Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

"Όποιο σύννεφο δεις στον ύπνο σου απόψε ...θα είμαι εγώ"

Amedeo Modigliani, Nude Sitting on a Divan 
("La Belle Romaine"), 1917 (λεπτομέρεια)
sonnet 116
Let me not to the marriage of true minds
Admit impediments. Love is not love
Which alters when it alteration finds,
Or bends with the remover to remove:

O no! it is an ever-fixed mark
That looks on tempests and is never shaken;
It is the star to every wandering bark,
Whose worth's unknown, although his height be taken.

Love's not Time's fool, though rosy lips and cheeks
Within his bending sickle's compass come:
Love alters not with his brief hours and weeks,
But bears it out even to the edge of doom.

If this be error and upon me proved,
I never writ, nor no man ever loved.

William Shakespeare, Sonnet 116 

Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές
δεν παραδέχομαι· δεν είναι αγάπη αυτή
που αλλάζει με της τύχης όλες τις στροφές
και με το κάθε σκούντημα παραστρατεί

Όχι· είναι ένα σημάδι αιώνια σταθερό
που απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρίζει·
του ναύτη το άστρο, που κι αν έχει μετρημό
πόσο μακριά ‘ναι, δε μετριέται πόσο αξίζει

Δεν είν’ η αγάπη ροδομάγουλα και χείλια,
μπαίγνιο για το κυρτό δρεπάνι του καιρού·
η αγάπη δεν πηγαίνει με ώρες και με μίλια,
γιατί θα βρει την άκρη, πάντα και παντού.

Αν είναι πλάνη αυτό μ' απόδειξην εμέ,
ούτ’ έγραψα, ούτε μ' αγάπησε άνθρωπος ποτέ.
 μετάφραση Βασίλης Ρώτας



Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

"And summer's lease hath all too short a date..."

"Τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία"    κλικ εδώ  

Winslow Homer, The new novel, 1877
sonnet 18
Shall I compare thee to a summer's day?
Thou art more lovely and more temperate:
Rough winds do shake the darling buds of May,
And summer's lease hath all too short a date:
Sometime too hot the eye of heaven shines,
And often is his gold complexion dimm'd;
And every fair from fair sometime declines,
By chance or nature's changing course untrimm'd;
But thy eternal summer shall not fade
Nor lose possession of that fair thou owest;
Nor shall Death brag thou wander'st in his shade,
When in eternal lines to time thou growest:
So long as men can breathe or eyes can see,
So long lives this and this gives life to thee.

Πώς να σε πω — καλοκαιριάτικο πρωί;
Έχεις πιο εύκρατη μορφή, πιο ερασμία·
γνωρίζω ανέμους που κι ο Μάης φυλλορροεί,
τα καλοκαίρια έχουν πάντα προθεσμία.
Κάποτε καίει ο επουράνιος οφθαλμός
και της χροιάς του ο χρυσός συχνά θαμπώνει,
κάποιος μοιραίος του καιρού αναπαλμός
την ομορφιά της ομορφιάς απογυμνώνει.
Μα εσύ αιώνιο θα έχεις καλοκαίρι
κι η ομορφιά σου δεν θ' απαλλοτριωθεί,
δεν θα επαίρεται ο Άδης πως σε ξέρει
καθώς θα γράφεσαι στου χρόνου την πληθύ.
Όσο ζουν άνθρωποι και βλέπουν θα γυρίζουν
σ' αυτούς τους στίχους και ζωή θα σου χαρίζουν.

πηγή: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Εικοσιπέντε σονέτα
μτφ.-επίμετρο Διονύσης Καψάλης, 
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998, σ. 16

Tchaikovsky Sentimental Waltz

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κατάληξη

“Και πάντα ο δρόμος πλάι σου περνούσε... ”
Βόρεια Θάλασσα, από Celia 

Κατάληξη

" Μένω στο νερό κοντά, μόνος. 
Χωρίς γυναίκα και παιδιά.
Εκύκλωσα κάθε δυνατότητα
για να καταλήξω σ' αυτό;
ένα σπίτι χαμηλό δίπλα σε γκρίζο νερό,
με παράθυρα πάντοτε ανοιχτά
μπρος στην ξεθυμασμένη θάλασσα. 
Αυτά δεν τα διαλέγουμε, 
αλλά είμαστε αυτό που φτιάξαμε.
Πονάμε, τα χρόνια περνάνε,
ξεφορτωνόμαστε φορτία 
αλλά όχι την ανάγκη του φόρτου. 
Η αγάπη είναι μια πέτρα
που έκατσε στο βυθό κάτω από γκρίζο νερό. 
Τώρα τίποτα δεν ζητώ από την ποίηση, 
μόνο ένα αίσθημα αληθινό,
κανέναν οίκτο, καμιά φήμη, καμιά γιατρειά. 
............................"
(απόσπασμα) Derek Walcott

"Η ποίηση που είναι της τελειότητας ο ιδρώτας αλλά που πρέπει να φαίνεται φρέσκια σαν στάλα βροχής σε μέτωπο αγάλματος, συνδυάζει το φυσικό με το κρύο μάρμαρο˙ κλίνει και τους δύο χρόνους συγχρόνως: το παρελθόν και το παρόν, αν το παρελθόν είναι το γλυπτό και το παρόν οι δροσοσταλίδες ή οι βροχοστάλες στο μέτωπο του παρελθόντος. Υπάρχει η θαμμένη γλώσσα και μαζί υπάρχει και το προσωπικό λεξιλόγιο. Η διαδικασία της ποίησης είναι διαδικασία ανασκαφής και αυτοανακάλυψης". 
Απόσπασμα του λόγου του Ντέρεκ Ουόλκοτ όταν του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ, το 1992.



Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

"Le bonheur n' est qu' un reve..."

