Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Η απάτη

Paul Gauguin, Two Tahitian Women, 1899
Ο πόλεμος είχε τελειώσει και γίνονταν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ειρήνης, όταν ξαναβρέθηκα με την Κασταλία στο ίδιο εκείνο το δωμάτιο που κάναμε τις συναντήσεις μας. [………] 
«Θα μπορούσες σίγουρα να τη διδάξεις να πιστεύει ότι το μυαλό των ανδρών είναι και θα είναι πάντα πολύ ανώτερο από το μυαλό των γυναικών», της πρότεινα. Ακούγοντας αυτό το πρόσωπό της φωτίστηκε και άρχισε να ξεφυλλίζει και πάλι τα παλιά πρακτικά. «Ναι», είπε, «σκέψου τις ανακαλύψεις τους, τα μαθηματικά τους, τις επιστήμες τους, τη φιλοσοφία τους, την πολυμάθειά τους…» και μετά άρχισε να γελάει». «Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου το γερο- Χόμπκιν και τους ψύλλους στα άχυρα», είπε και συνέχισε να διαβάζει και να γελάει και νόμιζα πως ήταν μάλλον ευχαριστημένη, όταν πέταξε ξαφνικά το βιβλίο και ξέσπασε: «Ω! Κασσάνδρα, γιατί με βασανίζεις; Δεν ξέρεις ότι η πίστη στο πνεύμα των ανδρών είναι η μεγαλύτερη απάτη που υπάρχει;» «Τι;» αναφώνησα. «Ρώτα όποιον δημοσιογράφο, καθηγητή, πολιτικό ή ταβερνιάρη θέλεις και θα σου πει ότι οι άνδρες είναι πολύ πιο έξυπνοι από τις γυναίκες». «Λες και είχα καμιά αμφιβολία», είπε περιφρονητικά. «Μα πώς να μην είναι; Από καταβολής κόσμου, τους ανατρέφουμε, τους ταΐζουμε, τους κανακεύουμε για να γίνουν, αν μη τι άλλο, έξυπνοι. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μας!» είπε. «Επιμέναμε να αποκτήσουμε πνεύμα και το αποκτήσαμε. Αλλά, τελικά αυτό το πνεύμα», συνέχισε, «μόνο πνεύμα δεν είναι! Τι πιο γοητευτικό από ένα αγόρι που δεν έχει καλλιεργήσει ακόμα το πνεύμα του; Είναι όμορφος· δεν κάνει τον σπουδαίο· καταλαβαίνει την τέχνη και τη λογοτεχνία μόνο από ένστικτο· ζει απολαμβάνοντας τη ζωή του και κάνοντας και τους άλλους να την απολαμβάνουν. Μετά του μαθαίνουν να καλλιεργεί το πνεύμα του. Γίνεται δικηγόρος, δημόσιος υπάλληλος, στρατηγός, συγγραφέας, καθηγητής. Κάθε μέρα πρέπει να πηγαίνει σ’ ένα γραφείο. Κάθε χρόνο να παράγει και από ένα βιβλίο. Συντηρεί μια ολόκληρη οικογένεια με τα προϊόντα του εγκεφάλου του – ο κακόμοιρος! Πολύ σύντομα καταντάει να μην μπορεί να μπει σε ένα δωμάτιο χωρίς να κάνει τους άλλους να αισθάνονται άβολα. Παριστάνει ότι είναι ανώτερος από κάθε γυναίκα που συναντά και δεν τολμά να πει την αλήθεια, ούτε στην ίδια του τη γυναίκα. Κάθε φορά που είναι να τον πάρουμε αγκαλιά, πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας, αντί να τα αφήνουμε ανοιχτά από ευχαρίστηση. Είναι αλήθεια ότι τελικά βρίσκουν παρηγοριά σε παράσημα διαφόρων σχημάτων, σιρίτια όλων των αποχρώσεων και εισοδήματα όλων των μεγεθών – αλλά η δική μας η παρηγοριά ποια είναι; Ότι σε δέκα χρόνια θα είμαστε σε θέση να περάσουμε λίγες μέρες στη Λαχώρη; Ή το μικρότερο έντομο στην Ιαπωνία έχει ένα όνομα δυο φορές μακρύτερο από το σώμα του; Για όνομα του Θεού. Κασσάνδρα, ας βρούμε κάποιο τρόπο ώστε να γεννούν οι άντρες τα παιδιά! Είναι η μόνη μας λύση. Γιατί αν δεν τους εξασφαλίσουμε μια αθώα απασχόληση, δεν πρόκειται να έχουμε ούτε καλούς ανθρώπους, ούτε καλά βιβλία. Θα χαθούμε μέσα στους καρπούς της ανεξέλεγκτης δραστηριότητάς τους και δεν θα επιβιώσει ούτε ένα ανθρώπινο ον να μαρτυρήσει ότι κάποτε υπήρξε ο Σαίξπηρ!»
«Είναι πολύ αργά», απάντησα. «Ούτε για τα ίδια μας τα παιδιά δεν μπορούμε να προνοήσουμε».
«Και μετά με ρωτάς αν πιστεύω στο πνεύμα», είπε.
Όσο μιλούσαμε, άνθρωποι φώναζαν βραχνά και κουρασμένα κάτω στον δρόμο· αφουγκραστήκαμε κι ακούσαμε ότι η ειρήνη είχε μόλις υπογραφεί. Οι φωνές έσβησαν. Η βροχή έπεφτε, εμποδίζοντας, χωρίς αμφιβολία, τα πυροτεχνήματα να εκραγούν σωστά...

