Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

"στα χρυσά πόδια των ημερών που περνάνε χορεύοντας"

"Ένα μεγάλο ποτάμι ζωής ρέει ανάμεσα σε μένα και σε μια ημερομηνία τόσο απόμακρη. Δύσκολα, αν όχι καθόλου, μπορείς να διακρίνεις κάτι σε μια τόσο αχανή έρημο. Όμως για μένα όλα φαίνονται να έγιναν, δεν θα έλεγα χτες αλλά σήμερα. Ο χρόνος είναι μια πολύ μακριά στιγμή. Δεν μπορούμε να τη χωρίσουμε σε εποχές. Μπορούμε μονάχα να καταγράφουμε τις διαθέσεις του και να σημειώνουμε την επιστροφή τους. Σε μας ο ίδιος ο χρόνος δεν προχωρά. Περιστρέφεται. Μοιάζει να στριφογυρίζει γύρω από ένα κέντρο πόνου. Η παραλυτική ακινησία μιας ζωής, όπου κάθε σύμπτωσή της οργανώνεται πάνω σε ένα απαράλλαχτο σχεδιάγραμμα, έτσι που να τρώμε, να πίνουμε, να ξαπλώνουμε και να προσευχόμαστε ή τουλάχιστον να γονατίζουμε για προσευχή σύμφωνα με τους άκαμπτους κανόνες ενός άτεγκτου προγραμματισμού· αυτή η ιδιότητα της στατικότητας, που κάνει την κάθε φρικτή μέρα πανομοιότυπη στην παραμικρή της λεπτομέρεια με την αδερφική της, μοιάζει να έρχεται σε επαφή με εκείνες τις εξωτερικές δυνάμεις των οποίων η πεμπτουσία είναι η ακατάπαυστη αλλαγή. […] Για μένα δεν υπάρχει παρά μια μόνο εποχή, η εποχή της θλίψης. Ακόμα και τον ήλιο και το φεγγάρι μου τα έχουν στερήσει. Έξω μπορεί η μέρα να είναι γαλάζια και χρυσαφιά, αλλά το φως που τρυπώνει εδώ μέσα από τα θολωμένα τζάμια του μικρού σιδερόφρακτου φεγγίτη, βαθιά κάτω από τον οποίο καθόμαστε, είναι σκούρο και μισερό. Στο κελί μου είναι πάντα σούρουπο που βασιλεύει στην καρδιά μου, και στις σφαίρες της σκέψης, όπως ακριβώς και στις σφαίρες του χρόνου, η κίνηση δεν υπάρχει άλλο πια. Εκείνο που εσύ ο ίδιος ξέχασες από καιρό, ή μπορείς εύκολα να ξεχάσεις, συμβαίνει σε μένα τώρα, και θα μου συμβεί αύριο πάλι. Θυμήσου αυτό και τότε θα μπορέσεις να αντιληφθείς, έστω και λίγο, γιατί γράφω και μάλιστα κατ’ αυτό τον τρόπο…"
Oscar Wilde, De profundis, μτφ. Α. Ρικάκης, εκδ. Κάκτος, σελ. 71,72

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Nude with buildings

Tamara de LempickaNude with Buildings (1930)

A young woman, who has lowered all her defenses, clasps a frail olive branch between her fingers. It represents the natural world, a recollection that seems far away indeed, in this petrified and chilling urban desert
(delempicka.org)

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

"Τα αποδημητικά πουλιά... πετάνε, όλο πετάνε..."