Sandro Botticelli, Primavera (λεπτομέρεια)
“ …«Αγαπημένε μου άγγελε!», αναφώνησε έκπληκτη η Ινφάντα αντικρίζοντάς τον κι έφερε τα χέρια σταυρωτά στην καρδιά της, θαρρείς να την κρατήσει στη θέση της. Μετρούσαν απουσίες, ερημιές και γνώση τα όμορφα μάτια του. Κι αυτός στοργικά απόθεσε στα πόδια της όλους τους δρόμους που ταξίδεψε, τους ουρανούς που μάζεψε, χρόνους ατέλειωτους, για χάρη της.
« Η ευτυχία που με έστειλες να βρω δεν ήταν παρά ένα ψέμα. Κάθε φορά που νόμιζα πως την αντίκριζα και την πλησίαζα, άλλαζε μορφή, άρχιζε αλλόκοτους χορούς, ώσπου στο τέλος χανόταν από τα μάτια μου. Δεν ήταν παρά μια απάτη... Μόνο τους πόνους μπορούσα να κρατώ και να ανασαίνω τη σοφία τους. Κι έτσι, έγινα πολύ δυστυχής έχοντας την αξίωση της απόλυτης ευτυχίας…» είπε ο πρίγκιπας άγγελος με ήρεμη μεγαλοπρέπεια, ενώ η Ινφάντα έσκυβε και φιλούσε τα πληγωμένα του πόδια…”  
από celia g. (απόσπασμα )


 "Le bonheur n' est qu' un reve, et la douleur est relle"

"Η ευτυχία δεν είναι παρά ένα όνειρο, ο δε πόνος πραγματικός"(Voltaire)

'Altro diletto, che 'mparar, non provo"

"Απόλαυση άλλη δεν έχω από το να μαθαίνω" (Πετράρχης, Ο θρίαμβος του έρωτα)                              

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

...Εκεί που η ποίηση σού γνέφει

Alexandre Cabanel, Fallen Angel (λεπτομέρεια)
 «Να πας εκεί που η ποίηση σου γνέφει», μου ψιθύριζε το σύννεφο κάθε που έτρεμα σε κείνα τα θεόρατα ύψη, κι έβγαζε από τη σκοτεινή υγρή καρδιά του ανάσες ζεστές να με τυλίξουν. Τότε γινόταν ο ψίθυρός του μουσική που έκανε τους ουρανούς να σιγούν στο πέρασμά του και τροχιές να αλλάζουν οι καιροί· (ναι,…όπως ακριβώς συμβαίνει και στα παραμύθια, με τους μάγους και τους πρίγκιπες).
Και ύφαινε την ιστορία με τόσες …μεταμορφώσεις που ξέχασα ποια ήταν η αρχή της… (celia g.)

"…Ένα πρωί, μια κόρη με ξανθά μαλλιά και φόρεμα γαλάζιο χάθηκε μέσα σ’ εκείνο το μέρος του Παραδείσου. Τραγουδώντας και χορεύοντας περνούσε η ξανθομάλλα κόρη κάτω από τα δέντρα, και μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί ποτέ να ευχηθεί την ικανότητα της μεταμόρφωσης.
Μερικοί έξυπνοι πίθηκοι της χαμογελούσαν καθώς περνούσε, μερικοί θάμνοι τη χάιδευαν τρυφερά με μια περικοκλάδα, μερικά δέντρα της έριχναν ένα άνθος, ένα καρύδι, ένα μήλο, χωρίς όμως αυτή να δίνει καμιά σημασία.
Όταν το δέντρο Πίκτορ αντίκρισε την κόρη, τον κυρίευσε μια μεγάλη λαχτάρα· ένας πόθος για ευτυχία, έτσι όπως δεν τον είχε νιώσει ποτέ μέχρι τότε. ταυτόχρονα όμως έπεσε σε μια βαθιά περισυλλογή, αφού ένιωθε σαν να του φώναζε το ίδιο του το αίμα: «Στοχάσου! Θυμήσου αυτή την ώρα για όλη σου τη ζωή! Βρες το νόημά της· αλλιώς θα’ ναι πολύ αργά, και δε θα γίνεις ποτέ ευτυχισμένος». Κι αυτός υπάκουσε. Συλλογίστηκε την προέλευσή του, τα χρόνια που ήταν άνθρωπος, την πορεία του προς τον Παράδεισο και κυρίως εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν γίνει δέντρο, εκείνη τη θαυμάσια στιγμή, λίγο πριν γίνει δέντρο που’ χε κρατήσει στα χέρια του τη μαγική πέτρα· τότε που’ χε στη διάθεσή του κάθε είδους μεταμόρφωση· τότε που φλόγιζε η ζωή μέσα του όσο ποτέ άλλοτε! Αναλογίστηκε το πουλί που του’ χε χαμογελάσει τότε, και το δέντρο που ήταν ήλιος και φεγγάρι. Τον κυρίεψε η σκέψη ότι κάτι είχε παραλείψει τότε, ότι κάτι είχε ξεχάσει κι ότι η συμβουλή του φιδιού δεν ήταν σωστή.
Η κόρη άκουσε να θροΐζουν τα φύλλα του δέντρου Πίκτορ, γύρισε το βλέμμα της και το κοίταξε από κάτω ως την κορφή, κι ένιωσε μ΄ έναν ξαφνικό πόνο στην καρδιά, καινούριες σκέψεις, καινούρια όνειρα να αναδεύονται μέσα της. Κάτω από την έλξη αυτής της άγνωστης δύναμης, κάθισε στα ριζά του δέντρου. Της φάνηκε μοναχικό και λυπημένο, κι αινιγματικό τής ακουγόταν το τραγούδι της κορφής του, που θρόιζε σιγανά. Ακούμπησε στον τραχύ κορμό του, ένιωσε το δέντρο ν’ ανατριχιάζει βαθιά, κι αισθάνθηκε την ίδια ανατριχίλα και στη δική της καρδιά. Παράξενα της πονούσε η καρδιά, πάνω απ’ τον ουρανό τής ψυχής της έτρεχαν σύννεφα, αργά έπεφταν απ’ τα μάτια της τα βαριά δάκρυα. Τι ήταν λοιπόν αυτό; Γιατί έπρεπε να υποφέρει κανείς τόσο; Γιατί ποθούσε η καρδιά να σπάσει το στήθος και να λιώσει μαζί μ’ αυτόν, μέσα σ’ αυτόν, τον όμορφο ερημίτη;..."  
Hermann Hesse, Pictor’s Metamorphoses (Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ), μτφ. Κυριακή Συντελή, εκδ. Καστανιώτη

"Γιατί ποθούσε η καρδιά να σπάσει το στήθος και να λιώσει μαζί μ’ αυτόν, μέσα σ’ αυτόν, τον όμορφο ερημίτη;"
Έτσι είπε το «σύννεφο» και άρχισε να δακρύζει. Τα δάκρυά του έγιναν βροχή κι άρχισε σιγά σιγά να λιώνει και να χάνεται αφήνοντας στο κατόπι τού «όμορφου ερημίτη» ένα ερωτηματικό... Ώσπου έσβησε από τα μάτια μου κι εγώ μαζί του, πεθαίνοντας όλους τους θανάτουςcelia g.

