Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

"Φαιδροί και φιλοπαίγμονες"

John William Waterhouse, study for "Boreas"
"Ἐν τούτοις τὸ θέρος εἶχε παρέλθει πρὸ πολλοῦ καὶ ὁ ἁγιώτατος Πατὴρ δὲν ἔσπευδε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν καθέδραν του. Τὰ τελευταῖα τοῦ ἔτους φύλλα ἐσωρεύοντο παρὰ τὰς ῥίζας τῶν δένδρων, ἡ θάλασσα ἐμυκᾶτο ἀντὶ νὰ ψιθυρίζῃ καὶ οἱ λύκοι κατέβαινον ἐκ τῶν ὀρέων˚ ἀλλ' οἱ δύο ἐρασταὶ διέμενον φαιδροὶ καὶ φιλοπαίγμονες ὡς τὴν ἄνοιξιν αἱ τρυγόνες. Πολλοὶ φιλόσοφοι ἐπροσπάθησαν νὰ εὕρωσι κατὰ τί διαφέρει ὁ ἄνθρωπος τοῦ κτήνους· καὶ οἱ μὲν Ἑβραῖοι ἰσχυρίσθησαν ὅτι διαφορὰ καμμία δὲν ὑπάρχει, οἱ δὲ χριστιανοὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθάνατον ψυχήν, οἱ φιλόσοφοι ὅτι εἶναι λογικὸς καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι πταρνίζεται συχνότερον τῶν ἄλλων ζώων˚ ἀλλὰ κάλλιον τούτων ἐπέτυχε, νομίζω, ὁ Σωκράτης, παρατηρήσας ὅτι κατὰ τοῦτο ὑπερέχομεν τὰ ζῶα, ὅτι ὅσα τὴν ἄνοιξιν μόνον πράττουσιν ἐκεῖνα, ταῦτα ὁ ἄνθρωπος δύναται καθ' ὅλον τὸ ἔτος νὰ πράξῃ. Ὁ Ζεύς, ἵνα δικαιολογήσῃ τὰς ὑπερόγκους συζυγικὰς ἀπαιτήσεις του, ῥίπτων τὸ σφάλμα εἰς τὴν ἐπιῤῥοὴν τῆς ἀνοίξεως, διέταττε τὴν γῆν νὰ βλαστάνῃ ἄνθη, ὁσάκις ἐπεθύμει μετὰ τῆς Ἥρας νὰ ὀμιλήσῃ, (καθ' ἣν ἔννοιαν δίδει εἰς τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Κ. Φίλιππος Ἰωάννου)· ἡ δὲ Ἰωάννα μὴ δυναμένη τὸ αὐτὸ θαῦμα νὰ κατορθώσῃ, ἀνεπλήρονε διὰ ξύλων καὶ λαμπάδων τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἐαρινοῦ ἡλίου, τὴν ὀσμὴν τῶν ἀνθέων δι' ἀλόης καὶ κινναμώμου καὶ τὸ κελάδημα τῶν πτηνῶν δι' αὐλῶν καὶ ᾀσμάτων. Τὰ συμπόσια, οἱ κύβοι, οἱ πίθηκες, οἱ μίμοι, οἱ γελωτοποιοὶ καὶ αἱ ἄλλαι τοῦ μεσαιῶνος διασκεδάσεις διεδέχοντο ἀλλήλας ἀκαταπαύστως ἐν τῷ παπικῷ ἀνακτόρω, κατὰ δὲ τοὺς χρονογράφους πολλάκις ἀντήχουν ἐκεῖ ᾄσματα βακχικὰ καὶ χορευτῶν ποδοκρουσίαι. Οὐδέποτε πλέον παρευρίσκετο εἰς τοὺς ὄρθρους ὁ Ποντίφηξ, ἀκολουθῶν τὸ τοῦ Σολομῶντος: «Εἰς μάτην ὑμῖν ἐστι τὸ ὀρθρίζειν», τὰς δὲ εὐχάς, λειτουργίας καὶ ἀκολουθίας συνέθετεν ὁ ἴδιος κατὰ τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ἀπαγορεῦον εἰς τοὺς χριστιανοὺς τὴν μωρολογίαν· πολλάκις, δέ, ἀφοῦ μετὰ τρισμακαρίαν νύκτα ἀπεσπᾶτο ἀπὸ τοῦ φίλου της τὰς ἀγκάλας, συνέβη αὐτῇ, καθὼς ἐνόθευσε τὸ Πιστεύω, οὕτω καὶ τὸ Πάτερ ἡμῶν νὰ τροποποιῇ ἀντὶ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου, τὸν Φλῶρον αὐτῆς τὸν ἐπιούσιον ζητοῦσα παρὰ τοῦ Οὐρανίου Πατρός."