Pablo Picasso, Two friends, 1904
ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Έλα δω, νenez ici. (Η Ειρήνα πηγαίνει, κάθεται κοντά του στο τραπέζι) Δεν μπορώ να κάνω χωρίς εσένα! (Η Ειρήνα απλώνει τα χαρτιά για πασιέντσα)
ΒΕΡΣININ: Λοιπόν, μια και δε μας φέρνουν τσάι, ας φιλoσoφήσουμε λιγάκι.
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ελάτε... Για τι ζήτημα θα μιλήσoυμε;
ΒΕΡΣININ; Για τι ζήτημα; Ας oνειρoπoλήσoυμε, λόγου χάρη, για αυτό που θα 'ρθει ύστερα από μας. Ύστερα από διακόσια-τριακόσια χρόνια.
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Λοιπόν, ύστερ' από μας, οι άνθρωποι θα πετούν με αερόστατο, θα 'χουν αλλάξει τη μόδα στα σακάκια τους, θ' ανακαλύψουν ίσως την έκτη αίσθηση και θα την καλλιεργήσουν, όμως η ζωή θα μένει πάντα ίδια, δύσκολη, γεμάτη μυστήριο και ευτυχία. Ακόμα και σε χίλια χρόνια ο άνθρωπος θ' αναστενάζει όπως και τώρα. «Αχ, τι δύσκολη που είναι η ζωή!» Και ακριβώς όπως τώρα, θα φοβάται το θάνατο και δε θα τον επιθυμεί.
ΒΕΡΣININ, ύστερ' από ολιγόλεπτο στοχασμό: Ε, λοιπόν, δεν ξέρω. Εγώ νομίζω πως όλα πάνω στη γη πρόκειται ν' αλλάξουν, σιγά σιγά, και μάλιστα άρχισαν κιόλας ν' αλλάζουν μπρος στα μάτια μας. Σε διακόσια-τριακόσια χρόνια, μπορεί και σε χίλια χρόνια -ο χρόνος δεν έχει σημασία- μια νέα, μια ευτυχισμένη, ζωή θα προβάλει. Εμείς φυσικά δε θα την προφτάσουμε αυτή τη ζωή, όμως γι' αυτήν ζούμε σήμερα, γι' αυτήν δουλεύουμε, ναι, ναι, γι' αυτήν υποφέρουμε -τη δημιουργούμε! Και μονάχα σ' αυτό βρίσκεται ο σκοπός της ύπαρξής μας και η ευτυχία μας, αν αγαπάτε! (Η Μάσσα γελάει σιγά)
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Γιατί γελάτε;
ΜΑΣΣΑ: Δεν ξέρω. Σήμερα όλη μέρα γελάω.
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Σπούδασα στην ίδια σχολή που σπουδάσατε κι εσείς, δεν πήγα στη Στpατιωτική Ακαδημία. Διαβάζω πάρα πoλύ, όμως δεν ξέρω να διαλέγω τα βιβλία μου και συχνά διαβάζω πράγματα που δε χρειάζονται. Κι όμως, όσο περισσότερο ζω, τόσα περισσότερα θέλω να μαθαίνω. Τα μαλλιά μου ασπρίζουν, κοντευω να γεράσω, κι όμως ξέρω τόσο λίγα, ω, τόσο λίγα! Μου φαίνεται ωστόσο πως το πιο σπουδαίο, το πιο ουσιαστικό το ξέρω - το ξέρω καλά. Πόσο θα 'θελα να σας αποδείξω πως ευτυχία δεν υπάρχει για μας, δεν μπορεί να υπάρξει και δε θα υπάρξει ποτέ... 'Εχουμε χρέος μονάχα να δουλέψουμε, να δουλέψουμε! Όσο για την ευτυχία, αυτή είναι μια κληρονομιά για τους μακρινούς απογόνους μας. (Παύση) Αν εγώ δεν τη γνωρίσω, τουλάχιστο θα τη γνωρίσουν οι απόγονοι των απογόνων μου. (Ο Φεντότικ και ο Ροντέ παρουσιάζονται μέσα στη σάλα. Κάθονται και σιγοτραγουδούν παίζοντας κιθάρα).
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Ώστε, κατά τη γνώμη σας, δεν πρέπει ούτε να ονειρευόμαστε την ευτυχία; Κι αν εγώ είμαι ευτυχισμένος;
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Όχι!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ, ανοίγει τα χέρια του γελώντας: Ε, είναι φανερό πως δεν καταλαβαινόμαστε! Μα πώς να σας πείσω; (Η Μάσσα γελάει σιγανά)
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ, τη δείχνει με το δάχτυλο: Γελάτε, ε; (Στον Βερσίνιν) 'Όχι μόνον έπειτα από διακόσια-τριακόσια χρόνια, αλλά κι έπειτα από ένα εκατομμύριο χρόνια, η ζωή θα είναι ακριβώς η ίδια, όπως ήτανε πάντα. Η ζωή δεν αλλάζει. Μένει αμετάβλητη, ακολουθώντας δικούς της νόμους, τους οποίους εμείς δεν ξέρουμε και ούτε θα τους μάθουμε ποτέ. Τα αποδημητικά πουλιά, οι γερανοί, λόγου χάρη, πετάνε κι όλο πετάνε. Κι οποιεσδήποτε σκέψεις ανώτερες ή κατώτερες κι αν στριφογυρίζουν στα κεφάλια τους, θα εξακολουθούν πάντα να πετάνε, δίχως να ξέρουνε το που και το γιατί πετάνε και θα πετάνε, όσοι φιλόσοφοι κι αν ξεφυτρώσουν ανάμεσά τους. Ας φιλοσοφούν αυτοί όσο θέλουνε, φτάνει μονάχα να πετάνε...
ΜΑΣΣΑ: Κι όμως η ζωή έχει κάποιο νόημα!
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Nόημα; Ορίστε: χιονίζει. Τι νόημα υπάρχει σ' αυτό;
ΜΑΣΣΑ: Θαρρώ πως ο άνθρωπος πρέπει να πιστεύει και ν' αναζητά κάποια πίστη, αλλιώς η ζωή του είναι άδεια, ολότελα άδεια. Να ζεις και να μην ξέρεις γιατί πετούν οι γερανοί, γιατί γεννιούνται τα παιδιά, γιατί υπάρχουν άστρα στον ουρανό! Πρέπει κανείς να ξέρει γιατί ζει, αλλιώς είναι όλα κουταμάρες, χαμένος καιρός. (Παύση)
ΒΕΡΣΙΝΙΝ: Έπειτα, λυπάται κανείς που φεύγουν τα νιάτα.
ΜΑΣΣΑ: Ο Γκόγκολ λέει κάπου: «Βαριά η ζωή σ' αυτό τον κόσμο, κύριοι»
ΤΟΥΖΕΜΠΑΧ: Κι εγώ λέω: Είναι δύσκολο να συνεννοηθεί κανείς μαζί σας, κύριοι! Άει στο καλό!