Ο Έρμαν Έσσε στο βιβλίο του, βέβαια, συνεχίζει την ιστορία με τον Πίκτορ. Ωστόσο, για μένα το παραμύθι σταμάτησε σ' εκείνο το ερωτηματικό· εκεί, ακριβώς, που το εγκατέλειψε κι ο ταξιδιάρης "ερημίτης " του ουρανού...

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Το χάρισμα της μεταμόρφωσης

Sandro Botticelli, The Birth of Venus 
(
λεπτομέρεια)
( Και το ...σύννεφo, κρατώντας με σφιχτά στην πελώρια και ζεστή του αγκαλιά - θαρρώ πως άκουσα τους χτύπους της καρδιάς του - , αναστέναξε βαριά και συνέχισε την παράξενη ιστορία του...c.g.)

"...Τότε το φίδι κουλουριάστηκε στο κλαδί ενός πεθαμένου δέντρου και σφύριξε στο αφτί: «Η πέτρα μπορεί να σε μεταμορφώσει σ’ ό,τι θέλεις. Γρήγορα πες της την επιθυμία σου πριν είναι πολύ αργά.!»
Ο Πίκτορ τρόμαξε και φοβόταν μήπως χάσει την τύχη του. Είπε βιαστικά τη λέξη και μεταμορφώθηκε σε δέντρο· γιατί το να’ ναι δέντρο, το’ χε επιθυμήσει ήδη αρκετές φορές, επειδή τα δέντρα του φαίνονταν όλο ηρεμία, δύναμη και μεγαλοπρέπεια.
Ο Πίκτορ έγινε δέντρο. Έβγαλε ρίζες μες στη γη, τεντώθηκε στα ύψη, φύλλα και κλαδιά ξεφύτρωναν από τα μέλη του. Κι ήταν πολύ ευχαριστημένος γι’ αυτό. Ρουφούσε με διψασμένες ίνες βαθιά μέσα στη δροσερή γη και φυσούσε με τα φύλλα του ψηλά στο γαλάζιο τ’ ουρανού. Έντομα ζούσαν στο φλοιό του· στα πόδια του, λαγοί και σκαντζόχοιροι· στα κλαδιά του, πουλιά.
Το δέντρο Πίκτορ ήταν ευτυχισμένο και δε μετρούσε τα χρόνια που περνούσαν. Πάρα πολλά χρόνια πέρασαν, όταν πια κατάλαβε ότι η ευτυχία του δεν ήταν τέλεια. Αργά μόνο έμαθε να βλέπει με τα δεντρομάτια. Στο τέλος μπόρεσε να δει, κι έγινε δυστυχισμένος.
Είδε, δηλαδή, πως γύρω ολόγυρά του, στον Παράδεισο, τα περισσότερα όντα μεταμορφώνονταν πολύ συχνά, κι όλα κυλούσαν σ’ ένα μαγικό ρεύμα αιώνιας μεταμόρφωσης. Είδε λουλούδια να γίνονται πετράδια ή πουλιά, που πέταγαν μακριά και σιγοσφύριζαν σχίζοντας τον αέρα. Είδε δίπλα του κάποια δέντρα να εξαφανίζονται ξαφνικά:το ένα διαλυόταν σε πηγή, το άλλο γινόταν κροκόδειλος, ένα άλλο κολυμπούσε παραπέρα, χαρούμενο και δροσερό, κεφάτο, ζωηρό, μεταμορφωμένο σε ψάρι, παίζοντας καινούρια παιχνίδια σε καινούρια μορφή. Ελέφαντες γίνονταν βράχοι, άλλαζαν σε λουλούδια καμηλοπαρδάλεις.
Αυτός, όμως, το δέντρο Πίκτορ, έμενε πάντα το ίδιο· δεν μπορούσε πια να μεταμορφωθεί. Απ’ τη στιγμή που το συνειδητοποίησε αυτό, εξαφανίστηκε η ευτυχία του – άρχισε να γερνάει, κι έπαιρνε όλο και πιο πολύ εκείνη την κουρασμένη, σοβαρή και θλιμμένη στάση που μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε πολλά γέρικα δέντρα. Αλλά και σε άλογα, σ’ ανθρώπους και πουλιά και σ’ όλα τα όντα μπορεί να τη δει κανείς καθημερινά: αν δεν κατέχουν το χάρισμα της μεταμόρφωσης, πέφτουν με τον καιρό σε θλίψη και κατάπτωση, και χάνεται η ομορφιά τους..."                                            
Hermann Hesse, Pictor’s Metamorphoses (Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ), μτφ. Κυρ. Συντελή, εκδ. Καστανιώτη
                                                                                                                         

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Η ιστορία που μου ψιθύρισε το σύννεφο

Klimt, The Kiss
Την ιστορία αυτή, πολλά χρόνια πριν τη διαβάσω στον Έρμαν Έσσε, - μπορεί και αιώνες πριν - μου την είχε ψιθυρίσει ένα σύννεφο που συνάντησα στην παγωμένη  σιωπή του ουρανού.
Ήταν φορτωμένο με βροχές και κεραυνούς. Κανένας αέρας, καμιά ορμή δεν μπορούσε να το διαλύσει, να σκορπίσει τη δύναμη και τη θλίψη του. Ήταν φτιαγμένο από «δάκρυα» που μάζευε στην αέναη περιπλάνησή του… Βρέθηκα στη σκοτεινή του αγκαλιά και με ζέσταινε με ιστορίες αλλά και με μυστικά, κεντημένα από …βροχή και όνειρο!
Κι είναι γι’ αυτό  που αγάπησα τα σύννεφα και τη βροχή... (celia g.)   

