴδιο. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη χάνεται, ἐπιβάλλεται νὰ μελετᾶμε· διότι ἡ λήθη εἶναι ἔξοδος τῆς ἐπιστήμης, ἡ μελέτη ὅμως δημιουργεῖ καινούργια μνήμη ἀντὶ τῆς χαμένης καὶ ἔτσι διασώζει τὴν ἐπιστήμη, ὥστε νὰ θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἡ ἴδια. Μόνο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, λοιπόν, διασώζεται ὁλόκληρο τὸ θνητὸ γένος, ὄχι δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ εἶναι αἰώνια τὸ ἴδιο, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸθ εϊκό, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείπει νέο ἴδιο μὲ τὸν ἑαυτὸ του, αὐτὸ ποὺ παλιώνει καὶ φεύγει. Μ᾿ αὐτὴ τὴ διαδικασία, Σωκράτη, τὸ θνητὸ μετέχει στὴν ἀθανασία, καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα· ἐνῶ τὸ ἀθάνατο μὲ ἄλλη. Μὴν ἀπορεῖς, λοιπόν, ἂν τὸ καθένα ἐκ φύσεως ἀγαπᾷ τὸ δικὸ του δημιούργημα. Διότι, πρὸς χάριν τῆς ἀθανασίας ὑπάρχει στὸ καθένα αὐτὸς ὁ πόθος καὶ ἡ ἐρωτικὴ προδιάθεση.

        ΚΕΦ. 27 ΣΩ. (μὲ θαυμασμό). Ὦ σοφὴ Διοτίμα, στ᾿ ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι ὅλα αὐτὰ;