Εμμανουήλ Δ. Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα. Μεσαιωνική μελέτη. Έκδοσις τρίτη επιθεωρηθείσα, εν Αθήναις, 1879

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

"The Musicians"

Caravaggio, The Musicians
Δημιουργός του έργου The Musicians ή Concert of Youths είναι ο Michelangelo Merisi da Caravaggio (1571–1610). Το έργο βρίσκεται στο Metropolitan Museum of Art στη New York.
Ο πίνακας παριστάνει  τέσσερα αγόρια από τα οποία τα τρία παίζουν διάφορα μουσικά όργανα ή τραγουδούν ενώ το τέταρτο παρουσιάζεται σαν Έρωτας να κρατάει ένα τσαμπί σταφύλι. Η κεντρική φιγούρα με το λαούτο έχει ταυτιστεί, κατόπιν μελετών, με τον σύντροφο τού Καραβάτζιο, τον Mario Minniti. Το άτομο δίπλα του που βλέπει προς τον θεατή είναι πιθανώς μια αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη. Ο Έρως παρουσιάζει ομοιότητα με το αγόρι στο έργο «Boy Peeling Fruit», που δημιούργησε ο καλλιτέχνης λίγα χρόνια πριν, όπως επίσης και με τον άγγελο στο έργο «Saint Francis of Assisi in Ecstasy».

«The manuscripts show that the boys are practicing madrigals celebrating love, and the eyes of the lutenist, the principal figure, are moist with tears—the songs presumably describe the sorrow of love rather than its pleasures. The violin in the foreground suggests a fifth participant, implicitly including the viewer in the tableau.» (en.wikipedia.org)
!!!!!!!!!!!

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Silhouettes

Auguste Edouart (French, 1789–1861) , Frank Johnson, Leader of the Brass Band of the 128th Regiment 
in Saratoga, with his wife, Helen
"Silhouettes must have first appeared in England in about 1700, when William and Mary reportedly had their profiles done. By the 1720s, silhouettes—or shades as they were known in Great Britain—had become an established novelty, and by the end of the century their popularity had spread to France. By the end of the eighteenth century, a few French silhouettists had introduced profiles to the United States; however, it was not until the summer of 1839 that Auguste Edouart, the most prolific silhouettist ever to work in the United States, arrived in New York..."
πηγή: The Metropolitan Museum of Art (http://www.metmuseum.org/collection)

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

“so full of shapes is fancy” *!



"O spirit of love, how quick and fresh art thou
That, notwithstanding thy capacity
Receiveth as the sea, naught enters there,
Of what validity and pitch so e’er,

But falls into abatement and low price
Even in a minute! So full of shapes is fancy
That it alone is high fantastical."