"Δεν πρόλαβε ο Πίκτορ να διαβεί τον Παράδεισο, και στεκόταν κιόλας μπροστά σ’ ένα δέντρο, που ήταν ταυτόχρονα άνδρας και γυναίκα. Ο Πίκτορ χαιρέτησε το δέντρο με σεβασμό και ρώτησε: «Εσύ είσαι το δέντρο της ζωής;» Όταν, όμως, αντί για το δέντρο, θέλησε το φίδι να του απαντήσει, ο Πίκτορ έκανε στροφή και πήγε παραπέρα. Δε χόρταιναν τα μάτια του· όλα τού άρεσαν πολύ. Ένιωθε καθαρά ότι βρισκόταν στον τόπο όπου γεννιέται και πηγάζει η ζωή.
Ύστερα είδε πάλι ένα δέντρο, που ήταν ταυτόχρονα ήλιος και φεγγάρι.
Είπε ο Πίκτορ: «Είσαι το δέντρο της ζωής;»
Ο ήλιος κούνησε το κεφάλι και γέλασε, το φεγγάρι κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. Τα πιο θαυμαστά άνθη τον κοίταξαν τότε, με κάθε λογής χρώματα και φώτα, με κάθε λογής μάτια και πρόσωπα. Μερικά κούνησαν το κεφάλι και γέλασαν, μερικά κούνησαν το κεφάλι και χαμογέλασαν, άλλα δεν κούνησαν το κεφάλι και δεν χαμογέλασαν: σιωπούσαν μεθυσμένα κι απορροφημένα, σα να’ χαν πνιγεί μέσα στο ίδιο τους το άρωμα. Το ένα τραγουδούσε το μενεξεδί τραγούδι, το άλλο τραγουδούσε το βαθύ γαλάζιο νανούρισμα. Ένα από τα άνθη είχε μεγάλα γαλάζια μάτια, ενώ ένα άλλο θύμιζε στον Πίκτορ την πρώτη του αγάπη. Κάποιο μύριζε όπως ο κήπος της παιδικής ηλικίας, κι η γλυκιά του ευωδιά ηχούσε όπως η φωνή της μητέρας. Κάποιο άλλο του χαμογέλασε και του’ βγαζε καμπυλωτή την κόκκινη γλώσσα του. Ο Πίκτορ την έγλειφε: είχε μια έντονη και άγρια γεύση από ρετσίνι και μέλι, κι απ’ το φιλί μιας γυναίκας.
Ο Πίκτορ στεκόταν σ’ όλα τα λουλούδια, γεμάτος επιθυμία και αδήμονη χαρά. Η καρδιά του σα να’ ταν καμπάνα, χτυπούσε βαριά, χτυπούσε δυνατά – τον έκαιγε η λαχτάρα για το άγνωστο, για τα μαγευτικά πράγματα που προαισθανόταν.
Ο Πίκτορ είδε ένα πουλί να κάθεται· το’ δε στο γρασίδι και ν’ αστραποβαλάει χρώματα, γιατί έμοιαζε σα να’ χε πάνω του τα χρώματα όλα. Κι ο Πίκτορ ρώτησε το όμορφο πουλί: «Πουλί, πού βρίσκεται λοιπόν η ευτυχία
«Η ευτυχία;» είπε το όμορφο πουλί και γέλασε με το χρυσό ράμφος του. «Η ευτυχία, φίλε μου, είναι παντού · στο βουνό, στον αγρό, στο άνθος και στον κρύσταλλο.»
Κι αφού είπε αυτά τα λόγια το χαρωπό πουλί τίναξε το φτέρωμά του, στριφογύρισε το λαιμό του, ταλάντευσε την ουρά του, ανοιγόκλεισε τα μάτια του, γέλασε άλλη μια φορά, κι ύστερα έμεινε ακίνητο, καθισμένο σιωπηλό στο γρασίδι, και να: το πουλί μεταμορφώθηκε σ’ ‘ένα πολύχρωμο λουλούδι· τα φτερά σε φύλλα· τα νύχια σε ρίζες. Μέσα στις λάμψεις των χρωμάτων και στη μέση του χορού, το πουλί έγινε φυτό. Έκθαμβος κοίταζε ο Πίκτορ.
Κι αμέσως ύστερα, το λουλουδοπούλι κούνησε τα φύλλα και τους στήμονές του, βαρέθηκε κιόλας το βασίλειο των λουλουδιών, δεν είχε πια ρίζες, κουνήθηκε ελαφρά, αιωρήθηκε αργά προς τα πάνω και μεταμορφώθηκε σε μια λαμπρή πεταλούδα που μετεωριζόταν χωρίς βάρος- πέρα ως πέρα φως, πέρα ως πέρα ένα φωτεινό πρόσωπο. Ο Πίκτορ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.
Η νέα πεταλούδα, η χαρωπή λουλουδοπουλοπεταλούδα με το πολύχρωμο και φωτεινό πρόσωπο, έγραφε έναν κύκλο γύρω από τον έκπληκτο Πίκτορ αστραποβολώντας στον ήλιο, αφέθηκε μαλακά – σαν μια νιφάδα- στη γη, έμεινε καθιστή κοντά στα πόδια του Πίκτορ, αναπνέοντας απαλά και τρεμοπαίζοντας με τα γυαλιστερά φτερά της, κι ύστερα μεταμορφώθηκε σ’ ένα πολύχρωμο κρύσταλλο, που οι πλευρές του φεγγοβολούσαν μ’ ένα κόκκινο φως. Αυτό το κόκκινο πολύτιμο πετράδι ακτινοβολούσε μαγευτικά μέσα απ’ το γρασίδι και τα χορτάρια, λαμπερό, όπως τα φώτα μιας γιορτής. Αλλά η πατρίδα του, τα έγκατα της γης, έμοιαζε να το καλεί, γιατί αμέσως το πετράδι μίκρυνε κι έπιασε να βουλιάζει. Τότε ο Πίκτορ, σπρωγμένος από ακατανίκητο πόθο, άρπαξε την πέτρα που ήταν έτοιμη να εξαφανιστεί, και την πήρε πάνω του, κοιτώντας μαγεμένος μες στο μαγικό της φως, που ήταν σαν ν’ ανάδινε την αίσθηση της πιο μεγάλης ευτυχίας..."           
Hermann Hesse, Pictor’s Metamorphoses (Οι μεταμορφώσεις του Πίκτορ), μτφ. Κυριακή Συντελή, εκδ. Καστανιώτη 
                                                                                                                     