    ΔΙ. Καλὰ κατάλαβες, Σωκράτη· ἐπειδὴ, ἂν ρίξεις μιὰ ματιά καὶ στὴ φιλοδοξία τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐκπλαγεῖς ἀπὸ τὸν παραλογισμό, ὅταν θυμηθεῖς μὲ πόση μανία ἐπιδιώκουν νὰ γίνουν ξακουστοὶ καὶ δ ό ξ α ἀ θ ά ν α τ η ν' ἀ φ ή σ ο υ ν ε γ ι ὰ π ά ν τ α, καὶ ὅλοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ διακινδυνεύσουν πολὺ περισσότερο γιὰ τὴ δόξα παρὰ γιὰ τὰ παιδιὰ τους, καὶ χρήματα νὰ σπαταλήσουν καὶ νὰ πονέσουν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνουν. Μήπως νομίζεις, ὅτι θὰ πέθαινε ἡ Ἄλκιστη γιὰ χάρη τοῦ Ἄδμητου, ἤ ὅτι ὁ Ἀχιλλέας θὰ πέθαινε μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάτροκλου, ἤ ὅτι θὰ σκοτωνόταν ὁ Κόδρος γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τῶν παιδιῶν του, ἂν δὲν πίστευαν ὅτι θὰ μείνει ἀθάνατη ἡ μνήμη γιὰ τὴν ἀρετὴ τους, τὴν ὁποία ἔχομε τώρα ἐμεῖς; Ὄχι βέβαια· ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κάνουν γιὰ χάρη τῆς ἀθάνατης ἀρετῆς καὶ τῆς ἔνδοξης φήμης· καὶ ὅσο πιὸ ἀγαθοὶ εἶναι, τόσο περισσότερο ἐνεργοῦν ἔτσι, διότι ἐρωτεύονται τὴν ἀθανασία. Ὅσοι λοιπὸν ἐγκυμονοῦν σωματικά, στρέφονται περισσότερο πρὸς τὶς γυναῖκες καὶ ἐρωτοτροποῦν, ἐπειδὴ νομίζουν ὅτι μὲ τή γέννηση παιδιῶν θὰ ἀποκτήσουν στὸ μέλλον ἀθανασία καὶ μνήμη καὶ εὐδαιμονία. Ὅσοι πάλι ἐγκυμονοῦν ψυχικά ― διότι ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κυοῦν πολὺ περισσότερο στὶς ψυχὲς παρὰ στὰ σώματα ― θὰ γεννήσουν ἐκεῖνα ποὺ ἁρμόζουν στὴν ψυχή νὰ κυεῖ καὶ νὰ τίκτει· καὶ αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν στὴν ψυχὴ, εἶναι ἡ φρόνηση καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἀρετὴ· οἱ γεννήτορες αὐτῶν, εἶναι ὅλοι οἱ ποιητὲς καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς λέγονται ὅτι εἶναι ἐφευρέτες· ὅμως πολὺ ἀνώτερη καὶ ὡραιότερη ἀρετὴ ἀπὸ τὴ φρόνηση, εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀργανώνει τὶς πολιτεῖες καὶ τὴν κατοίκισή τους, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα εἶναι σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη. Αὐτὲς τὶς ἀρετὲς λοιπόν, ὅταν ἀπὸ νέος τὶς ἐγκυμονεῖ κάποιος ποὺ ἔχει θεϊκὴ ψυχή, καὶ μόλις φτάσει ἡ ἡλικία ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τίκτει καὶ νὰ γεννήσει, νομίζω ὅτι ἀρχίζει νὰ περιφέρεται ἀναζητῶντας τὸ καλὸ μέσα στὸ ὁποῖο θὰ γεννήσει· διότι μέσα στὸ ἄσχημο οὐδέποτε θὰ γεννήσει. Κατὰ τὴν κύηση λοιπόν, ἀποδέχεται τὰ ὡραῖα σώματα περισσότερο παρὰ τὰ ἄσχημα, ἐὰν ὅμως μέσα σ᾿ αὐτὰ συμπτωματικὰ ὑπάρχει ψυχὴ εὐγενικὴ καὶ γενναία καὶ εὐφυὴς, τότε ἀποδέχεται πολὺ περισσότερο αὐτὸ τὸ συνδυασμὸ. Ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο, ἀμέσως τὸν ἐμπλουτίζει μὲ λόγια γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γύρω ἀπὸ τὸ πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται καὶ μὲ τὶ νὰ ἀσχολεῖται ὁ ἀγαθὸς ἄνδρας, καὶ γενικὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν ἐκπαιδεύσει. Διότι νομίζω, ὅταν ἔλθει σὲ ἐπαφή μὲ τὸ καλὸ καὶ ὅταν τοῦ μιλάει, αὐτὰ ποὺ κυοῦσε ἀπὸ παλιὰ, τὰ τίκτει καὶ τὰ γεννᾷ, καὶ τὰ σκέφτεται εἴτε εἶναι παρὼν εἴτε ἀπουσιάζει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε τὸ διαμορφώνει ἀπὸ κοινοῦ μ᾿ ἐκεῖνον. Ὥστε, αὐτοὶ διατηροῦν μεταξὺ τους πολὺ μεγαλύτερη ἐπικοινωνία ἀπὸ τὴν παιδικὴ καὶ πολὺ πιὸ σταθερὴ φιλία, διότι ἔχουν ἐνωθεῖ καὶ μὲ πιὸ ὄμορφα καὶ μὲ πιὸ ἀθάνατα παιδιὰ. Καὶ ὁ καθένας, θὰ προτιμοῦσε νὰ ἔχει γεννήσει τέτοια παιδιά, παρὰ ἀνθρώπινα. Κι ἂν ρίξεις μιὰ ματιὰ στὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ἡσίοδο καὶ τοὺς ἄλλους ἀγαθοὺς ποιητές θὰ τοὺς ζηλέψεις, γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήνουν πίσω τους, ἐπειδή, σὰν τέτοια ποὺ εἶναι, τοὺς παρέχουν ἀθάνατη δόξα καὶ μνήμη. Ἂν θέλεις πάλι, κοίταξε τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησε ὁ Λυκοῦργος στὴ Σπάρτη καὶ στοὺς Σπαρτιᾶτες, γιὰ νὰ μὴν πῶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σὲ σᾶς ὅμως εἶναι τιμημένος ὁ Σόλωνας γιὰ τὴ γέννηση τῶν νόμων, ἀλλά καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνδρες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν βαρβάρων, ἔχουν ἀφήσει πολλὰ καὶ ὡραῖα ἔργα, ποὺ γέννησαν κάθε εἴδους ἀρετή. Σ᾿ αὐτοὺς, ἤδη ἔχουν ἀφιερωθεῖ πολλὰ ἱερὰ ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν παιδιῶν, ἐνῶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα παιδιὰ τους, κανένα μέχρι σήμερα.