Άντον Τσέχωφ, "Οι τρεις αδερφές" (απόσπασμα)

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ανεπίδοτη επιστολή *!

Δίδειν και λαμβάνειν

Fernando Castillo - The black cat - 1929
"Οι καλλιεργημένοι άμουσοι ζητούν συνήθως από το έργο τέχνης κάτι να τους δώσει. Δεν αγανακτούν πια με τη ριζοσπαστικότητα, αλλά αποτραβιούνται στον αδιάντροπα μετριόφρονα ισχυρισμό ότι δεν καταλαβαίνουν. Αυτός παραμερίζει ακόμη και την αντίσταση, την τελευταία αρνητική σχέση προς την αλήθεια, και το σκανδαλιστικό αντικείμενο καταχωρείται χαμογελαστά στον κατάλογο των ανόμοιών του, των διαρκών αγαθών ανάμεσα στα οποία έχει κανείς την δυνατότητα να επιλέγει και τα οποία μπορεί κανείς να απορρίπτει, χωρίς να φέρει ο ίδιος καν την ευθύνη γι’ αυτό. είμαι απλούστατα κουτός, δεν μπορώ να παρακολουθήσω, λένε,  και όσο περισσότερο μειώνουν τον εαυτό τους, τόσο πιο σταθερά συμμετέχουν στην κραταιή ταυτοφωνία της vox inhumana populi, στη δικάζουσα εξουσία του απολιθωμένου πνεύματος της εποχής. Το ακατανόητο, από το οποίο κανένας δεν έχει όφελος, από προκλητικό έγκλημα γίνεται αξιολύπητη ανοησία. Μαζί με το κεντρί απομακρύνουν και τον πειρασμό. Ότι πρέπει να δίδεται στους ανθρώπους κάτι, φαινομενικά το αίτημα της ουσιαστικότητας και πληρότητας, αυτό ακριβώς αποκλείει τις τελευταίες και κάνει το δίδον να φτωχαίνει.
Κατ’ αυτό όμως η σχέση προς τους ανθρώπους εξισώνεται με την αισθητική σχέση. Η κατηγορία ότι δεν δίνει κανείς τίποτε, είναι αξιοθρήνητη. Αν η σχέση έγινε στείρα, οφείλει κανείς να τη διαλύσει. Σε εκείνον όμως που εμμένει σε αυτή και ωστόσο παραπονιέται, λείπει πάντοτε το δεκτικό όργανο: η φαντασία. Και οι δυο πρέπει να δίνουν κάτι, ευτυχία ως το κατ’ εξοχήν μη ανταλλάξιμο, μη αγώγιμο, όμως αυτό το δίδειν είναι αδιαχώριστο από το λαμβάνειν. Έχει επέλθει το τέλος, όταν πια δεν φτάνει στον άλλον αυτό που βρίσκει κανείς γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει αγάπη που να μην είναι ηχώ. Στους μύθους η αποδοχή της προσφερόμενης θυσίας αποτελούσε εγγύηση για την απονομή χάρης· γι’ αυτήν την αποδοχή παρακαλεί η αγάπη, το ομοίωμα της θυσίας, ώστε να μην αισθάνεται να την βαραίνει η κατάρα. Η παρακμή της προσφοράς δώρων συμπορεύεται σήμερα με τη σκλήρυνση απέναντι στο λαμβάνειν. Η τελευταία όμως καταλήγει σε εκείνη την απάρνηση της ίδιας της ευτυχίας, η οποία και μόνο επιτρέπει στους ανθρώπους να προσκολλώνται στο δικό τους είδος ευτυχίας. Θα διαρρηγνυόταν το τείχος στο σημείο που θα δέχονταν από τον άλλον ό,τι με σφιγμένα χείλη πρέπει να απαγορεύουν στον εαυτό τους. Αυτό όμως γίνεται δύσκολο γι’ αυτούς εξαιτίας της προσπάθειας που απαιτεί από τους ίδιους το λαμβάνειν. Ξετρελαμένοι με την τεχνική, μεταβιβάζουν το μίσος για την περιττή καταπόνηση της ύπαρξής τους στο ξόδεμα ενέργειας, το οποίο ως κινούν στοιχείο του είναι τους, χρειάζεται η ηδονή ως τις έσχατες μετουσιώσεις της. Παρά τις αμέτρητες διευκολύνσεις η πρακτική τους παραμένει παράλογος μόχθος· τη σπατάλη των δυνάμεων στην ευτυχία, το μυστικό της τελευταίας εντούτοις δεν την ανέχονται. Εδώ πρέπει να ακολουθούν τα αγγλικά συνθήματα relax και take it easy, τα οποία προέρχονται από τη γλώσσα των αδερφών νοσοκόμων, και όχι από εκείνη της συναισθηματικής πλησμονής. Η ευτυχία είναι ξεπερασμένη: αντιοικονομική. Διότι η ιδέα της, η σεξουαλική ένωση, είναι το αντίθετο του χαλαρού, η ευτυχής ένταση, όπως ακριβώς κάθε δουλειά υπό τον ζυγό είναι η δυστυχής."
Theodor Adorno, Minima Moralia (σελ. 139, 140)