Βιρτζίνια Γουλφ, «Λέσχη γυναικών» (απόσπ.), εκδ. Νεφέλη, μετ. Μαρία Αποστόλη, σελ.  31-33

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Απουσία

"Δεν μπορώ να σε φτάσω γιατί πήγες και κλείστηκες πίσω από μια πόρτα που είναι πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις", κι εκείνος είπε, παράπονο και στεναγμός ζώου που κρύφτηκε για να υποφέρει: "Κι αν δεν μπορείς να μπεις, μην ξεμακραίνεις από μένα, έχε μου πάντα το χέρι σου απλωμένο, ακόμα κι όταν δεν μπορείς να με δεις, αν δεν το κάνεις θα ξεχάσω τη ζωή, ή εκείνη θα με ξεχάσει". Κι όταν μετά από μερικές μέρες ο Ιησούς πήγε να συναντήσει τους μαθητές του, εγώ, που βάδιζα στο πλευρό του, του είπα: "Θα κοιτάζω τη σκιά σου αν δεν θέλεις να κοιτάζω εσένα", κι εκείνος απάντησε: "Θέλω να είμαι όπου είναι η σκιά σου αν εκεί βρίσκονται και τα μάτια σου". 
Αγαπιόμασταν και λέγαμε λόγια σαν αυτά, όχι μονάχα επειδή είναι όμορφα και αληθινά, αν μπορούν να είναι το ένα και το άλλο ταυτόχρονα, αλλά γιατί προαισθανόμασταν πως ο καιρός της σκιάς πλησίαζε και χρειαζόταν να αρχίσουμε να συνηθίζουμε, μαζί ακόμα, το σκοτάδι της οριστικής απουσίας. 
Είδα τον Ιησού αναστημένο και την πρώτη στιγμή νόμισα πως ο άντρας εκείνος ήταν ο φροντιστής του κήπου όπου βρισκόταν ο τάφος, όμως σήμερα ξέρω πως δεν θα τον δω ποτέ στους βωμούς επάνω όπου με έβαλαν, όσο ψηλοί κι αν είναι, όσο κοντά στον ουρανό κι αν φτάνουν, όσο στολισμένοι με λουλούδια κι αρωματισμένοι με μύρο κι αν είναι. Δεν είναι ο θάνατος που μας χώρισε, μας χώρισε για πάντα η αιωνιότητα.