        ΚΕΦ. 28. Σ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐρωτικὰ, Σωκράτη, ἴσως θὰ μποροῦσες καὶ σὺ νὰ μυηθεῖς. Τὰ τέλεια ὅμως καὶ ἐποπτικά μυστήρια (δηλ. τὰ ἀνώτατα), ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὑπάρχουν καὶ αὐτὰ, δὲν γνωρίζω ἂν μπορέσεις νὰ τὰ παρακολουθήσεις, ἂν κάποιος τὰ παρουσιάσει μὲ ἀκρίβεια, ἐγὼ ὅμως θὰ σοῦ τὰ πῶ καὶ δὲν θὰ μοῦ λείψει ἡ προθυμία. Προσπάθησε λοιπὸν ὅσο μπορεῖς νὰ παρακολουθήσεις. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὴ σωστὴ πορεία σχετικὰ μ᾿ αὐτὴ τὴ δραστηριότητα, ἐπιβάλλεται νὰ ἀρχίσει ἀπ᾿ ὅταν εἶναι νέος νὰ πλησιάζει τὰ ὡραῖα σώματα καὶ, ἐὰν τὸν καθοδηγεῖ σωστά ὁ καθοδηγητὴς του, θὰ πρέπει ἀρχικὰ νὰ ἐρωτευθεῖ ἕνα σῶμα καὶ σ᾿ αὐτὸ νὰ γεννᾷ ὡραίους λόγους καὶ στὴ συνέχεια, θὰ πρέπει ὁ ἴδιος νὰ κατανοήσει, ὅτι τὸ κάλλος ὁποιουδήποτε σώματος καὶ τὸ κάλλος ποὺ ὑπάρχει σὲ κάποιο ἄλλο σῶμα, ἔχουν ἀδελφικὴ σχέση μεταξύ τους. Καὶ ἂν πρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὸ ὡραῖο στὸ σύνολό του, θὰ εἶναι μεγάλη ἀνοησία ἂν δὲν σκέφτεται ὅτι τὸ κάλλος σὲ ὅλα τὰ σώματα, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ κατανοήσει αὐτὸ, θὰ πρέπει νὰ γίνει ἐραστὴς ὅλων τῶν ὡραίων σωμάτων, ἐνῶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἑνὸς σώματος νὰ τὴν θεωρήσει μικρῆς ἀξίας καὶ μὲ σφοδρότητα νὰ τὴν ἀποβάλει καὶ νὰ τὴν περιφρονήσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, θὰ πρέπει νὰ σκεφθεῖ ὅτι τὸ κάλλος τῶν ψυχῶν ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὸ κάλλος τῶν σωμάτων, ὁπότε, θὰ πρέπει νὰ ἀρκεσθεῖ καὶ νὰ ἐρωτευθεῖ κάποιον ποὺ ἔχει ψυχικὴ ὀμορφιὰ ἀκόμη καὶ ἂν ἔχει ἀσήμαντο σωματικὸ κάλλος, καὶ νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ ἀναζητᾷ καὶ νὰ τίκτει τέτοιους λόγους ποὺ βελτιώνουν τοὺς νέους, γιὰ νὰ ἀναγκασθεῖ ἀκόμη νὰ παρατηρήσει τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὑπάρχει στὰ ἐπιτηδεύματα26 καὶ στοὺς νόμους καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν καθολικὴ συγγένειά τους μὲ τὴν ψυχικὴ ὀμορφιά, ὥστε νὰ θεωρήσει ὅτι τὸ σωματικὰ ὡραῖο εἶναι ἀνάξιο λόγου. Μετὰ ἀπὸ τὰ ἐπιτηδεύματα νὰ ὁδηγηθεῖ πρὸς τὶς ἐπιστῆμες, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ κάλλος τῶν ἐπιστημῶν, καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀφθονία τοῦ ὡραίου, νὰ μὴν ξαναενδιαφερθεῖ γι᾿ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἕνα, ἀγαπῶντας τὸ κάλλος ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ἤ κάποιου ἀνθρώπου ἤ ἑνὸς ἐπιτηδεύματος, ὅπως ὁ ζητιάνος ποὺ εἶναι ἄθλιος καὶ μικροπρεπής, ἀλλὰ στρέφοντας καὶ ἀτενίζοντας πρὸς τὸ ἀπέραντο πέλαγος τοῦ ὡραίου νὰ τίκτει λόγους ὡραίους καὶ μεγαλοπρεπεῖς καὶ σκέψεις μὲ φιλοσοφικὸ περιεχόμενο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ πρέπει νὰ παραμείνει γιὰ νὰ δυναμώσει καὶ νὰ ὡριμάσει, μέχρι νὰ καταφέρει νὰ δεῖ κάποια ἐπιστήμη ποὺ εἶναι μία καὶ μοναδική, δηλαδὴ τὴν ἐπιστήμη ποὺ ἀναφέρεται σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὡραῖο. Προσπάθησε ὅμως, ὅσο σοῦ εἶναι δυνατόν, νὰ δώσεις ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸ συλλογισμὸ μου.


