Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

...σαν τα ποτάμια

"Οι άνθρωποι μοιάζουν με τα ποτάμια: το νερό τρέχει το ίδιο παντού και πάντοτε στην κοίτη τους, όμως, τα ποτάμια σ’ άλλα τους μέρη είναι στενά, ορμητικά, σ’ άλλα πλατιά, ήσυχα, καθαρά, κρύα και σ’ άλλα θολά και χλιαρά. Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του το πρόπλασμα όλων των ιδιοτήτων του ανθρώπινου γένους και ανάλογα πότε εκδηλώνει αυτές και πότε τις άλλες με αποτέλεσμα συχνά να εμφανίζεται τελείως αγνώριστος, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιαίτερη φύση του. Σε ορισμένους ανθρώπους οι μεταβολές αυτές εκδηλώνονται με ασυνήθιστη ένταση και εναλλαγή. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο (Ντμίτρι Ιβάνοβιτς) Νεχλιούντοφ..."
Leo Tolstoy, Ανάσταση, μτφ. Γεράσιμος Κυριακάτος,εκδ. Γκοβόστη, σελ. 236

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

"A man in his life"

photo: celia g.
A man doesn't have time in his life
to have time for everything. 
He doesn't have seasons enough to have
a season for every purpose.
 Ecclesiastes
Was wrong about that. 
A man needs to love and to hate at the same moment,
to laugh and cry with the same eyes,
with the same hands to throw stones and to gather them,
to make love in war and war in love. 
And to hate and forgive and remember and forget,
to arrange and confuse, to eat and to digest
what history
takes years and years to do. 
A man doesn't have time.
When he loses he seeks, when he finds
he forgets, when he forgets he loves, when he loves
he begins to forget.  
And his soul is seasoned, his soul
is very professional. 
Only his body remains forever
an amateur.
 It tries and it misses,
gets muddled, doesn't learn a thing,
drunk and blind in its pleasures
and its pains. 
He will die as figs die in autumn,
Shriveled and full of himself and sweet,
the leaves growing dry on the ground,
the bare branches pointing to the place
where there's time for everything.

Written by  Yehuda Amichai *

Ο Yehuda Amichai (1924-2000) ήταν ένας Ισραηλινός ποιητής και κατά πολλούς ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές. 
«Amichai's poetry deals with issues of day-to-day life, and with philosophical issues of the meaning of life and death. His work is characterized by gentle irony and original, often surprising imagery. Like many secular Israeli poets, he struggles with religious faith. His poems are full of references to God and the religious experience. He was described as a philosopher-poet in search of a post-theological humanism. Amichai has been credited with a "rare ability for transforming the personal, even private, love situation, with all its joys and agonies, into everybody's experience, making his own time and place general."» (en.wikipedia.org)

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

«Lord who mad the lion and the lamb... »

"...You decreed I should be what I am.
Would it spoil some vast eternal plan?
If I were a wealthy man...."
Marc Chagall, ‘De Violist
[O Μαρκ Σαγκάλ (1887 –1985) ήταν Γάλλος ζωγράφος, Ρωσο-εβραϊκής καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης.]
"If I Were a Rich Man" is a popular song from the 1964 musical Fiddler on the Roof. It was written by Sheldon Harnick and Jerry Bock. The song is performed by Tevye, the main character in the musical, and reflects his dreams of glory.
The title is inspired by a 1902 monologue by Sholem Aleichem in Yiddish, Ven ikh bin Rothschild (If I were a Rothschild),] a reference to the wealth of the Rothschild family, although the content is quite different. The lyric is based in part on passages from Sholem Aleichem’s 1899 short story "The Bubble Bursts." Both stories appeared in English in the 1949 collection of stories Tevye's Daughters.(en.wikipedia.org)
«If I were a rich man» 
από το μιούζικαλ Fiddler on the roof

"Sunrise Sunset"

"One season following another
Laden with happiness and tears" 

 Από την ταινία Fiddler on the Roof
το υπέροχο τραγούδι του γάμου. !!!!!
Is this the little girl I carried?
Is this the little boy at play?
I don't remember growing older
When did they?
When did she get to be a beauty?
When did he grow to be so tall?
Wasn't it yesterday
When they were small?
Sunrise, sunset
Sunrise, sunset
Swiftly flow the days
Seedlings turn overnight to sunflowers
Blossoming even as they gaze
 Sunrise, sunset
Sunrise, sunset
Swiftly fly the years
One season following another
Laden with happiness and tears
One season following another
Laden with happiness and tears
Sunrise, sunset
Sunrise, sunset

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

"Dearest Father..."