José Saramagoαπόσπασμα από Το Τελευταίο Τετράδιο

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

καρφί

«Παίρνω ένα καρφί και το βαρώ και μπαίνει εις τον τοίχο· τότε το βγάζω, τον λέγω: Αυτό λέγεται, λογιότατε, έργον, ότι χάλασε τον τοίχον».
Μακρυγιάννη: Οράματα και Θάματα

"Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι..."

"Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου."
Γ. ΡίτσοςΗ σονάτα του σεληνόφωτος, απόσπασμα

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

"Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι"

René Magritte, Les Merveilles de la nature,1953
«ΑΝ ΟΙ ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ρώτησε τον κ. Κ. η μικρή κόρη της σπιτονοικοκυράς του «θα φέρονταν τότε καλύτερα στα μικρά ψάρια;» «Σίγουρα» απάντησε αυτός. «Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν, παραδείγματος χάριν, ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιό του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν πού και πού μεγάλες γιορτές στο νερό˙ γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά. Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία σ' αυτές τις μεγάλες κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν, παραδείγματος χάριν, τη γεωγραφία, για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες, που θα βρίσκονται κάπου τεμπελιάζοντας. Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ' όλες τις ταπεινές, υλιστικές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα απ' αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις. 
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ' αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ' εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι' αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θ' απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα. 
Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σ' αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πως ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών. Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θ' άρχιζε η αληθινή ζωή. 
Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα, όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά απ' αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τ' άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν ένα πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ. Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι».
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, μτφρ. Γιώργος Βελουδής