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ζωή σημαίνει αγάπη

Girl with a Pearl Earring (λεπτ.)
by Jan Vermeer van Delft 
"«Σαμαλού», είπε η Αχίγια, όλο και καλύτερα καταλαβαίνω τη διδασκαλία σου. «Αλλά κατά καιρούς, όταν κρατάς τα χέρια μου ή όταν με αγκαλιάζεις, για παράδειγμα, ξεχνώ τα πάντα κι αρχίζω και τρέμω σαν μικρό παιδί».
«Ναι, γιατί είσαι ένα μικρό κορίτσι που μεγαλώνει φοβερά», αποκρίθηκα. «Ο άνθρωπος της Δύσης ζει μέσα σε πολυτελείς φυλακές που έχτισε ο ίδιος: φυλακές από κανόνες, απαγορεύσεις, δόγματα κι από τις ίδιες του τις σκέψεις, πάνω στις οποίες δεν έχει κανέναν έλεγχο. Σ΄ αυτή τη λυπηρή κατάσταση θυσιάζονται η αγνότητα, ο αυθορμητισμός, η αγάπη και η αθωότητα. Ο άνθρωπος προτιμά να τρέχει απεγνωσμένα παρά να απολαμβάνει βαδίζοντας. Στις προσωπικές σχέσεις τα χάδια έχουν ξεχαστεί, επειδή η τρυφερότητα, μην έχοντας καμιά αξία, έχει καταπιεστεί. Η επαφή που έχουμε τελικά αποτελεί ένα κάλεσμα για αυθορμητισμό, για αγνότητα- μια υπενθύμιση της ομορφιάς της ζωής και της μεγάλης σημασίας που έχει να την ερωτεύεσαι.
«Κι εγώ αν ερωτευτώ εσένα;» με ρώτησε, με τα μάτια χαμηλωμένα από ντροπή.
«Όταν ανακαλύπτεις τη ζωή, αναπόφευκτα την ερωτεύεσαι», της απάντησα ήρεμα. «Εγώ είμαι απλά η γέφυρα που σου επιτρέπει να περάσεις το ποτάμι και να φτάσεις στις ακτές της ολοκλήρωσης.
 » Και η σύγχυση προκαλείται από τις σχέσεις. Να ερωτευτείς τη ζωή και να αποφασίσεις να είσαι πιστή ό,τι κι αν συμβεί».
«Τι σημαίνει να είμαι πιστή στη ζωή;»
«Ο μόνος τρόπος για να είσαι πιστή στη ζωή είναι να είσαι ευτυχισμένη», απάντησα. «Η χαρά είναι η φυσική μας κατάσταση και το χαρακτηριστικό της ανακάλυψης της αληθινής μας θέσης.
» Αγάπα οτιδήποτε κάνεις, όσο ασήμαντο κι αν είναι αυτό. Να αγαπάς με ένταση και δίχως όρους. Η αγάπη που ενσαρκώνεις θα σε εναρμονίσει.
» Να αγαπάς, βασικά, και τις χειρότερες στιγμές. Δεν υπάρχει καλύτερη προστασία από την τρυφερότητα. Δεν υπάρχει καλύτερη καύσιμη ύλη από την αγάπη. Το να ζεις χωρίς αγάπη μοιάζει μ’ ένα αυτοκίνητο χωρίς βενζίνη. Εκείνοι που αγαπούν γίνονται δυνατοί και καθημερινά τους συμβαίνουν θαύματα.
» Αχίγια, ζωή σημαίνει αγάπη, και το να ζεις σημαίνει να αγαπάς. Η ικανότητα ν’ αγαπάς σημαίνει πως αγαπάς χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση. Αποφάσισε να ζεις και να αγαπάς. Εκείνος που αγαπά αυτό που κάνει, κάνει αυτό που αγαπά, και αυτό είναι πράγματι κάτι το θαυμάσιο. Ο εχθρός της αγάπης είναι ο φόβος. Η αγάπη αρχίζει όταν τελειώνει ο φόβος. Δεν υπάρχουν γενναιότερα πλάσματα από εκείνους που μπορούν ν’ αγαπούν χωρίς προϋποθέσεις. Η αγάπη είναι η καλύτερη προσευχή. Όλα τ' άλλα είναι λόγια χωρίς ουσία. Αν αγαπάμε οι μέρες μας θα είναι γεμάτες φως.»
[........................................................................................................................................]
«Η αδυναμία για αγάπη είναι το μονοπάτι της δυστυχίας. Υπάρχουν ευφυέστατοι άνθρωποι οι οποίοι ζουν μέσα στη μιζέρια, επειδή ούτε αγαπούν ούτε αγαπιούνται. Αυτό που διαιωνίζει αυτή τη θλιβερή κατάσταση είναι ότι δεν παραδέχονται την αδυναμία τους να αγαπήσουν, κι έτσι αυτή εξακολουθεί να υπάρχει εξωραϊσμένη από κομψά λόγια και υποκριτικά χαμόγελα.»"
Luis Espinoza, Chamalú, «Ο δρόμος της καρδιάς», (The Shamanic Way of the Heart), εκδ. Καστανιώτη
                    
 Offenbach - Barcarolle ,from 'The Tales  of Hoffmann'  

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Η πλάνη μιας ψευδούς αιτιότητας