Από το έργο του William Shakespeare Twelfth Night (act 1, scene 1)

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Η Ψυχή

Νικόλαος Γύζης, Η Ψυχή του καλλιτέχνη1893
Η “Ψυχή” είναι ένα εμπρεσιονιστικό έργο ζωγραφικής του Νικολάου Γύζη (1842-1900) που υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα και ανήκε στη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου». Ο ζωγράφος δημιούργησε το έργο ως δείγμα της εργασίας του, κοσμώντας με αυτό το εξώφυλλο του βιογραφικού του σημειώματος που έστειλε σε μεγάλο μουσείο του εξωτερικού.
Είναι ένα έγχρωμο σκίτσο που απεικονίζει μία αιθέρια γυναικεία μορφή με φτερά να κάθεται μπροστά από μια σπηλιά και να κοιτάζει με περίσκεψη ένα κόκκινο κουτί που κρατά στο χέρι της.
Πρόκειται για αλληγορία που κινείται στην ατμόσφαιρα του συμβολισμού. Η γυναικεία μορφή είναι η Ψυχή, μορφή της ελληνικής μυθολογίας. Η Ψυχή ήταν ομορφότερη από τη θεά Αφροδίτη με αποτέλεσμα να προκαλέσει το φθόνο της θεάς. Η σπηλιά, στην είσοδο της οποίας κάθεται, οδηγεί στον Κάτω Κόσμο και το κουτάκι που κρατά της το έδωσε η θεά Αφροδίτη. Σύμφωνα με το μύθο, έπρεπε να κατεβεί στον Άδη και να γεμίσει το κουτί με κρέμα που θα της έδινε η Περσεφόνη, κλέβοντας έτσι λίγη από την ομορφιά της.
Γενικότερα, η εικόνα του Νικολάου Γύζη συμβολίζει την Ψυχή του καλλιτέχνη που υπάρχει και δίνει ζωή στα έργα του. 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Βροχή ζαχαρωτών...

...από νέφη κατακορύφου αναπτύξεως...   *!
Felix Mendelssohn, Piano Concerto No. 1 in G minor, op. 25


Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

"Glassy essence"

Stephen Reid, Isabella and Angelo, 1909, (Measure for Measure)
(Isabella) 
"... but man, proud man,
Drest in a little brief authority,
Most ignorant of what he's most assured,
His glassy essence*, like an angry ape,
Plays such fantastic tricks before high heaven
As make the angels weep; who, with our spleens,
Would all themselves laugh mortal."

"Mα άνθρωπε συ, περήφανε άνθρωπε,
που ντύθηκες μικρή εξουσία εφήμερη,
και πιο πολύ αγνοείς ό,τι πιο βέβαιο έχεις,
τη γυάλινη την ύπαρξή σου, σαν έξαλλη μαϊμού,
με κόλπα κωμικά μπροστά στον ύψιστο ουρανό,
κάνεις να κλαιν οι αγγέλοι, που
αν είχαν φύση ανθρώπινη,
θα πέθαιναν στα γέλια."
Σαίξπηρ, Με το Ίδιο Μέτρο, 2.2

Κορυφαίοι στίχοι από το ίσως πιο αντισυμβατικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, το οποίο ανήκει στις λεγόμενες «μελαγχολικές κωμωδίες» του, γιατί εκτός από δραματικά στοιχεία και ηθικοπλαστικά διδάγματα, έχει και κωμικές παρεμβάσεις, όπως και αίσιο τέλος. Βασικό θέμα του έργου είναι η δολιότητα της κρατικής εξουσίας και η διαφθορά των ανθρώπων όταν αναλαμβάνουν δημόσιες θέσεις. 

* glassy essence: "That essential nature of man which is like glass from its faculty to reflect the image of others in its own, and from its fragility, its liability to injury or destruction" (Clarke)

Felix Mendelssohn - Symphony No. 3 in A minor, Op. 56 "Scottish"

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

straightforwardly

"...as certain dark things are to be loved,
in secret, between the shadow and the soul..." *
painting (detail), photo by celia g.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Madonna with Child

Filippo Lippi, Madonna with Child, 1465 (detail)
Uffizi Gallery,
Florence, Italy
Αυτό το έργο του Filippo Lippi, ζωγραφισμένο γύρω στα 1465, είναι ένα από τα πιο γνωστά και θαυμαστά έργα της Αναγέννησης και εκτίθεται στην Uffizi Gallery στη Φλωρεντία.