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Περί φόβου και θάρρους

Edvard MunchAnxiety, 1894
Τι είδους πράγματα φοβούνται οι άνθρωποι, ποιους φοβούνται και ποια είναι η γενικότερη κατάστασή τους όταν φοβούνται, όλα αυτά θα γίνουν φανερά στη συνέχεια. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι ο φόβος είναι εκείνη η λύπη ή ταραχή που γεννιέται από το ότι έχουμε ζωντανή μέσα μας την παρουσία ενός επικείμενου κακού, που έχει τη δύναμη να προκαλέσει καταστροφή ή λύπη. Δεν φοβούνται, πράγματι, όλα τα κακά οι άνθρωποι (κανείς π.χ. δεν φοβάται το ενδεχόμενο να γίνει άδικος ή βραδύνους), αλλά μόνο αυτά που έχουν την ιδιότητα να μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες λύπες ή καταστροφές ― και αυτά μόνο αν φαίνονται ότι δεν είναι μακρινά, αλλά κοντινά, τόσο που να είναι επικείμενα. Πραγματικά, τα πολύ μακρινά οι άνθρωποι δεν τα φοβούνται: όλοι ξέρουν ότι θα πεθάνουν, επειδή όμως αυτό δεν είναι κάτι κοντινό, τους αφήνει τελείως αδιάφορους. Αν λοιπόν αυτό είναι ο φόβος, τότε πράγματα που προκαλούν φόβο δεν μπορεί παρά να είναι όσα φαίνεται να έχουν μεγάλη δύναμη να προξενούν καταστροφές ή βλάβες που επιφέρουν μεγάλη λύπη. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και τα σημάδια που προαναγγέλλουν τέτοιου είδους πράγματα προκαλούν και αυτά φόβο· γιατί το πράγμα που προκαλεί τον φόβο μοιάζει πολύ κοντινό ― αυτό δεν είναι ο κίνδυνος, να έρχονται δηλαδή κοντά μας τα πράγματα που μας προκαλούν φόβο; Τέτοια είναι η έχθρα και η οργή αυτών που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι κακό (ότι το θέλουν είναι φανερό, άρα βρίσκονται πολύ κοντά στο να το κάνουν). Είναι επίσης η άδικη πρόθεση, αν συνοδεύεται από δύναμη γιατί ο άδικος είναι άδικος εξαιτίας μιας προτίμησης και τάσης του. Αλλά και η αρετή, όταν δέχεται προσβολές ― με τον όρο, βέβαια, ότι έχει δύναμη. Γιατί είναι φανερό ότι ένα πρόσωπο που η αρετή του δέχεται προσβολές έχει πάντοτε την τάση να αντιδράσει ― τώρα έχει και τη δύναμη. Επίσης ο φόβος αυτών που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι κακό· γιατί ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε έτοιμο και αυτό να δράσει. Και καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μάλλον κακοί παρά καλοί, δέσμιοι του κέρδους και δειλοί στους κινδύνους, η εξάρτηση από κάποιον άλλον είναι συνήθως κάτι που προκαλεί φόβο· αποτέλεσμα: αυτοί που έκαναν κάτι κακό φοβούνται ότι οι συνεργοί τους σ' αυτό ή θα τους καταδώσουν ή θα τους εγκαταλείψουν. Επίσης αυτοί που μπορούν να διαπράξουν αδικία προκαλούν φόβο σ' αυτούς που υπόκεινται σε αδικίες γιατί συνήθως, όταν μπορούν οι άνθρωποι, αδικούν. Προκαλούν επίσης φόβο οι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί ή πιστεύουν πως έχουν αδικηθεί: οι άνθρωποι αυτοί καραδοκούν πάντοτε να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. Φόβο όμως προκαλούν, επίσης, και αυτοί που έχουν διαπράξει μια αδικία ―αν έχουν δύναμη―, επειδή φοβούνται τα αντίποινα ― δεν το δεχτήκαμε ήδη ως κάτι που προκαλεί φόβο; Φόβο, επίσης, προκαλούν ο ένας στον άλλον όσοι διεκδικούν τα ίδια πράγματα ― στην περίπτωση, φυσικά, που δεν είναι δυνατό να τα έχουν συγχρόνως και οι δύο γιατί με αυτού του είδους τους ανταγωνιστές οι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιάλειπτη μάχη. Φοβούνται, επίσης, οι άνθρωποι όσους προκαλούν φόβο σε άτομα που είναι πιο δυνατά από αυτούς: από τη στιγμή που μπορούν να βλάψουν άτομα πιο δυνατά από αυτούς, μπορούν, φυσικά, να βλάψουν και αυτούς ακόμη