Matteo Sbaragli,Vanitas portrait of reverse
Opera Gallery Monaco
Οι άνθρωποι σε κάθε εποχή πίστευαν ότι ήξεραν τι είναι αιτία: όμως από πού αντλούσαμε αυτή μας τη γνώση ή, πιο συγκεκριμένα, αυτή μας την πίστη ότι κατείχαμε αυτή τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων», κανένα εκ των οποίων δεν έχει αποδειχθεί μέχρι τώρα πραγματικό. Πιστεύαμε πως ήμασταν εμείς οι ίδιοι οι αιτιώδεις παράγοντες της πράξης της θέλησης· νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επ’ αυτοφώρω. Επίσης, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι όλα τα antecedentia [προγενέστερα] μιας πράξης, οι αιτίες της, έπρεπε να αναζητηθούν στη συνείδηση και ότι θα μπορούσε να τα βρει κανείς εκεί, αν τα αναζητούσε – ως «κίνητρα»: αλλιώς, κανένας δε θα ήταν ελεύθερος να κάνει την πράξη αυτή ούτε θα ήταν υπεύθυνος γι΄ αυτήν. Τέλος, ποιος θα αμφισβητούσε ότι μια σκέψη προκαλείται από κάτι; Το ότι το Εγώ προκαλεί τη σκέψη;… 
Από αυτά τα τρία «εσωτερικά γεγονότα», μέσω των οποίων φαινόταν να πιστοποιείται η αυθεντικότητα της αιτιότητας, το πρώτο και το πιο πειστικό είναι εκείνο της θέλησης ως αιτίας· η σύλληψη μιας συνείδησης («πνεύματος») ως αιτίας και αργότερα εκείνη του Εγώ (του «υποκειμένου») ως αιτίας είναι απλώς μεταγενέστερες, καθώς πρώτα εδραιώθηκε η αιτιότητα της θέλησης ως δεδομένη, ως εμπειρία… Εν τω μεταξύ σκεφτήκαμε τα πράγματα καλύτερα. Σήμερα δεν πιστεύουμε λέξη από όλα αυτά. Η θέληση δεν κινεί τίποτε πια, επομένως και τίποτε δεν εξηγεί πια – απλώς συνοδεύει τα συμβάντα· μπορεί ακόμα και να απουσιάζει. Το λεγόμενο "κίνητρο": άλλη μια πλάνη. Απλώς ένα επιφανειακό φαινόμενο της συνείδησης, ένα συνοδευτικό στοιχείο της πράξης, το οποίο συγκαλύπτει μάλλον παρά αποκαλύπτει τα antecedentia [προγενέστερα] μιας πράξης. Και τώρα το Εγώ! Αυτό έχει γίνει μύθος, αποκύημα της φαντασίας, λεκτικό παιχνίδι: έχει πάψει εντελώς να σκέφτεται, να αισθάνεται και να θέλει!... 
Τι προκύπτει από αυτό; Δεν υπάρχουν καθόλου πνευματικές αιτίες! Όλη η δήθεν εμπειρία που τις επιβεβαίωνε πήγε κατά διαόλου! Αυτό προκύπτει! – Και είχαμε κάνει υπερβολική κατάχρηση αυτής της «εμπειρίας»· βασιζόμενοι σε αυτήν είχαμε πλάσει τον κόσμο σαν έναν κόσμο αιτιών, σαν ένα κόσμο θέλησης, σαν ένα κόσμο πνευμάτων. Η παλαιότερη και μακροβιότερη ψυχολογία ήταν εδώ επί το έργον, δεν έκανε τίποτε άλλο: κάθε συμβάν ήταν γι’ αυτήν μια πράξη, κάθε πράξη το αποτέλεσμα μιας θέλησης· ο κόσμος έγινε γι’ αυτήν μια πολλαπλότητα δρώντων, ένας δρων (ένα «υποκείμενο») φορτώθηκε κάθε συμβάν. 
Ο άνθρωπος πρόβαλε από τον εαυτό του προς τα έξω τα τρία «εσωτερικά γεγονότα» του, στα οποία πίστευε ακράδαντα, δηλαδή τη θέληση, το πνεύμα, το Εγώ – άντλησε την έννοια του Είναι μόνον από την έννοια του Εγώ, έθεσε τα «πράγματα» ως όντα σύμφωνα με τη δική του έννοια του Εγώ ως αιτίας. Δεν είναι να απορεί κανείς που αργότερα ξανάβρισκε πάντοτε στα πράγματα ό,τι είχε βάλει ο ίδιος σε αυτά! – το πράγμα καθ’ εαυτό, για να το πω άλλη μια φορά, η έννοια «πράγμα»είναι απλώς μια αντανάκλαση της πίστης στο Εγώ ως αιτία…Ακόμα και στο άτομό σας, κύριοι μηχανοκράτες και φυσικοί μου, πόσο πολλή πλάνη, πόσο υποτυπώδης ψυχολογία εξακολουθεί να υπάρχει στο άτομό σας! – Για να μη μιλήσω για το «πράγμα καθ’ εαυτό», για το horrendum pudendum των μεταφυσικών! Η πλάνη να συγχέουμε το πνεύμα ως αιτία με την πραγματικότητα! Και να την ανάγουμε σε μέτρο της πραγματικότητας! Και να την αποκαλούμε Θεό! -
 Friedrich Nietzsche, αποσπ. "Γιατί είμαι τόσο σοφός"

Mozart, concerto 20 in D, K.466 - 1.  Allegro     

πηγή video: tguiot

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

"Πόσο βαραίνει στην καρδιά μου το ταξίδι"

                              
από celia
Cloths of heaven
Had I the heavens' embroidered cloths,
Enwrought with golden and silver light,
The blue and the dim and the dark cloths
Of night and light and the half-light,
I would spread the cloths under your feet:
But I, being poor, have only my dreams;
I have spread my dreams under your feet;
Tread softly because you tread on my dreams.
William Butler Yeats

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Μίλα μου σαν τη βροχή


Pablo Picasso, Portrait of Poet Sabartes
Tennessee Williams, Μίλα μου σαν τη βροχή, μονόπρακτο (απόσπασμα)

(Αρχίζει η βροχή. Σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή φεύγει κι έρχεται, ακανόνιστα…)
[……………………………………………………………………………]
ΑΝΤΡΑΣ:Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουνα στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια βρόμικη καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…Μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω…
ΑΝΤΡΑΣ; Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή κι εγώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα μένω εδώ ξαπλωμένος και…
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω
ΑΝΤΡΑΣ; Θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω   ν α   φ ύ γ ω !
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…
ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…
ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.
ΑΝΤΡΑΣ: Και;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….
Θα ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής…Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη! Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω γνωριμίες….Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ. Τζόουνς» κι εγώ μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’ ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα από ό,τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που θα περνάει…Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς , ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο…Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι. Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής… Και τότε, κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο, ενώ συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής…….Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου….(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο). Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη! (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).
Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!
[……………………………………………………………………………………..]