        ΚΕΦ. 29. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θὰ διαπαιδαγωγηθεῖ στὰ ἐρωτικὰ μυστήρια μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, παρακολουθῶντας διαδοχικὰ καὶ μὲ σωστὸ τρόπο τὰ ὡραῖα, ὅταν θὰ ἔχει φθάσει ἤδη στὸ τέλος τῶν ἐρωτικῶν, ξαφνικὰ θὰ ἀντικρύσει κάτι ἐκπληκτικὰ ὡραῖο ὡς πρὸς τὴν φύση, αὐτὸ ἀκριβῶς, Σωκράτη, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου προηγήθηκαν καὶ ὅλες οἱ ἐπίπονες προσπάθειες, τὸ ὁποῖο κατ᾿ ἀρχὴν ὑπάρχει αἰώνια καὶ οὔτε γίνεται οὔτε χάνεται, οὔτε αὐξάνεται οὔτε ἐλαττώνεται, ἔπειτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ μιὰ ὡραῖο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄσχημο, οὔτε ἄλλοτε μὲν εἶναι ὡραῖο καὶ ἄλλοτε ὄχι, οὔτε σὲ σχέση μὲ τὸ ὡραῖο, οὔτε σὲ σχέση μὲ τὸ ἄσχημο. Οὔτε ἀλλοῦ εἶναι ὡραῖο κι ἀλλοῦ ἄσχημο, οὔτε γιὰ κάποιους εἶναι ὡραῖο καὶ γιὰ κάποιους ἄσχημο, οὔτε πάλι τὸ ὡραῖο θὰ τοῦ φανεῖ ὅτι μοιάζει μὲ κάποιο πρόσωπο οὔτε μὲ χέρια οὔτε μὲ κανένα ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχει τὸ σῶμα, οὔτε σὰν κάποιος λόγος οὔτε σὰν κάποια ἐπιστήμη, οὔτε σὰν κάτι ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ ἄλλο, ὅπως γιὰ παράδειγμα μέσα σὲ ζῶο ἤ μέσα στὴ γῆ ἤμέσα στὸν οὐρανὸ ἤ μέσα σὲ κάποιο ἄλλο, ἀλλὰ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ μεθ’ αὑτοῦ  μονοειδὲς, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια· ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα ὡραῖα συμμετέχουν σ᾿ ἐκεῖνο μὲ ἕνα τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅταν τὰ ἄλλα γίνονται καὶ χάνονται, ἐκεῖνο νὰ μὴ γίνεται καθόλου περισσότερο ἤ λιγότερο, οὔτε νὰ παθαίνει τίποτα ἄλλο· κάποιος λοιπὸν ποὺ ξεκινᾷ ἀπ᾿ αὐτὰ γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ μὲ τὸ σωστὸ τρόπο στὴν παιδεραστία, ὅταν ἀρχίσει νὰ ἀντικρύζει ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο, τότε σχεδὸν ἀγγίζει τὸ τέλειο. Αὐτὸ σημαίνει τὸ νὰ προσεγγίσει κάποιος μὲ τὸ σωστὸ τρόπο τὰ ἐρωτικὰ ἤ νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ ἄλλον· ἀρχίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἐδῶ ὡραῖα, πάντα νὰ ἐπανέρχεται ἐξ αἰτίας ἐκείνου τοῦ ὡραίου, ἀκριβῶς σὰν νὰ χρησιμοποιεῖ σκαλοπάτια, ἀπὸ τὸ ἕνα στὰ δύο καὶ ἀπὸ τὰ δύο σὲ ὅλα τὰ ὡραῖα σώματα, καὶ ἀπὸ τὰ ὡραῖα σώματα στὰ ὡραῖα ἐπιτηδεύματα, καὶ ἀπὸ τὰ ὡραῖα ἐπιτηδεύματα στὰ ὡραῖα μαθήματα, ὥσπου ἀπὸ τὰ μαθήματα νὰ καταλήξει σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μάθημα, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι μάθημα κανενὸς ἄλλου ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἴδιου τοῦ ὡραίου, καὶ καταλήγοντας, νὰ γνωρίσει αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγματικὰ ὡραῖο. Σ᾿ αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς, ἀγαπητὲ φίλε Σωκράτη, ὅσο σὲ καμμιὰ ἄλλη, ἀξίζει νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀντικρύσει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὡραῖο, τὸ ὁποῖο ἐὰν τύχει κάποτε νὰ τὸ δεῖς, οὔτε σὰν τὸ χρυσάφι θὰ σοῦ φανεῖ ὅτι εἶναι οὔτε σὰν τὴ φορεσιὰ οὔτε σὰν τὰ ὡραῖα παιδιὰ καὶ τοὺς νεαρούς, τοὺς ὁποίους βλέποντας τώρα ἔχεις μείνει ἔκπληκτος καὶ εἶσαι ἕτοιμος καὶ σὺ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἂν ἦταν δυνατὸν, οὔτε νὰ τρῶτε οὔτε νὰ πίνετε, ἀλλὰ μόνο νὰ τοὺς βλέπετε καὶ νὰ εἶστε συνεχῶς ἀνάμεσά τους. ῾Επομένως, τὶ θὰ σκεφτόμαστε, ἐὰν σὲ κάποιον δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ δεῖ τὸ ὡραῖο μὲ εὐκρίνεια, καθαρό, ἄμικτο, ὄχι ὅμως πλυμμηρισμένο μὲ ἀνθρώπινες σάρκες καὶ χρώματα καὶ ἄλλα παρόμοια θνητὰ στολίδια, ἀλλὰ μποροῦσε νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ θεϊκὸ ὡραῖο, δηλαδὴ τὸ μ ο ν ο ε ι δ έ ς ; Μήπως νομίζεις ὅτι γίνεται ἄσχημη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ μάλιστα ἐκεῖνο πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσηλώνεται καὶ νὰ συνυπάρχει μὲ αὐτό; Ἤ μήπως δὲν θυμᾶσαι ὅτι μόνο ἐδῶ ἐπιτρέπεται στὸ ὡραῖο νὰ γεννηθεῖ, ἀπὸ ὅποιον τὸ βλέπει μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δεῖ τὸ ὡραῖο (δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχή), μὲ τὸ νὰ τίκτει ὄχι εἴδωλα ἀρετῆς, διότι δὲν ἔχει ἐπαφὴ μὲ εἴδωλα, ἀλλὰ ἀληθινὴ ἀρετή, ἐπειδὴ ἐφάπτεται μὲ τὴν ἀλήθεια; Ἤ μήπως ξεχνᾶς ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τίκτει καὶ ἀνατρέφει ἀληθινὴ ἀρετὴ, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ γίνει ἀγαπητὸς στοὺς θεοὺς καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο ἀθάνατος; Καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Σωκράτης εἶπε: Αὐτὰ λοιπόν, ἀγαπητὲ Φαῖδρε καὶ σεῖς οἱ ἄλλοι, εἶπε ἡ Διοτίμα κι ἐγὼ ἔχω πεισθεῖ· καὶ ἐπειδὴ ἔχω πεισθεῖ, προσπαθῶ νὰ πείθω καὶ τοὺς ἄλλους, ὅτι γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀθανασίας, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν θὰ βρεῖ καλύτερο συνεργάτη ἀπὸ τὸν Ἔρωτα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέω βέβαια ὅτι κάθε ἄνδρας ἐπιβάλλεται νὰ τιμᾷ τὸν Ἔρωτα, κι ἐγὼ τιμῶ τὰ ἐρωτικὰ καὶ τὰ ἀσκῶ μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους παρακινῶ· καὶ ὄχι μόνο τώρα, ἀλλὰ πάντα ἐγκωμιάζω, ὅσο μπορῶ, τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἔρωτα. Ἂν θέλεις λοιπόν, ἀγαπητὲ Φαῖδρε, θεώρησε ὅτι αὐτὸς ὁ λόγος ἔχει εἶπωθεῖ σὰν ἐγκώμιο γιὰ τὸν Ἔρωτα, ἀλλοιῶς δῶσ᾿ του ὅποιο ὄνομα σοῦ ἀρέσει."
                                                     Πλάτωνα "Συμπόσιον", Περί Ἒρωτος (από το Λόγο της Διοτίμας)