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Το ράγισμα

“The world only exists in your eyes-- your conception of it. You can make it as big or as small as you want to. And you're trying to be a little puny individual. By God, if I ever cracked, I'd try to make the world crack with me.” 
Edward Hopper, Nighthawks,  1942
«Αντί να είσαι τόσο λυπημένος για τον εαυτό σου», είπε, και καθώς έλεγε πάντα «άκου», γιατί σκεφτόταν όταν μιλούσε, αληθινά σκεφτόταν, συνέχισε: «Άκου, ας υποθέσουμε πως αυτό το ράγισμα δεν έγινε μέσα σου, αλλά πως ράγισε το Γκραντ Κάνυον». 
«Το ράγισμα έγινε μέσα μου» είπα ηρωικά. «Άκου! Ο κόσμος υπάρχει μόνο στα μάτια σου -σημασία έχει η αντίληψή σου για τον κόσμο. Μπορείς να τον κάνεις όσο μεγάλο ή μικρό θέλεις. Κι εσύ προσπαθείς να είσαι ένα αδύναμο μικρό άτομο. Μα τω Θεώ, αν ράγιζα, θα προσπαθούσα να κάνω τον κόσμο να ραγίσει μαζί μου. Άκου! Ο κόσμος υπάρχει μόνο εξαιτίας της ιδέας που έχεις γι’ αυτόν, κι επομένως είναι προτιμότερο να λες ότι δε ράγισες εσύ, αλλά το Γκραντ Κάνυον». «Επιστράτευσες όλο τον Σπινόζα σου;». «Δεν ξέρω τίποτα για τον Σπινόζα. Ξέρω…». 
Και μίλησε για τα δικά της παλιά βάσανα, που φαίνονταν πιο οδυνηρά απ’ τα δικά μου, και μου εξήγησε με ποιον τρόπο τα αντιμετώπισε, τα ξεφορτώθηκε, τα νίκησε. Αυτά που είπε με επηρέασαν κάπως, αλλά είμαι άνθρωπος που σκέφτεται αργά, και μου ήρθε ταυτόχρονα στο νου το γεγονός ότι, απ’ όλες τις φυσικές δυνάμεις, η ζωτικότητα είναι η λιγότερο μεταδοτική. Τις μέρες που ο χυμός έρχεται σε κάποιον σαν αφορολόγητο είδος, αυτός προσπαθεί να τον ξοδέψει, να τον μοιράσει -αλλά πάντα χωρίς επιτυχία. Η ζωτικότητα δεν «αποκτάται ποτέ». Την έχεις ή δεν την έχεις, όπως την υγεία ή τα μαύρα μάτια ή το αίσθημα της τιμής ή μια φωνή βαρυτόνου. 
Θα μπορούσα να της ζητήσω να μου δανείσει λίγη από τη δική της, που ήταν πακεταρισμένη και έτοιμη για μαγείρεμα στο σπίτι και για χώνεψη, αλλά δε θα ήταν ποτέ δυνατό να την αποκτήσω -ακόμα κι αν περίμενα χίλιες ώρες με το τενεκεδένιο φλιτζάνι του αυτοοικτιρμού. Θα μπορούσα να βγω από την πόρτα της κρατώντας τον εαυτό μου πολύ προσεκτικά, σαν ραγισμένο πορσελάνινο σερβίτσιο, και να πάω μακριά στον κόσμο της πικρίας, όπου έφτιαχνα ένα σπίτι με υλικά σαν αυτά που βρίσκονται εδώ -και να λέω στον εαυτό μου μόλις έβγαινα από την πόρτα της: «Υμείς είστε το άλας της γης. Εάν δε το άλας μωρανθεί, εν τίνι ολισθήσεται;» 
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Το Ράγισμα, (απόσπασμα) εκδ. Ροές, 2010, μτφ. Γιάννης Λάμψας