Βροχή 
"Περίμενα τόσο να  έρθει! 
Και τώρα που σιγοκλαίει έξω από το παράθυρο, φοβάμαι· 
έτσι απλά, χωρίς αποσιωπητικά.
«Δεν είναι τίποτα», είπες· 
«Είναι που σμίξανε δυο σύννεφα στον ουρανό».
Και άλλαξες πλευρό." c.g 

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Σιωπή και αγένεια...

Amedeo Modigliani, tete,1914
Μου φαίνεται επίσης ότι η πιο αγενής λέξη και η πιο αγενής επιστολή είναι πιο αγαθές, πιο έντιμες από τη σιωπή. Εκείνοι που σιωπούν σχεδόν πάντα στερούνται λεπτότητας και εσωτερικής ευγένειας· η σιωπή είναι μια ένσταση, το να καταπίνεις τα λόγια σου οδηγεί αναγκαστικά σε έναν κακό χαρακτήρα – καταστρέφει ακόμα και το στομάχι. Όλοι όσοι σιωπούν είναι δυσπεπτικοί. – Βλέπετε, δε θα ήθελα να υποτιμάται η αγένεια, είναι η πλέον ανθρώπινη μορφή αντιλογίας και, μέσα στη μαλθακότητα της εποχής μας, μια από τις πρώτες αρετές μας.- Όταν είναι κανείς αρκετά πλούσιος για κάτι τέτοιο, είναι μάλλον καλοτυχία το να έχει άδικο. Ένας θεός που θα ερχόταν στη γη δε θα έπρεπε να πράττει τίποτε άλλο παρά μόνο αδικίες – να αναλαμβάνει όχι την τιμωρία αλλά την ενοχή· μόνον αυτό θα ήταν πράγματι θείο.
Friedrich Nietzsche, αποσπ. "Γιατί είμαι τόσο σοφός"

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Έπλασα ηχώ και άβυσσο

Diego Rivera, Self portrait with Broad-Brimmed Hat
Με το να σκέφτομαι, έπλασα για τον εαυτό μου ηχώ και άβυσσο. Βαθαίνοντας πολλαπλασιάστηκα. Το πιο μηδαμινό συμβάν – μια αλλαγή που γεννιέται από το φως, το στριφογυριστό πέσιμο ενός φύλλου, ένα κιτρινισμένο πέταλο λουλουδιού που κόβεται, μια φωνή απ’ την άλλη μεριά του τοίχου, ή τα βήματα αυτού που μιλάει δίπλα σ’ έναν άλλον που μάλλον τον ακούει. Η μισάνοιχτη πορτούλα του γέρικου κήπου, η εσωτερική αυλή με τις κάμαρες της ανάμεσα στα σπίτια που στριμώχνονται κάτω από το φεγγάρι – όλα αυτά, που δεν μου ανήκουν, κρατούν τους ευαίσθητους στοχασμούς μου δέσμιους του αντίλαλου και της νοσταλγίας. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις συγκινήσεις είμαι κι ένας άλλος, κάθε αόριστη εντύπωση με ανανεώνει οδυνηρά.
Ζω εντυπώσεις που δεν μου ανήκουν, αναλώνομαι σε παρατηρήσεις, είμαι ένας άλλος, ακόμα και με τον τρόπο που είμαι εγώ.
Έπλασα μέσα μου διάφορα πρόσωπα. Δημιουργώ αδιάκοπα αυτά τα πρόσωπα. Κάθε μου όνειρο, με το που το ονειρεύομαι, βρίσκεται αναπόφευκτα ενσαρκωμένο από κάποιον άλλο, που αρχίζει να το ονειρεύεται, αυτός πλέον κι όχι εγώ.
Για να δημιουργήσω τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα· εξωτερικεύτηκα τόσο πολύ μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό, που μέσα μου υπάρχω πια μόνο εξωτερικά. Είμαι η ζωντανή σκηνή απ’ όπου περνούν διάφοροι ηθοποιοί και παίζουν διάφορα έργα.

Fernando Pessoa, αποσπ. "Το βιβλίο της ανησυχίας"