Η Παναγία εικονίζεται προφίλ, να προσεύχεται μπροστά στο παιδί, το οποίο υποστηρίζεται από δύο αγγέλους. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση των προσώπων των αγγέλων (περισσότερο μοιάζουν με δύο νεαρά αγόρια, κατεργάρηδες). Πίσω τους φαίνεται ένα όμορφο τοπίο, εμπνευσμένο από τη φλαμανδική ζωγραφική. Η κόμμωση της Παναγίας είναι πολύ κομψή (μαλλιά διακοσμημένα με πέρλες και πέπλα).

Η γλυκύτητα της σύνθεσης, καθώς και η φινέτσα της γυναίκας θα αποτελέσει αργότερα πρότυπο κομψότητας για πολλούς ζωγράφους, όπως τον Μποτιτσέλι, που ήταν μαθητής του Filippo Lippi και δημιουργός των έργων  "Η Γέννηση της Αφροδίτης" και "Άνοιξη".

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

"Μιλώ για την πόλη"

                   Στον Έλιοτ Γουάινμπεργκερ
  Νέα του σήμερα και ερείπια αύριο κιόλας, θαμμένα και αναστημένα κάθε μέρα,
  συνυπάρχουν σε οδούς, πλατείες, λεωφορεία, ταξί, σινεμάδες, θέατρα, μπαρ, ξενοδοχεία, περιστερεώνες, κατακόμβες,
  η πόλη τεράστια και χωράει σε μιά κάμαρα τριών τετραγωνικών μέτρων ατελείωτη σαν γαλαξίας,
  η πόλη που μας ονειρεύεται όλους και που όλοι τη φτιάχνουμε και τη χαλάμε και την ξαναφτιάχνουμε όσο ονειρευόμαστε,
  η πόλη που όλοι ονειρευόμαστε και που ακατάπαυστα μεταβάλλεται όσο εμείς ονειρευόμαστε,
  η πόλη που ξυπνάει κάθε εκατό χρόνια και κοιτάζεται στον καθρέφτη μιάς λέξης και μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ξαναρίχνεται ευθύς στον ύπνο,
  η πόλη που βλασταίνει στα βλέφαρα της γυναίκας που κοιμάται δίπλα μου και αφυπνίζεται,
  με τα μνημεία και τ’ αγάλματά της, με τις ιστορίες και τους θρύλους της
  σ’ έναν κρουνό φτιαγμένον από πάμπολλα μάτια και όπου το καθένα της καθρεφτίζει το ίδιο σταματημένο πάνω στη στιγμή τοπίο,
  πριν απ’ τα σχολεία και τις φυλακές, τους αριθμούς και τα αλφάβητα, τους ιερούς βωμούς και τον νόμο:
  ο ποταμός που είναι τέσσερα ποτάμια, ο κήπος, το δέντρο, η Γυναίκα και ο Άντρας ντυμένος άνεμο
  – να επιστρέφεις, να επιστρέφεις, να ξανάσαι πηλός, να λούζεσαι σ’ αυτό το φως, να κοιμάσαι κάτω από όλες τούτες τις φωτοχυσίες,
  να πλέεις στα νερά του χρόνου σαν το φλογισμένο σφενταμόφυλλο που το παρασέρνει το ρεύμα,
  να επιστρέφεις, κοιμόμαστε άραγε ή είμαστε ξύπνιοι; είμαστε, απλώς βρισκόμαστε εδώ, ξημερώνει, είναι νωρίς,
  βρισκόμαστε στην πόλη, αδύνατον να βγούμε απ’ αυτήν χωρίς να πέσουμε σε άλλην, ταυτόσημη και εν τούτοις διαφορετική, μια πόλη άλλη,
  μιλώ για την τεράστια πόλη, πραγματικότητα καθημερινή φτιαγμένη με δύο μόνο λέξεις: οι άλλοι,