περισσότερο. Όσους, επίσης, φοβούνται οι πιο δυνατοί από αυτούς ― για τον ίδιο λόγο. Αυτούς, επίσης, που εξουθένωσαν άτομα πιο δυνατά από αυτούς. Αλλά και όσους επιτίθενται σε άτομα πιο αδύναμα από αυτούς· γιατί οι άνθρωποι αυτοί ή είναι ήδη από τώρα επικίνδυνοι ή θα γίνουν επικίνδυνοι μόλις αυξηθεί η δύναμή τους. Μεταξύ, επίσης, αυτών που έχουν αδικηθεί από τους ίδιους και είναι εχθροί ή αντίπαλοί τους οι άνθρωποι φοβούνται πιο πολύ όχι τους οξύθυμους και αυτούς που έχουν το θάρρος να πουν ανοιχτά τις σκέψεις τους, αλλά τους μαλακούς, αυτούς που κρύβουν τις σκέψεις τους, τους ύπουλους· γιατί με τους ανθρώπους αυτούς δεν μπορείς να είσαι βέβαιος αν είναι κοντά η στιγμή που θα δράσουν και, επομένως, ποτέ δεν είναι φανερό ότι αυτό είναι κάτι το απομακρυσμένο.
Όλα τα πράγματα που προκαλούν φόβο γίνονται ακόμη πιο φοβερά όταν οφείλονται σε σφάλματα που δεν επιδέχονται επανόρθωση, είτε γιατί αυτή είναι τελείως αδύνατη είτε γιατί δεν είναι πια στο χέρι αυτών που τα διέπραξαν αλλά στο χέρι των αντιπάλων τους. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που δεν υπάρχει καμιά βοήθεια ή η βοήθεια δεν είναι εύκολη. Με δυο λόγια: φόβο προκαλούν τα πράγματα που προκαλούν τον οίκτο όταν συμβαίνουν ή είναι να συμβούν σε κάποιον άλλον.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα πιο σημαντικά από τα πράγματα που προξενούν φόβο και τα φοβούνται οι άνθρωποι. Ας μιλήσουμε λοιπόν τώρα για τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι που φοβούνται. Αν ο φόβος συνοδεύεται, όπως είπαμε, από την προσδοκία κάποιου καταστρεπτικού κακού, είναι φανερό ότι κανείς δεν φοβάται όταν πιστεύει πως δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε: δεν φοβάται ούτε πράγματα για τα οποία πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τα πάθει, ούτε πρόσωπα από τα οποία θεωρεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε, ούτε χρονικές στιγμές κατά τις οποίες πιστεύει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάθει οτιδήποτε. Κατ’ ανάγκην λοιπόν φοβούνται εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορεί να πάθουν κάτι, και μάλιστα από συγκεκριμένα πρόσωπα, συγκεκριμένα πράγματα και σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Δεν πιστεύουν ότι μπορεί να πάθουν κάτι α) όσοι βρίσκονται ή θεωρούν ότι βρίσκονται σε περίοδο μεγάλης εύνοιας της τύχης (αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αυτοί είναι αναιδείς και προσβλητικοί, περιφρονητές και θρασείς ― έτσι τους κάνει ο πλούτος, η σωματική δύναμη, ο μεγάλος αριθμός φίλων, η δύναμη), β) αυτοί που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πράγμα που να μη το έχουν πάθει και, γιαυτό, το μέλλον τούς αφήνει ψυχρά αδιάφορους, ακριβώς όπως αυτούς που υφίστανται το μαρτύριο της μαστίγωσης μέχρι θανάτου: για να εξακολουθήσει να υπάρχει φόβος χρειάζεται να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από αυτό που προκαλεί την αγωνία· ιδού και το σημάδι: ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται και να μελετούν τα πράγματα με προσοχή, και φυσικά κανείς δεν σκέφτεται προσεκτικά ούτε συζητάει με επιμονή πράγματα για τα οποία δεν υπάρχει ελπίδα.
Συμπέρασμα: Όταν είναι προτιμότερο οι ακροατές να αισθανθούν φόβο, ο ρήτορας πρέπει να τους κάνει να πιστέψουν πως είναι πολύ πιθανό να πάθουν κάποιο κακό (αφού και άλλοι, ανώτεροί τους, το έπαθαν)· να τους δείξει, επίσης, καθαρά ότι άνθρωποι σαν κι αυτούς παθαίνουν αυτή τη στιγμή κάποιο κακό ή ότι το έχουν ήδη πάθει, προσθέτοντας ότι το κακό αυτό το έπαθαν από ανθρώπους από τους οποίους δεν το περίμεναν, με έναν τρόπο και σε μια χρονική στιγμή που επίσης δεν το περίμεναν.