"Πολυαγαπημένε πατέρα,
πρόσφατα με ρώτησες κάποια φορά γιατί ισχυρίζομαι πως σε φοβάμαι. Εγώ δεν ήξερα, ως συνήθως, τι να σου απαντήσω, εν μέρει ακριβώς λόγω του φόβου που νιώθω για σένα, εν μέρει επειδή στην αιτιολόγηση του φόβου αυτού συγκαταλέγονται πάρα πολλές λεπτομέρειες, που εν τη ρύμη του λόγου εγώ ούτε κατά το ήμισυ δεν θα μπορούσα να τις συγκρατήσω. Κι αν εδώ προσπαθώ να σου απαντήσω γραπτώς, μόνο ανολοκλήρωτο κατά πολύ θα αποβεί και τούτο, επειδή και κατά τη γραφή ο φόβος και οι συνέπειές του με κωλύουν έναντί σου κι επειδή το μέγεθος του υλικού εν γένει υπερβαίνει κατά πολύ τη μνήμη μου και το λογικό μου.
Για σένα το ζήτημα αποδεικνυόταν πάντοτε πολύ απλό, τουλάχιστον στον βαθμό που μιλούσες εσύ γι’ αυτό ενώπιόν μου και, αδιακρίτως, ενώπιον πολλών άλλων. Εσένα σου φαινόταν να είναι κάπως έτσι: Εσύ εργαζόσουν σκληρά σ’ όλη σου τη ζωή, τα πάντα για τα παιδιά σου, προ πάντων για εμένα τα θυσίαζες, εγώ έκαμνα συνεπώς «ζωή χαρισάμενη», είχα πλήρη ελευθερία να μάθω ό,τι ήθελα, κανέναν λόγο δεν είχα να έχω έγνοιες για την καθημερινή διατροφή, να έχω έγνοιες συνεπώς εν γένει· εσύ αντί αυτών καμία ευγνωμοσύνη δεν αξίωνες, γνωρίζεις «την ευγνωμοσύνη των παιδιών», αλλά εν τούτοις τουλάχιστον μια κάποια ανταπόκριση, δείγμα κάποιας ευσπλαχνίας· αντί γι’ αυτά εγώ ανέκαθεν πήγαινα και κρυβόμουν από σένα, στο δωμάτιό μου, στα βιβλία, σε τρελούς φίλους, σε υπερβολικές ιδέες· ανοιχτά εγώ ούτε μία φορά δεν μίλησα μαζί σου, στον ναό δεν ερχόμουν κοντά σου, στα λουτρά στο Φράντσενσμπαντ ουδέποτε σε επισκέφθηκα, ούτε κατά τα άλλα έδειξα ποτέ ενδιαφέρον για την οικογένεια, για το εμπορικό και για τις άλλες σου τις υποθέσεις δεν γνοιάστηκα, το εργοστάσιο το φόρτωσα σ’ εσένα κι ύστερα σ’ εγκατέλειψα, την Όττλα την υποστήριξα στην αυτογνωμοσύνη της κι ενώ για σένα δεν κουνώ ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι (ούτε καν ένα εισιτήριο για το θέατρο δεν σου φέρνω), για τους ξένους κάμνω τα πάντα. Αν ανακεφαλαιώσεις την κρίση σου για μένα, θα προκύψει πως εσύ δεν με κατηγορείς ασφαλώς για κάτι τι όντως ανάρμοστο ή κακό (μ’ εξαίρεση ίσως την τελευταία μου πρόθεση να νυμφευθώ), αλλά για ψυχρότητα, απομάκρυνση, αγνωμοσύνη. Και μάλιστα με κατηγορείς γι’ αυτά έτσι, σαν να ήταν δικό μου το φταίξιμο, σαν να μπορούσα εγώ με κάποιον ελιγμό να διευθετήσω αλλιώς το όλο πράγμα, ενώ εσύ δεν έχεις την παραμικρή ευθύνη γι’ αυτό, παρά μόνο μίαν ίσως, ότι εσύ παραήσουν καλός μαζί μου.
Τούτον τον συνήθη τον τρόπο σου να τα παρουσιάζεις τον θεωρώ σωστό μόνο υπό την έννοια ότι κι εγώ πιστεύω πως εσύ δεν έχεις παντελώς καμία ευθύνη για την αποξένωσή μας. Αλλά υπό την ιδίαν έννοια δεν έχω παντελώς καμία ευθύνη και εγώ. Αν μπορούσα να σε κάμω να το αναγνωρίσεις τούτο, τότε θα ήταν δυνατή – όχι κάποια ζωή καινούργια, γι’ αυτό παραείμαστε κι οι δυο πολύ μεγάλοι, αλλά ωστόσο κάποια μορφή γαλήνης, όχι κάποια κατάπαυση, αλλά ωστόσο κάποιος κατευνασμός των ακατάπαυστων των κατηγοριών σου.
[…]
 Εν πάση περιπτώσει εμείς ήμαστε τόσο διαφορετικοί και μέσα στη διαφορετικότητα αυτή τόσο επικίνδυνοι ο ένας για τον άλλον, που, αν είχε θελήσει να υπολογίσει κανείς εκ των προτέρων πώς θα συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον, εγώ, το αργά-αργά αναπτυσσόμενο παιδί, κι εσύ, ο ολοκληρωμένος άνδρας, θα μπορούσε να είχε υποθέσει πως εσύ απλώς θα με ποδοπατούσες μέχρι που δεν θ’ απέμενε τίποτε από μένα. Τούτο όμως δεν συνέβη, τα της ζωής δεν υπολογίζονται, ίσως όμως συνέβησαν χειρότερα. Παρεμπιπτόντως σε παρακαλώ όμως και πάλι να μην ξεχνάς πως εγώ ούτε κατά διάνοια ουδέποτε θα πιστέψω πως υπάρχει ευθύνη απ’ τη δική σου την πλευρά. Εσύ επέδρασες επάνω μου έτσι όπως έμελλε να επιδράσεις, μόνο που θα πρέπει να πάψεις να θεωρείς ιδιαίτερα κακό απ’ τη δική μου την πλευρά το ότι σ’ εκείνη την επίδραση εγώ υπέκυψα...."
Franz Kafka, Επιστολή προς τον πατέρα, απόσπασμα, μετ. Αλ. Κυπριώτης,εκδ. Ίνδικτος