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Μεταμόρφωση


The Spirit of Adventure, Magritte, 1962
Για τους περισσότερους ανθρώπους μπορεί ο έτοιμος κόσμος, με εξαίρεση λιγοστές προσωπικές λεπτομέρειες, να σημαίνει βολή και στήριξη, και δεν πρέπει να αμφισβητηθεί καθόλου ότι το αμετακίνητο ως σύνολο δεν είναι μόνο συντηρητικό αλλά και θεμέλιο κάθε προόδου και επανάστασης, αν και πρέπει να σημειωθεί η βαθιά σαν σκιά δυσαρέσκεια που αισθάνονται όσοι άνθρωποι ζουν στηριγμένοι στις δικές τους δυνάμεις.
Ενώ ο Ούλριχ παρατηρούσε στοχαζόμενος το ιερό κτίριο κατανοώντας πλήρως την αρχιτεκτονική φινέτσα, στη συνείδησή του εισέβαλε ξάφνου απρόσμενα ζωηρά η σκέψη ότι με την ίδια ακριβώς ευκολία που οικοδομεί κανείς ή απλώς αφήνει όρθια τέτοια αξιοθέατα, θα μπορούσε να είναι και ανθρωποφάγος. Τα κτίρια δίπλα, η σκέπη του ουρανού από πάνω, γενικά η ανείπωτη αρμονία όλων των γραμμών και χώρων που υποδέχονταν τη ματιά και την οδηγούσαν, η εμφάνιση και έκφραση των ανθρώπων που προσπερνούσαν κάτω, τα βιβλία τους και η ηθική τους, τα δέντρα στους δρόμους…: όλα αυτά ήταν καμιά φορά άκαμπτα σαν ξύλινα παραβάν και σκληρά σαν μήτρα πιεστηρίου νομισμάτων και – δεν μπορείς να τα πεις άλλο από ολοκληρωμένα – τόσο ολοκληρωμένα που πλάι του είσαι περιττή ομίχλη, μια μικρή ανάσα που γι’ αυτήν ο Θεός δεν νοιάζεται ιδιαίτερα.
Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκε να ήταν Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες. Αλλά μάλλον κανένας δεν θα ένιωθε διαφορετικά. Κατά βάση στα χρόνια της μέσης ζωής λίγοι άνθρωποι ξέρουν πια πως έφτασαν στον εαυτό τους, στις διασκεδάσεις τους, στην κοσμοθεωρία τους, στη γυναίκα τους, στο χαρακτήρα, στο επάγγελμα και στις επιτυχίες, αλλά έχουν την αίσθηση πως τώρα τα πράγματα είναι αδύνατον πλέον να αλλάξουν ουσιαστικά. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι εξαπατήθηκαν, δεν μπορεί να ανακαλύψει κανείς κάποιον αποχρώντα λόγο που να εξηγεί γιατί τα πράγματα ήρθαν ακριβώς όπως ήρθαν· θα μπορούσαν να έχουν έρθει διαφορετικά · διότι τα συμβάντα προκλήθηκαν σε ελάχιστο βαθμό από τους ίδιους, συνήθως εξαρτήθηκαν από κάθε λογής περιστάσεις, από τις διαθέσεις, τη ζωή, το θάνατο τελείως διαφορετικών ανθρώπων, κι απλώς τη δεδομένη στιγμή έσπευσαν καταπάνω τους.
Η ζωή στα νεανικά χρόνια ήταν μπροστά τους σαν ανεξάντλητο χάραμα, όπου κι αν κοίταζες ήταν γεμάτη δυνατότητες και τίποτε· μα το μεσημέρι κιόλας εμφανίζεται κάτι που μπορεί να ισχυριστεί πως είναι η ζωή τους, και αυτό εν ολίγοις αιφνιδιάζει τόσο, όσο και η αναπάντεχη συνάντηση κάποια μέρα με κάποιον  που αλληλογραφούσε κανείς μαζί του είκοσι χρόνια χωρίς να τον έχει δει και που τον φανταζόταν πολύ διαφορετικό. Το πιο παράξενο όμως είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε καν το αντιλαμβάνονται αυτό· υιοθετούν τον άνθρωπο που ήρθε, του οποίου η ζωή έχει εισχωρήσει στη δική τους ζωή, τα βιώματά του τους φαίνονται τώρα ως έκφραση των δικών τους ιδιοτήτων και η μοίρα του είναι δικό τους επίτευγμα ή ατυχία. Κάτι τους μεταχειρίστηκε όπως η κολλητική ταινία τις μύγες· τους έπιασε εδώ από μια τριχούλα, εκεί από μια κίνησή τους, τυλίγοντάς τους σιγά σιγά, ώσπου να θαφτούν κάτω από ένα παχύ κάλυμμα που ανταποκρίνεται ελάχιστα στην αρχική τους μορφή.
 Robert Musil, The Man Without Qualities (Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες)

Franz Liszt - Hungarian Rhapsody no.2

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Ατμόσφαιρα περιβάλλοντος

Frida Kahlo
Καμιά εποχή δεν μεταδίδει την ευαισθησία της σε μια άλλη· δεν μπορεί να της μεταδώσει τίποτε άλλο πέρα από την  κατανόηση που έδειξε η ίδια προς αυτή την ευαισθησία. Με το συναίσθημα είμαστε ο εαυτός μας· με τη νόηση γινόμαστε άλλοι. Η νόηση μάς σκορπίζει: κι έτσι επιβιώνουμε με τα ίδια τα παιχνίδια αυτού που μας σκορπίζει. Κάθε εποχή κληροδοτεί στις επόμενες μόνο ό,τι δεν  υπήρξε η ίδια.
Ένας θεός με την παγανιστική – δηλαδή την αληθινή – έννοια του όρου δεν είναι παρά η αντίληψη που έχει ένα πλάσμα για τον εαυτό του, αφού αυτή η αντίληψη είναι η απρόσωπη – άρα η ιδανική – μορφή αυτού που είναι. Αν πλάθουμε για τον εαυτό μας μια νοητική εικόνα, πλάθουμε κι ένα θεό με βάση τον εαυτό μας. Πάντως σπανίζουν αυτοί που έχουν νοητική αντίληψη του εαυτού τους, γιατί ο νους είναι κατ’ ουσίαν αντικειμενικός. Ακόμα κι ανάμεσα στις μεγάλες ιδιοφυΐες, σπάνια υπήρξαν κάποιοι που ήξεραν πώς να ζήσουν έχοντας πλήρη αντικειμενικότητα, ακόμα και στα ίδια τους τα μάτια.
Να ζεις, σημαίνει να ανήκεις σε κάποιον άλλο. Να πεθαίνεις, επίσης σημαίνει να ανήκεις σε κάποιον άλλο. Η ζωή και ο θάνατος είναι ένα και το αυτό. Όμως να ζεις σημαίνει να ανήκεις σε κάποιον άλλο εξωτερικά, ενώ να πεθαίνεις σημαίνει να του ανήκεις εσωτερικά. Αυτά τα δύο πράγματα είναι όμοια, όμως η ζωή είναι η εξωτερική πλευρά του θανάτου. Αυτό είναι που κάνει  τη ζωή να είναι ζωή και το θάνατο να είναι θάνατος, καθώς η εξωτερική πλευρά είναι πάντα πιο αληθινή από την εσωτερική, αφού η εξωτερική είναι αυτή που βλέπουμε.
Κάθε αληθινή συγκίνηση είναι ένα ψέμα στο επίπεδο του νου, αφού δεν παράγεται εκεί. Κάθε αληθινή συγκίνηση δεν μπορεί επομένως να εκφραστεί παρά μόνο ψεύτικα. Το να εκφραζόμαστε καταντά να λέμε αυτό που δεν νιώθουμε.
Το ιππικό το αποτελούν τα άλογά του. Χωρίς τα άλογά τους οι ιππείς θα ήταν απλοί φαντάροι. Το μέρος κάνει τον τόπο. Να βρίσκεσαι εκεί σημαίνει να υπάρχεις.
Να προσποιείσαι, σημαίνει να γνωρίζεις τον εαυτό σου.
Fernando Pessoa, Εγώ και οι άλλοι