“Η ευτυχία έχει φορά προς τα μέσα 
και όχι προς τα έξω, 
έτσι δεν εξαρτάται απ’ αυτό που έχουμε 
αλλά απ’ αυτό που είμαστε.”
Henry Van Dyke

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Ιντερμέδιο

M.C. EscherHand with Reflecting Sphere, 1935
"Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μία νύχτα και μία άλλη νύχτα, συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο˙ πού και πού σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει -κάμποι, πόλεις, άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες- κι όλα αυτά δεν είναι για μένα παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.

Μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σ' όλους τους ανθρώπους. Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να πραγματοποιηθεί. «Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και ψεύδεται˙ η αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι' αυτόν. Τίποτα δεν πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μάς πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».

Ό,τι και να 'ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο˙ αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.

Γι' αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου."

Fernando Pessoa, απόσπασμα από Το βιβλίο της ανησυχίας (μτφρ. Άννυ Σπυράκου)    

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!

Willem de Kooning, Two Standing Men
"Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή - όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές;"
"Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο; Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ότι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε σένα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία; Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν' αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ κι εγώ, απλοί κόκκοι στη διαδικασία."
"Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα;"
"Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια. Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα; Ή σ' αρέσει ;"
"Τη σιχαίνομαι"
"Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα..!! Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν' αντέχει το θάνατο ή να "συμβιβάζεται" μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"
"Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"  Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ. Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.
"Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ' το 'χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;"
"Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιο από τα δυο να απαντήσω;"
"Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή"
"Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή"
"Και τι σημαίνει αυτό;" ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.
"Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;"
"Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση. Φρήντριχ!"
"Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους" αντέκρουσε ο Νίτσε.
"Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;"
"Για ν' αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!"
Irvin Yalom, Όταν έκλαψε ο Νίτσε (απόσπασμα)