Vivaldi, Four Seasons (Winter)

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

"'Beauty is truth, truth beauty" *

My heart aches, and a drowsy numbness pains
My sense, as though of hemlock I had drunk,
Or emptied some dull opiate to the drains
One minute past, and Lethe-wards had sunk:
’Tis not through envy of thy happy lot,
 But being too happy in thine happiness,—
 That thou, light-winged Dryad of the trees,
 In some melodious plot
 Of beechen green, and shadows numberless,
 Singest of summer in full-throated ease.

Η πρώτη στροφή από το ποίημα του Άγγλου ρομαντικού ποιητή John Keats, "Ode to a Nightingale"

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

του ουρανοδρόμου πρίγκιπα...

"On ne voit bien qu'avec le cœur. L'essentiel est invisible pour les yeux."
Shostakovich, Waltz 2
“- Όμως θα κλαις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
 - Και βέβαια, είπε η αλεπού.
 - Επομένως δεν κέρδισες τίποτα.
 - Κέρδισα, είπε η αλεπού, κέρδισα το χρώμα του σταριού.”

Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, Μικρός Πρίγκιπας

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

"The Stranger" (Meursault)

Ο Ξένος αποτελεί "τη μυθιστορηματική απεικόνιση του φιλοσοφικού συστήματος του παράλογου, όπως διατυπώθηκε στο «Μύθο του Σίσυφου». Ο άνθρωπος τη στιγμή που πρόκειται να κάνει κάτι, παρατηρεί συχνά ότι μπορεί να κάνει το ένα ή το άλλο και του είναι αδιάφορο ποιο τελικά δρόμο θα ακολουθήσει. Δεν έχει ψευδαισθήσεις για τις καθιερωμένες αξίες και φέρεται σαν η ζωή να μην έχει νόημα."

Η παρακάτω σκηνή είναι από το τέλος του πρώτου μέρους. (Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η ζωή του κεντρικού ήρωα και αφηγητή Μερσώ- ατόμου συναισθηματικά αποστασιοποιημένου από το περιβάλλον του- πριν το έγκλημα, ενώ στο δεύτερο μέρος η ζωή του μετά από αυτό.)