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

"Πάντα το Πάσχα θα επιστρέφει..."

Georges Seurat,  La Parade du Cirque (1888),
Metropolitan Museum of Art, New York


Για τις στιγμές που κρατά μια ανάσα νιώθω βαθύτερα παρά ποτέ την παροδικότητα της μορφής μου κι αισθάνομαι να περνώ στην άλλη όχθη, στην όχθη της μεταμόρφωσης, της πέτρας, της γης, της βατομουριάς, της ρίζας των δέντρων. Στα σημάδια που αφήνει το πέρασμα του χρόνου γαντζώνεται η δίψα μου, στο χώμα και στο νερό και στα μαραμένα φύλλα. Αύριο, μεθαύριο, σύντομα, σύντομα θα γίνω εσύ, θα γίνω φύλλο, θα γίνω ρίζα και δεν θα γράφω πια λόγια στο χαρτί, δεν θα μυρίζω πια το μεγαλόπρεπο χείρανθο, δεν θα κουβαλάω πια τον λογαριασμό του οδοντιάτρου στην τσέπη, δεν θα με βασανίζουν πια οι επικίνδυνοι δημόσιοι υπάλληλοι για το πιστοποιητικό καταγωγής - θα' μαι σύννεφο που κολυμπά στο γαλάζιο, κύμα που κυλά στο ρυάκι, φυλλαράκι που μπουμπουκιάζει στον θάμνο, θα βυθιστώ στη λήθη, στην πολυπόθητη μετουσίωση.
Δεκάδες και εκατοντάδες φορές ακόμα θα με αρπάξεις και πάλι, θα με μαζέψεις και θα με αιχμαλωτίσεις, κόσμε των λέξεων, κόσμε των ανθρώπων, κόσμε της μεγάλης χαράς και του εμπύρετου φόβου. Χιλιάδες φορές θα με γοητεύσεις και θα με τρομάξεις με τραγούδια τραγουδισμένα στο πιάνο, με εφημερίδες, με τηλεγραφήματα, με αναγγελίες θανάτου, με έντυπα δηλώσεων και με όλα τα παρανοϊκά σου πράγματα, κόσμε γεμάτε χαρά και φόβο, γλυκιά όπερα γεμάτη μελωδικές ανοησίες! Αλλά ποτέ πια, αν ο θεός το θελήσει, δεν θα σε χάσω εντελώς, ευλάβεια του εφήμερου, γεμάτη πάθος μουσική της αλλαγής, ετοιμότητα του θανάτου, θέληση της αναγέννησης. Πάντα το Πάσχα θα επιστρέφει, πάντα η χαρά θα γίνεται φόβος, ο φόβος λύτρωση, δίχως θλίψη το τραγούδι του εφήμερου θα με συνοδεύει στον δρόμο μου, γεμάτο από ναι, γεμάτο ετοιμότητα, γεμάτο ελπίδα.
Hermann Hesse, Ωριμάζοντας γινόμαστε όλο και νεότεροι, σ. 12-14, εκδ. Καστανιώτη

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

...με τον Άγιο απόντα

φωτ. celia g.
"Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής..."