  και σε καθέναν τους υπάρχει ένα εγώ κομμένο από ένα εμείς, ένα εγώ ασύδοτο,
  μιλώ για την πόλη που χτίστηκε απ’ τους νεκρούς, που κατοικείται από τ’ αδιάλλακτα φαντάσματά της, που κυβερνάται απ’ τη δεσποτική της μνήμη,
  η πόλη με την οποία μιλώ όσο δεν μιλώ με κανέναν και που τώρα μου υπαγορεύει τούτες τις άγρυπνες λέξεις,
      μιλώ για τους πύργους, τις γέφυρες, τους υπόγειους σιδηρόδρομους, τα υπόστεγα, θαύματα και όλεθρους,
  το αφηρημένο Κράτος και τις συγκεκριμένες αστυνομίες του, τους παιδαγωγούς του, τους δεσμοφύλακές του, τους ιεροκήρυκές του,
  τα καταστήματα που έχουν τα πάντα και που καταναλώνουμε τα πάντα και όλα γίνονται μεμιάς καπνός,
  τις αγορές με τις πυραμίδες των φρούτων τους, εναλλαγή των τεσσάρων εποχών, τα κρεμασμένα σφαχτάρια στα τσιγκέλια, τους λόφους των μπαχαρικών και τους πύργους με τα βαζάκια τουρσιών και τις κονσέρβες κρέατος,
  όλα τα χρώματα και τα αρώματα, όλες οι γεύσεις και όλα τα υλικά, η παλίρροια των φωνών –νερό, μέταλλο, ξύλο, λάσπη–, η φασαρία, η συναλλαγή και η κοροϊδία από την πρώτη-πρώτη ημέρα και εντεύθεν αδιαλείπτως,
  μιλώ για τα κτίρια από πέτρα πελεκητή και μάρμαρο, από τσιμέντο, γυαλί, σίδερο, για τον κοσμάκη στους προθάλαμους και τα κατώφλια, για τ’ ασανσέρ που ανεβαίνουνε και κατεβαίνουν σαν τον υδράργυρο στο θερμόμετρο,
  για τις τράπεζες και τα διοικητικά συμβούλιά τους, για τα εργοστάσια και τους διευθυντές τους, για τους εργάτες και τις αιμομικτικές τους μηχανές,
  μιλώ για την αμνήμονη παρέλαση της πορνείας σε δρόμους μεγάλους όπως ο πόθος και όπως η ανία,
  για το πηγαινέλα των αυτοκινήτων, καθρέφτη των μόχθων μας, των διαφόρων μορφών του χρέους και του πάθους (γιατί, προς τί, για πού;),
  για τα πάντοτε υπερπλήρη νοσοκομεία και όπου πάντοτε πεθαίνουμε μόνοι,
  μιλώ για το σκιόφως μερικών ναών και για τις τρεμάμενες φλόγες των κεριών στην αγία τράπεζα,
  γλώσσες δειλές, με τις οποίες μιλούν οι ανάπηροι με τους αγίους και με τις παρθένες σε μιά γλώσσα φλογισμένη και συνεχώς διακοπτόμενη,
  μιλώ για τον δείπνο κάτω απ’ το μονόφθαλμο φως, στο κουτσό τραπέζι και στα φαγωμένα γύρω-γύρω στα χείλη τους πιάτα,
  για τις αθώες φυλές που καταυλίζονται στους χερσότοπους με τα γυναικόπαιδά τους, με τα ζωντανά και τα φαντάσματά τους,
  για τους αρουραίους στον υπόνομο και για τους ατρόμητους σπουργίτες που κάνουνε φωλιά τους τα καλώδια, τα γεισώματα και τα μαρτυρικά δεντράκια,
  για τους διαλογιζόμενους γάτους και τις ελευθεριάζουσες διηγήσεις τους στο φως της σελήνης, της σκληρής θεάς των ταρατσών,
  για τους περιπλανώμενους σκύλους, που είναι οι δικοί μας φραγκισκανοί μοναχοί και οι δικοί μας μπχίκου, για τους σκύλους που ξεθάβουνε τα κόκαλα του ήλιου,
  μιλώ για τον αναχωρητή και για την κοινότητα των λιμπερτίνων, για τον όρκο των εκδικητών και για των κλεφτών τη συμμορία,
  για τη συνωμοσία των ισοτιστών και για την εταιρεία των Φίλων του Εγκλήματος, για τη λέσχη των αυτοχείρων και για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη,
  για τον Φίλο των Ανθρώπων, ακονιστή της λαιμητόμου, και για τον Καίσαρα, Τέρψη του Γένους των Ανθρώπων,
  μιλώ για την παραλυτική συνοικία, για τη λαβωμένη μάντρα, τη στερεμένη πηγή, το μουντζουρωμένο άγαλμα,
  μιλώ για τους σκουπιδότοπους που έχουνε ανάστημα βουνού και για τον αμίλητο ήλιο που καθαρίζεται μέσα στην αιθαλομίχλη,
  για τα σπασμένα τζάμια και για την έρημο των παλιοσίδερων, για το έγκλημα της χθεσινής νύχτας και για το συμπόσιο του αθάνατου Τριμαλχίωνα,
  για το φεγγάρι ανάμεσα στις κεραίες των τηλεοράσεων και για μιά πεταλούδα πάνω σ’ έναν κάδο απορριμμάτων καθισμένη,
  μιλώ για ροδαυγές σαν πέταγμα γερανών στη λίμνη και για τον ήλιο με τις διάφανες φτερούγες που κουρνιάζει στα πέτρινα φυλλώματα των εκκλησιών και για το κελάρυσμα του φωτός στους γυάλινους κορμούς των ανακτόρων,
  μιλώ για κάτι σούρουπα στις αρχές φθινοπώρου, καταρράχτες άυλου χρυσού, μετασχηματισμούς αυτού του κόσμου, τα πάντα χάνουν το σώμα τους, τα πάντα μετεωρίζονται,
  το φως στοχάζεται και καθένας μας νιώθει νά ’ναι μέσα στον στοχασμό τούτου του φωτός που αντανακλάται, κι όσο διαρκεί μιά μεγάλη στιγμή ο χρόνος εξατμίζεται, και ξανάμαστε εκ νέου αέρας,
  μιλώ για το καλοκαίρι και για τη νύχτα την αργόσυρτη που μεγαλώνει στον ορίζοντα σαν βουνό καπνού που λίγο-λίγο καταρρέει και πέφτει επάνω μας σαν κύμα,
  συνδιαλλαγή των στοιχείων, η νύχτα έχει γείρει και το κορμί της είναι ποτάμι ορμητικό που μονομιάς κοιμήθηκε, εμείς κλυδωνιζόμαστε στα κύματα της ανάσας της, η ώρα είναι πια χειροπιαστή, μπορούμε να την πιάσουμε όπως πιάνουμε τους καρπούς στα δέντρα,
  ανάψανε τα φώτα, οι λεωφόροι καίγονται απ’ τη φλόγα του πόθου, το φως το ηλεκτρικό στα πάρκα διαπερνάει τα φυλλώματα και πέφτει πάνω μας βροχούλα πράσινη και φωσφορίζουσα που μας φωτίζει χωρίς να μας μουσκεύει, τα δέντρα μουρμουρίζουνε, μας λένε κάτι,
  υπάρχουν δρόμοι στο ημίφως που είναι χαμογελαστοί υπαινιγμοί, δεν ξέρουμε πού πάνε, ίσως τραβάνε την αποβάθρα των χαμένων νησιών,
  μιλώ για τ’ αστέρια πάνω στα ψηλά λιακωτά και για φράσεις δυσανάγνωστες που γράφουν στις πέτρες του ουρανού,
  μιλώ, ναι, για το ξαφνικό ανεμομπόρι που μαστιγώνει τα τζάμια και ταπεινώνει τις αλέες, κράτησε εικοσιπέντε λεπτά και τώρα πια υπάρχουν εκεί ψηλά γαλάζιες τρύπες και πίδακες φωτός, ο ατμός ανεβαίνει από την άσφαλτο, τ’ αυτοκίνητα λάμπουνε, έχει λούμπες εκεί όπου σαλπάρουν πλεούμενα φορτωμένα ανταύγειες,
  μιλώ για σύννεφα νομαδικά και για μιά λυγερή μουσική που φωτίζει ένα δωμάτιο σε κάποιον πέμπτον όροφο και για μιά θορυβώδη ροή γελώτων εν τω μέσω της νυκτός σαν νεράκι μακρινό που ρέει ανάμεσα σε ρίζες και σε χλόες,
  μιλώ για την προσδοκώμενη συνάντηση με αυτή την απροσδόκητη μορφή όπου το άγνωστο σαρκώνεται εμφανιζόμενο ανεξαιρέτως στον καθένα:
  μάτια που είναι η νύχτα που ανοιγοκλείνει και η μέρα που ξυπνάει, η θάλασσα που απλώνεται και η φλόγα που ομιλεί, στήθη γενναία: παλίρροια σεληνιακή,
  χείλη που λένε σουσάμι και ανοίγει ο χρόνος και η κάμαρα η μικρή γίνεται κήπος μεταμορφώσεων, ο δε αήρ και το πυρ συναρμόζονται, ενώ η γη και το ύδωρ συγχωνεύονται,
  ή μήπως είναι η έλευση της στιγμής, όπου ακριβώς εκεί πέρα, σ’ εκείνη την άλλη πλευρά που δεν είναι άλλη από τούτην εδώ, το κλειδί κλειδώνεται και ο χρόνος παύει εκπορευόμενος;
  στιγμή του ίσαμ’ εδώ, τέλος λόξυγκος, βόγκου και αγωνίας, η ψυχή χάνει σώμα και γκρεμίζεται από μιά τρύπα του πατώματος, πέφτει μες στον ίδιο της τον εαυτό, ο χρόνος δεν πατάει πουθενά, είναι ανεδαφικός, διαβαίνουμε έναν διάδρομο αχανή, λαχανιάζουμε σε κάποιαν αμμουδιά,
  η μουσική άραγε αυτή πλησιάζει ή απομακρύνεται, αυτά τα φώτα τα χλωμά σβήνουν ή ανάβουνε; τραγουδάει το διάστημα, ο χρόνος κατεδαφίζεται: πνέει τα λοίσθια, είναι το βλέμμα που γλιστράει στον λείο τοίχο, είναι ο τοίχος που σωπαίνει, ο τοίχος,
  μιλώ για τη δημόσια ιστορία μας και για τη μυστική ιστορία μας, τη δική σου και τη δική μου ιστορία,
  μιλώ για το πέτρινο δάσος, την έρημο του προφήτη, τη μυρμηγκοφωλιά των ψυχών, τη σύναξη των φυλών, τον οίκο των κατόπτρων, τον λαβύρινθο των αντιλάλων,
  μιλώ για τον μεγάλο αχό που έρχεται από τα βάθη των χρόνων, μουρμούρισμα ασυνάρτητο εθνών που ενώνονται ή απόλλυνται, κουτρουβάλα μαζών και των όπλων τους σαν τρόχαλα που σπάνε εκτοξευόμενα, ήχος κουφός οστών καθώς γκρεμίζονται στην τάφρο της ιστορίας μέσα,
       μιλώ για την πόλη, για μιά βοσκοπούλα αιώνων, για μιά μάνα που μας εγκυμονεί και μας καταβροχθίζει, που μας επινοεί και έπειτα μας ξεχνάει.
Octavio Paz, Μιλώ για την πόλη, (μετ. Γιώργος Κεντρωτής)


Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

εικόνα πόλης

φωτ. celia g.
 "...η πόλη που μας ονειρεύεται όλους και που όλοι τη φτιάχνουμε και τη χαλάμε και την ξαναφτιάχνουμε όσο ονειρευόμαστε,
  η πόλη που όλοι ονειρευόμαστε και που ακατάπαυστα μεταβάλλεται όσο εμείς ονειρευόμαστε,
  η πόλη που ξυπνάει κάθε εκατό χρόνια και κοιτάζεται στον καθρέφτη μιας λέξης και μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ξαναρίχνεται ευθύς στον ύπνο..."

Octavio Paz, «Μιλώ για την Πόλη» (απόσπασμα) 



Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Feeling...


«Τhe most painful feeling, the most piercing emotions are also the most absurd ones – the longing for impossible things, precisely because they are impossible, the nostalgia for what never was; the desire for what might have been; one’s bitterness that one is not someone else or one’s dissatisfaction with the very existence of world. All these half-tones of the soul’s consciousness create a raw landscape within us, a sun eternally setting on what we are. Our sense of ourselves then becomes a deserted  field at nightfall with sad reeds flanking a boatless river bright in the darkness growing between the distant shores
Fernando Pessoa, The Book of Disquiet (Το βιβλίο της ανησυχίας)

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Fairground

Lost my heart in the fairground the sad clown tries to smile
How quickly goes our innocence how swiftly were defiled
Lost my heart in the fairground when I saw the cheapest rides
Were the ones the crowds queue for the sad clown stands aside
The vulgar neon prostitutes they always win the day
How swiftly our innocence is swept away
Lost my heart in the fairground when I saw that it was crap
Well marketed and packaged that keeps them coming back
How quickly we do swallow the bitterest of pills
The neon whores and sycophants who peddle cheaper thrills
How quickly fairground barkers learn to shout
The quick and easy buck is what its all about
Lost my heart in the fairground the sad clown tries to smile
How quickly goes our innocence how swiftly were defiled...

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Εὐκοσμία

Ἀναχωρήσεις αὑτοῖς ζητοῦσιν ἀγροικίας καὶ αἰγιαλοὺς καὶ ὄρη, εἴωθας δὲ καὶ σὺ τὰ τοιαῦτα μάλιστα ποθεῖν. ὅλον δὲ τοῦτο ἰδιωτικώτατόν ἐστιν, ἐξόν, ἧς ἂν ὥρας ἐθελήσῃς, εἰς ἑαυτὸν ἀναχωρεῖν. οὐδαμοῦ γὰρ οὔτε ἡσυχιώτερον οὔτε ἀπραγμονέστερον ἄνθρωπος ἀναχωρεῖ ἢ εἰς τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, μάλισθ' ὅστις ἔχει ἔνδον τοιαῦτα, εἰς ἃ ἐγκύψας ἐν πάσῃ εὐμαρείᾳ εὐθὺς γίνεται˙ τὴν δὲ εὐμάρειαν οὐδὲν ἄλλο λέγω ἢ εὐκοσμίαν. συνεχῶς οὖν δίδου σεαυτῷ ταύτην τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἀνανέου σεαυτόν˙ βραχέα δὲ ἔστω καὶ στοιχειώδη ἃ εὐθὺς ἀπαντήσαντα ἀρκέσει εἰς τὸ πᾶσαν λύπην ἀποκλύσαι καὶ ἀποπέμψαι σε μὴ δυσχεραίνοντα ἐκείνοις ἐφ ἃ ἐπανέρχῃ. 
Μάρκος Αυρήλιος, Τα Εις Εαυτόν, Βιβλίο 4, 3