"And each successive shot was another loud, fateful rap on the door of my undoing."
by Rene Magritte
"Κι αυτή την φορά, δίχως να σηκωθεί, ο Άραβας τράβηξε το μαχαίρι του και μου το έδειξε μέσα στον ήλιο. Το φως έπεσε πάνω στο ατσάλι κι ήταν σα μια μακριά αστραφτερή λεπίδα που με χτυπούσε κατακούτελα. Την ίδια στιγμή ο ιδρώτας που είχε μαζευτεί μέσα στα φρύδια μου κύλησε μονομιάς πάνω στα βλέφαρά μου και τα σκέπασε μ’ ένα χλιαρό και πυκνό πέπλο. Τα μάτια μου τυφλώθηκαν πίσω απ’ αυτό το παραπέτασμα από δάκρυα κι αλάτι. Δεν ένιωθα πια, παρά τα κύμβαλα του ήλιου πάνω στο μέτωπό μου, και πιο αμυδρά, το αστραφτερό λόγχισμα απ’ το μαχαίρι που ήταν συνέχεια στραμμένο καταπάνω μου. Αυτό το πυρωμένο ξίφος ροκάνιζε τις βλεφαρίδες μου και χωνόταν μέσα στα πονεμένα μάτια μου. Τότε ήταν πού όλα σαν να τρεμόσβησαν. Η θάλασσα έφερε μια πνοή πυκνή και διάπυρη. Μου φάνηκε πως ο ουρανός άνοιγε ολόκληρος πέρα ως πέρα για να πέσει μια βροχή από φωτιά. Ολόκληρη η ύπαρξή μου τεντώθηκε κι έσφιξα σπασμωδικά το χέρι μου πάνω στο περίστροφο. Η σκανδάλη υποχώρησε, άγγιξα την γυαλιστερή κοιλιά της κάνης, κι εκεί, μέσα στον κρότο τον ξερό μαζί κι υπόκωφο, άρχισαν όλα. Τίναξα από πάνω και τον ήλιο. Κατάλαβα ότι είχα καταστρέψει την ισορροπία της μέρας, την έξοχη σιωπή μιας παραλίας όπου ήμουν ευτυχισμένος. Τότε, τράβηξα άλλες τέσσερις φορές πάνω σ’ ένα κορμί ακίνητο όπου οι σφαίρες βυθιζόντουσαν χωρίς να φαίνεται τίποτα. Κι ήταν σα να χτυπούσα, με τέσσερις σύντομους χτύπους, την πόρτα της δυστυχίας."
Albert Camus, Ο Ξένος, μτφ. Λ. Παπαδούλη-Γκινάκα, εκδ. γράμματα

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

"Le Misanthrope"

Ο Μολιέρος, ο κορυφαίος Γάλλος δραματουργός του 17ου αιώνα, έγραψε την κωμωδία Le Misanthrope (1666), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Μέσα από την περιγραφή της αντικοινωνικής στάσης του αριστοκράτη Alceste (μισάνθρωπος), στο παιχνίδι των ρόλων της Αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ, ο συγγραφέας πραγματεύεται το μείζον ζήτημα της στάσης τού εκ φύσεως ατελούς ανθρώπου μέσα σε μια κοινωνία αποτελούμενη από άλλους εξίσου προβληματικούς ανθρώπους.
Alexander Ivanov, A head of a young man
Σιχαίνομαι τ' ανάξια τα καμώματα,
που οι άνθρωποι του κόσμου συνηθάνε.
Σιχαίνομαι της μέσης τα τσακίσματα,
τα ψεύτικα φιλιά και κομπλιμέντα.
Θαρρείς κι αγώνα σταίνουν ποιος τον άλλον
θα ξεπεράσει στην υποκρισία.
Τίμιος ή κατεργάρης το ίδιο κάνει.
Τι τ' όφελος, αν κάποιος σε χαϊδεύει,
σου ορκίζεται φιλία κι αγάπη αιώνια,
πλούσια τις αρετές σου εγκωμιάζει,
όταν σε λίγο πάει να κάνει τα ίδια
στον πρώτο κατεργάρη, που του λάχει;
Και τόση δα συνείδηση όταν έχεις,
δε μπορείς ν' ανεχτείς μια τέτοια εχτίμηση
ξεπορνεμένη ολότελα. Όσο να 'ναι
αξιόλογη, καμιάν αξία δεν έχει.
Για να τιμάς, πρέπει να ξεχωρίζεις
κι όταν τιμάς όλον τον κόσμο αράδα,
αυτό θα πει πως δεν τιμάς κανένα.
Κι αφού και συ των άλλων μαϊμουδίζεις
τα φερσίματα, φεύγα, δε μου κάνεις.
∆ε θέλω εγώ καρδιά που 'ναι δοσμένη
σ' όλους χωρίς προτίμηση καμιά.
Να με αγαπάει δε θέλω ο που αγαπάει
ολάκερο το γένος των ανθρώπων!

Μολιέρος, Ο Μισάνθρωπος. απόδοση Κ. Βάρναλη.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

"Death in cadence"

“Oh what a beautiful night for the poor world!
Long live death and equality!”

Camille Saint - Saens, Danse macabre