Αφού έγινε φανερό τι είναι ο φόβος, ποια είναι τα πράγματα που τον προκαλούν και ποια είναι η γενικότερη κατάσταση του κάθε επιμέρους ατόμου που αισθάνεται φόβο, γίνεται τώρα, από όλα αυτά, φανερό τι είναι, επίσης, το θάρρος, τι λογής πράγματα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με θάρρος και ακόμη ποια είναι η γενικότερη κατάστασή τους όταν έχουν θάρρος· γιατί και το θάρρος είναι το αντίθετο του φόβου, και αυτό που προκαλεί θάρρος είναι το αντίθετο αυτού που προκαλεί φόβο. Λογική συνέπεια: η ελπίδα για τα πράγματα που μπορεί να μας σώσουν συνοδεύεται από την ιδέα ότι αυτά βρίσκονται πολύ κοντά μας και ότι τα πράγματα που προκαλούν φόβο ή δεν υπάρχουν ή βρίσκονται μακριά μας. Θάρρος μας δίνουν και τα φοβερά πράγματα, αν βρίσκονται μακριά μας, και τα σωτήρια, αν είναι κοντά μας. Επίσης αν υπάρχουν τρόποι θεραπείας και διάφορες βοήθειες ― πολλές ή μεγάλες ή και τα δύο μαζί. Επίσης αν δεν έχουμε υποστεί ούτε έχουμε κάνει αδικία. Επίσης αν δεν έχουμε καθόλου ανταγωνιστές, ή αν έχουμε ανταγωνιστές, δίχως όμως καμιά δύναμη, ή αν οι ανταγωνιστές μας έχουν δύναμη, είναι όμως φίλοι μας, είτε γιατί μας έχουν ευεργετήσει είτε γιατί τους έχουμε ευεργετήσει, ή αν αυτοί που έχουν το ίδιο με εμάς συμφέρον είναι πιο πολλοί ή πιο δυνατοί ή και τα δύο μαζί.
Θάρρος έχουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην ακόλουθη, γενικά, κατάσταση: Αν πιστεύουν ότι πέτυχαν πολλά και δεν έπαθαν τίποτε, ή αν βρέθηκαν πολλές φορές μπροστά στον κίνδυνο και όμως τον ξέφυγαν· γιατί οι άνθρωποι γίνονται άφοβοι με δύο τρόπους: είτε γιατί δεν έχουν ποτέ δοκιμάσει κίνδυνο είτε γιατί έχουν την αναγκαία βοήθεια, ακριβώς όπως στους κινδύνους της θάλασσας αντιμετωπίζουν με θάρρος την έκβαση των πραγμάτων από τη μια όσοι ποτέ ως τότε δεν είχαν ζήσει μια μεγάλη φουρτούνα και από την άλλη όσοι, λόγω πείρας, κατέχουν τρόπους αντιμετώπισής της. Επίσης αν πρόκειται για πράγμα που δεν προκαλεί φόβο ούτε στους ομοίους τους ούτε στους κατωτέρους τους ούτε σ' αυτούς από τους οποίουςθεωρούν πως είναι ανώτεροι (θεωρούν πως είναι ανώτεροι από αυτούς που οι ίδιοι τούς έχουν νικήσει ― ή αυτούς τους ίδιους ή τους ανωτέρους τους ή τους ομοίους τους). Επίσης αν πιστεύουν ότι έχουν πιο πολλά και πιο μεγάλα πλεονεκτήματα: η υπεροχή που τα πλεονεκτήματα αυτά τους προσφέρουν τους κάνει να προκαλούν τον φόβο· αυτά είναι η αφθονία του χρήματος, η σωματική δύναμη, η δύναμη των φίλων, η ισχύς της χώρας και η υπεροχή της πολεμικής προπαρασκευής (στο σύνολό της ή στα βασικότερα μέρη της). Επίσης όσοι δεν έχουν αδικήσει κανέναν, ή όχι πολλούς, ή όχι αυτούς τους οποίους φοβούνται. Γενικά, θάρρος έχουν όσοι έχουν καλές σχέσεις με τους θεούς, από κάθε βέβαια άποψη, ιδίως όμως σε ό,τι αφορά στους οιωνούς και τους χρησμούς: η οργή είναι κάτι που δίνει θάρρος· το να μην κάνει λοιπόν κανείς αδικίες, να υφίσταται όμως αδικίες είναι κάτι που προκαλεί οργή, και το θείον θεωρείται ότι βοηθάει τους αδικούμενους. Έχουν επίσης θάρρος όσοι πιστεύουν ότι σε ό,τι επιχειρήσουν δεν υπάρχει πιθανότητα να αποτύχουν, ή ότι σίγουρα δεν θα αποτύχουν, ή ότι θα πετύχουν.
Είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε για τα πράγματα που προκαλούν φόβο και γι' αυτά που προκαλούν θάρρος.
ΑριστοτέληςΡητορική, (Λόγος περὶ παθῶν, Φόβος και θάρρος), Μτφρ. Δ. Λυπουρλής.
πηγή: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα