Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Το θάμα



φωτ. celia g.
Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη· τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ' ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα 'χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα. Όμως κάτι του 'λείπε· μα τι; Τον κοίταξα καλά καλά και του 'βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να 'ρθει, να τρυγήσει τ' αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Άγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό. Τι 'ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.
Ν. Καζαντζάκης, "Αναφορά στον Γκρέκο"

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

"Finally there’s no conflict between things, finally everything is reconciled but not where we live. This world is full of conflicts and full of things that cannot be reconciled but there are moments when we can transcend the dualistic system and reconcile and embrace the whole mess and that’s what I mean by Hallelujah. That regardless of what the impossibility of the situation is, there is a moment when you open your mouth and you throw open your arms and you embrace the thing and you just say ‘Hallelujah! Blessed is the name.’  And you can’t reconcile it in any other way except in that position of total surrender, total affirmation. That’s what it’s all about."
Leonard Cohen, Hallelujah

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Σιωπή

Vilhelm HammershøiInterior with Young Woman seen from the Back (1903-1904)
"Η σιωπή ποτέ δεν παύει να συνεπάγεται το αντίθετό της και να εξαρτάται από την παρουσία του: ακριβώς όπως δεν υπάρχει "πάνω" χωρίς "κάτω" ή "αριστερό" χωρίς "δεξιό", έτσι πρέπει κανείς να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός περιβάλλοντος ήχου ή γλώσσας για ν' αναγνωρίσει τη σιωπή. Όχι μόνο η σιωπή υπάρχει σ' έναν κόσμο γεμάτο από ομιλίες και κάθε άλλου είδους ήχους, αλλά κάθε δεδομένη σιωπή έχει τη δική της ταυτότητα σαν ένα διάστημα διάτρητων ήχων".
Σούζαν Σόντανγκ, Η αισθητική της σιωπής

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Le chat

"Quand mes yeux, vers ce chat que j’aime
Tirés comme par un aimant,
Se retournent docilement
Et que je regarde en moi-même,
Je vois avec étonnement
Le feu de ses prunelles pâles,
Clairs fanaux, vivantes opales,
Qui me contemplent fixement."
απόσπασμα από το ποίημα του Charles Baudelaire, Le  chat

Alice Neel (American, 1900-1984), Eddie Zuckermandel, 1948. Oil on canvas, 87 x 38.4 cm.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

"Ένας χειμώνας τριγυρίζει στο ποτάμι"

Konstantin Somov (1869-1939) 
"Study of a sleeping lady" 
Είναι ένα βράδυ στο καφέ που τερματίζει τον χρόνο μες στη μέση της πόλης, όπως εδώ και παντού, όπως μια σκιά σε μέγεθος ανθρώπου τερματίζει στο ποτάμι της ζωή της. Είναι ένας χειμώνας μες στην πόλη, αργός, γερασμένος, που φορτώνει το κρύο του στους ανθρώπους. Ένας χειμώνας είναι εκεί μέσα στην πόλη, που κάνει το στόμα να παγώνει, τα χέρια να κρατούν κάτι αφηρημένα και ταυτόχρονα να το αφήνουν να πέσει, επειδή οι άκρες των δαχτύλων γίνονται σαν πετσί. Ένας χειμώνας είναι εκεί μέσα στην πόλη, που κάνει το νερό κάτι παραπάνω από πάγο και τους γέρους να τυλίγουν γύρω τους τα περασμένα σαν παλτό. Ένας χειμώνας που κάνει τους νέους να μισιούνται σαν τη γρουσουζιά, αν τύχει κι ανάμεσα στους κροτάφους τους εμφανιστεί μια υποψία ευτυχίας. Και αναζητούν, παρ’ όλα αυτά, τη ζωή τους με άδειους βολβούς. Ένας χειμώνας τριγυρίζει στο ποτάμι, όπου αντί για το νερό παγώνει μονάχα το γέλιο. Όπου το τραύλισμα λογαριάζεται για ομιλία, και οι κραυγές σαν μισοειπωμένες λέξεις. Όπου ο αντίλαλος κάθε ερώτησης σβήνει στο λαρύγγι, σκοντάφτει με τη γλώσσα στα δόντια, ολοένα και πιο βουβός." 
Herta Müller, Der Fuchs war damals schon der Jager ("Η αλεπού ήταν ήδη ο κυνηγός"), 1992

Rameau, La folie 


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

"...Δε διαφεύγει κανείς από το άπειρο, μου έλεγε, καταφεύγοντας σ’ ένα άλλο άπειρο. Δε διαφεύγει κανείς από το ταυτόσημο με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συναντήσει το διαφορετικό."


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Πέρα από τις λέξεις

Edvard Munch, Moonlight II, 1902, color woodcut on thick china paper
Προσπαθώ να ιξιστορήσω κάτι και μόλις καταλαβαίνω πως δεν έχω πει ακόμα τίποτα. Μέσα μου μένει μια θαυμαστά φωτεινή πυκνόρευστη ουσία και κοροϊδεύει τις λέξεις. Μήπως είναι η γλώσσα που δεν καταλάβαινα  εκεί και που τώρα βαθμιαία πρέπει να περάσει μέσα μου; Υπήρξαν γεγονότα, εικόνες, ήχοι, που το νόημά τους μόνο βαθιά σου προκύπτει, που δεν εμπεριέχονται, ούτε τέμνονται με λέξεις, που είναι πέρα από τις λέξεις, βαθύτερα και πιο πολυσήμαντα από αυτές. Ονειρεύομαι έναν άνθρωπο που ξεμαθαίνει όλες τις γλώσσες της γης, ώστε να μην καταλαβαίνει σε καμιά χώρα αυτό που λέγεται. Τι υπάρχει στη γλώσσα; Τι μας κρύβει; Τι μας αφαιρεί;" 
Elias Canetti, "Οι φωνές του Μαρακές"

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Η ηθική του μέλλοντος

Júlia Vajda (Hungarian, 1913-1982), Kettős portré [Double portrait], 1942. Oil on cardboard, 48 x 30 cm
Επειδή η αισθητική είναι  η ηθική του μέλλοντος, επειδή η αισθητική δεν είναι η ηθική του παρόντος, επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος είναι η απάτη, επειδή η αισθητική δεν έχει παρόν εδώ στην Ελλάδα, επειδή στην Ελλάδα παρόν είναι το παρελθόν, επειδή τούτο το παρελθόν δεν έχει μέλλον, επειδή το μέλλον γενικώς είναι αόριστον παντού στον κόσμο πλην της Ελλάδος όπου είναι οριστικόν καθότι θανατερόν, επειδή η τέχνη είναι μια παρηγοριά κι ένα καταφύγιο απ’ τη μιζέρια και την αθλιότητα, επειδή η μιζέρια και η αθλιότητα περίσσεψαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, επειδή η πολιτική στερείται αισθητικής διότι στερείται ηθικής, επειδή πολλοί καλλιτέχνες στερούμενοι ουσιαστικής αισθητικής παιδείας επιχειρούν να ασχοληθούν με την πολιτική για να χάσουν και τη λιγοστή αισθητική παιδεία που είχαν, επειδή θέλουμε να τους προφυλάξουμε απ’ αυτή τη συμφορά, για όλα αυτά τα επειδή και για πολλά άλλα η ενασχόληση με την τέχνη στην Ελλάδα καθίσταται πρόβλημα επείγον. 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη ΡαφαηλίδηΣτοιχειώδης αισθητική

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Αληθείς παραστάσεις

Boris Bilinsky (Moldovan, 1900-1948), Self-portrait, 1921
Η σημασία για την ανθρώπινη ζωή να έχει κανείς αληθείς πεποιθήσεις σχετικά με γεγονότα είναι κάτι αξιοσημείωτο. Ζούμε σε έναν κόσμο πραγματικοτήτων, οι οποίες μπορεί να είναι απείρως χρήσιμες ή απείρως επιβλαβείς. Παραστάσεις που μας διευκρινίζουν ποιες από αυτές μπορούμε να προσδοκούμε ότι θεωρούνται αληθείς σε αυτή την πρωταρχική σφαίρα της επαλήθευσης. Και η επιδίωξη τέτοιων παραστάσεων είναι ένα πρώτιστο ανθρώπινο καθήκον. Η κατοχή της αλήθειας πόρρω απέχει από το να είναι αυτοσκοπός, αποτελεί μόνο ένα προκαταρκτικό μέσο σε σχέση με άλλες ζωτικές ικανοποιήσεις. […] “Αλήθεια” είναι το όνομα για οποιαδήποτε παράσταση θέτει τη διαδικασία επαλήθευσης σε κίνηση “χρήσιμη” είναι το όνομα για την ολοκληρωμένη λειτουργία της στην εμπειρία. Οι αληθείς παραστάσεις δε θα πρέπει ποτέ να θεωρούνται απομονωμένες ή να αποκτούν ένα γενικό όνομα, και ιδιαίτερα ένα όνομα που να υποδηλώνει αξία, εκτός εάν έχουν υπάρξει χρήσιμες εξαρχής.’’
Ουίλιαμ Τζέιμς, Πραγματισμός, μτφρ. Χ. Σταματέλος, Αθήνα 2006, σ. 196-197

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

"...the sacrament of life"

Axel Geis (German, b. 1970), Mann im Dunkeln 
(Γκουίντο:)
Τ’ άγιο μυστήριο της ζωής είναι η Αγάπη˙ 
όπου αρετή δεν ήταν, την αρετή φέρνει˙
καθάριους κάνει τους ανθρώπους
από όλα τα πρόστυχα μιάσματα του κόσμου˙
είν’ η φωτιά που το χρυσάφι
απ’ τη σκουριά καθαρίζει˙
είναι τ’ ανεμιστήρι, που το στάρι 
απ’ το άχυρο ξεχωρίζει˙
είν’ η άνοιξη, που την αθωότητα κάνει
σε παγερή γης σα ρόδο ν’ ανθίζει.
Επέρασε ο καιρός, που περπατούσε
ο Θεός μαζί με τους ανθρώπους,
όμως τη θέση του έχει πάρει,
εικόνα δική του η Αγάπη.
Άντρας που αγαπά μια γυναίκα,
και του Θεού το μυστικό ξέρει και του κόσμου.
Ούτε ένα σπίτι δεν υπάρχει
τόσο ταπεινό ή τιποτένιο,
που να μη μπει σ’ αυτό η Αγάπη,
καρδιές καθάριες αν το κατοικούνε˙
μα αν ματωμένος φόνος
σε παλατιού χτύπησε πύλη
και του ανοίξαν και μέσα μπήκε,
η Αγάπη σέρνεται έξω,
σα λαβωμένο πλάσμα, και πεθαίνει.
Αυτή είν’ η τιμωρία, 
που βάζει ο Θεός στην αμαρτία.
Ο αμαρτωλός δεν μπορεί ν’ αγαπήσει.

(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, "Η Δούκισσα της Πάδουας" και πιο συγκεκριμένα από τον διάλογο του νεαρού Γκουίντο Φερράντι με τον ηλικιωμένο κόμη Μοραντσόνε.) 

Oscar Wilde, “Η Δούκισσα της Πάδουας”, εκδ. Γκοβόστη, μετ. Στ. Σπηλιωτόπουλος, σελ. 65

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

"O Eremita da Serra Negra"

Wayne Thiebaud (American, b. 1920), Clown, Oil on panel (1972)
"Αν αισθάνομαι κάτι , το αισθάνομαι ακαθόριστα στην εικόνα οποιουδήποτε πλάσματος προβάλλει μέσα μου. Στον εαυτό μου υποκατέστησα τα όνειρά μου. Καθένας είναι μόνο το όνειρο του εαυτού του. Εγώ δεν είμαι ούτε καν αυτό.[…] Ποτέ δεν έμαθα τι αισθανόμουν. Όταν μου μιλούσαν για τη μια ή την άλλη συγκίνηση και μου την περιέγραφαν, πάντοτε ένιωθα ότι περιέγραφαν κάποιο πράγμα της ψυχής μου, αλλά όταν το σκεφτόμουν, αμφέβαλλα πάντα. Αυτό που αισθάνομαι ότι είμαι, ποτέ δεν ξέρω αν είμαι έτσι πραγματικά, ή αν απλώς νομίζω πως είμαι έτσι. Είμαι ένα πρόσωπο των θεατρικών μου έργων."
Fernando Pessoa, Ο ερημίτης του μαύρου βουνού, σελ. 44, εκδ. Νεφέλη

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

"Every angel is terrifyin"

"Angels (they say) would often not know whether  they moved among living or dead..."
Alexandre Cabanel, The fallen angel
"Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα; Κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του, θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότερη ύπαρξη τουΓιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει.
Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου. Αχ! Ποιον μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα; Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά, κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας άφησε."
Rainer Maria Rilke, από τις Ελεγείες του Ντουίνο, (απόσπασμα από την πρώτη ελεγεία)

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Αναρίθμητες προσευχές


"Θα κατηγορούσα πολύ καιρό τον εαυτό μου που δεν επέμεινα να πάμε στην εκκλησία. Σήμερα, μετά απ’ ό,τι ακολούθησε, σκέφτομαι πως δεν θα ’ταν φοβερό ν’ ανάβαμε ένα κερί. Αφού τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ανάβουν τόσα κεριά και καντήλια, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό βοηθάει κι ότι κάθε τόσο, απ’ τις αμέτρητες φλόγες που τρεμοσβήνουν, όλο και κάποια προσελκύει την προσοχή Του ή, πάλι, όταν τις ανάβουμε απλώς για να μη νιώθουμε ολομόναχοι μες στο ανθρώπινο σκοτάδι. Όμως, αν σκεφτεί κανείς πόσες φλόγες άναψε ο άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του, τις αναρίθμητες προσευχές και γονυκλισίες, τότε κάλλιστα μπορεί να πει ότι ο Θεός, αν υπάρχει, δεν περιμένει πια τίποτα από εμάς."
Jean-Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων 

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

"Η αυταπάτη ενός παραδεισιακού μέλλοντος"

"Πρώτα-πρώτα, υπάρχει ένα γεγονός που θα πρέπει κάποτε να το χωνέψουμε καλά: είμαστε θνητοί. Όχι μόνον εμείς, όχι μόνον οι πολιτισμοί, αλλά η ανθρωπότητα σαν τέτοια και όλες οι δημιουργίες της, όλη η μνήμη της, είναι θνητές. Η διάρκεια της ζωής ενός ζωικού είδους είναι κατά μέσον όρο δύο εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη κι αν, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο ξεπερνούσαμε απροσδιόριστα αυτό το όριο, την ημέρα που ο Ήλιος θα φθάσει στην καταληκτική του φάση και θα γίνει ένας κόκκινος γίγας, τα σύνορα του θα είναι κάπου μεταξύ Γης και Άρη —ο Παρθενών, η Παναγία των Παρισίων, οι πίνακες του Ρέμπραντ ή του Πικάσσο, τα βιβλία τα οποία περιέχουν «Το Συμπόσιο» ή τις «Ελεγείες του Duino», θα έχουν περιέλθει στην κατάσταση πρωτονίων που παρέχουν ενέργεια σ’ αυτό το άστρο. Μπρος σ’ αυτή την κατάσταση υπάρχουν δυο δυνατές απαντήσεις: η μια ανήκει στον Pascal και τον Kierkegaard: δεν μπορώ να δεχθώ αυτό το γεγονός, δεν μπορώ ή δεν θέλω να το δω—κάπου πρέπει να υπάρχει ένα νόημα το οποίο είμαι ανίκανος να διατυπώσω, αλλά το πιστεύω. Το «περιεχόμενο» μπορεί να είναι διαφορετικό, να έχει δοθεί από την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, το Κοράνι, τις Βέδες, λίγο ενδιαφέρει.
φωτ. celia g.
Η άλλη απάντηση είναι ν’ αρνηθούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και ταυτόχρονα να καταλάβουμε ότι αν κάποιος θέλει να ζήσει δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόημα, χωρίς σημασία. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι σημασίες, κοινωνικώς και ιστορικώς δημιουργημένες, δεν είναι ούτε ενδεχομενικές (contingentes) ούτε αναγκαίες (nécessaires) —είναι, όπως έγραψα, μετα-ενδεχομενικές (metacontingentes): χωρίς αυτές δεν υπάρχει ανθρώπινη ζωή, ούτε ατομική ούτε κοινωνική. Είναι αυτή η ίδια η ζωή που μας επιτρέπει, σε κάποια δεδομένη στιγμή, να κατανοήσουμε ότι αυτές οι σημασίες δεν έχουν «απόλυτη» πηγή, ότι πηγή τους είναι η δική μας δραστηριότητα η οποία δημιουργεί το νόημα. Το καθήκον ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι θνητός και να στέκεται όρθιος στην άκρη αυτής της αβύσσου, μέσα σ’ αυτό το χάος που στερείται νοήματος και μέσα στο οποίο κάνουμε να αναδυθεί η σημασία. Γνωρίζουμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος και μια τέτοια κοινότητα μπορούν να υπάρξουν. Δεν μιλώ ούτε καν για μεγάλους καλλιτέχνες, στοχαστές, επιστήμονες κ.λπ. Ακόμη και ο άξιος αυτού του ονόματος τεχνίτης, που κατασκεύαζε όχι τα αγάλματα των θεών, αλλά τα τραπέζια, τα βάζα, κ.λπ., επένδυε στη δουλειά του απολύτως. Το γεγονός ότι το βάζο ήταν ωραίο, ότι το σπίτι στεκόταν όρθιο, ήταν ένα επίτευγμα. Αυτή η επένδυση της δραστηριότητας η οποία εχάριζε τη μορφή, δηλαδή το νόημα, υπήρξε σε όλους τους πολιτισμούς χωρίς εξαίρεση. Υπάρχει όλο και λιγότερο σήμερα διότι η εξέλιξη του καπιταλισμού έχει καταστρέψει κάθε νόημα μέσα στην εργασία. Όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι Μπετόβεν ή Καντ, αλλά όλοι πρέπει να έχουν μια εργασία που να μπορούν να επενδύουν και όπου να μπορούν να εμπλέκονται. Αυτό προϋποθέτει μια ριζική τροποποίηση της έννοιας της εργασίας, της σύγχρονης τεχνολογίας, της οργάνωσης αυτής της εργασίας κ.λπ. —τροποποίηση ασυμβίβαστη με τη διατήρηση της σύγχρονης θέσμισης της κοινωνίας και του φαντασιακού το οποίο αυτή ενσαρκώνει.
 Αυτήν την τεράστια πλευρά του ζητήματος ούτε οι οικολόγοι δεν τη βλέπουν —δεν βλέπουν παρά την πλευρά της κατανάλωσης και της μόλυνσης. Αλλά η ανθρώπινη ζωή διαδραματίζεται επίσης μέσα στην εργασία. Λοιπόν, οφείλουμε να αποδώσουμε το νόημα του στο γεγονός της εργασίας, της παραγωγής, της δημιουργίας καθώς επίσης της συμμετοχής στα συλλογικά προ-τάγματα μαζί με τους άλλους, της ίδιας της αυτοδιεύθυνσης ατομικώς και συλλογικώς, της απόφασης των κοινωνικών προσανατολισμών. Είναι βέβαιο ότι αυτό είναι δύσκολο. Αλλά, κατά το μάλλον ή ήττον, έχει υπάρξει. Οι Έλληνες, μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., το έπρατταν. Δεν πίστευαν στην αθανασία, εν πάση περιπτώσει όχι σε μια αθανασία «θετική» (η ζωή μετά το θάνατο ήταν απείρως χειρότερη από την επίγεια ζωή, όπως το διδάσκει η σκιά του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, στην Οδύσσεια). Για τους σύγχρονους αυτό είναι περισσότερο πολύπλοκο. Διότι σ’ αυτούς υπήρξαν πάντοτε, κατά το μάλλον ή ήττον καλυμμένα, υπολείμματα μιας πίστης σε μια υπερβατικότητα θρησκευτικού τύπου. Αυτό δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν πολύ μακριά. Αλλά αυτό έγινε επίσης σε συνάρτηση με μια άλλη μετάθεση: έθεσαν έναν επίγειο παράδεισο στο «τέλος της ιστορίας» (μαρξισμός) ή σαν κατεύθυνση ασυμπτωτική αυτής της ιστορίας (φιλελευθερισμός). Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι επρόκειτο για δυο μορφές της ίδιας αυταπάτης, ότι ακριβώς, δεν υπάρχει «εμμενές νόημα» «(sens immanent») στην ιστορία και ότι δεν θα υπάρξει παρά το νόημα (ή το μη-νόημα), το οποίο θα είμαστε ικανοί να δημιουργούμε. Και αυτό, οι άνθρωποι που σκοτώνονταν στα οδοφράγματα, το γνώριζαν: είναι το γεγονός ότι αγωνίζομαι, που έχει νόημα, όχι το γεγονός ότι σε δυο αιώνες θα υπάρξει μια τέτοια κοινωνία. Και η σύγχρονη δυσθυμία αναπαριστά αναμφίβολα επίσης εν μέρει, τη διεργασία του πένθους που έγινε για την απώλεια αυτής της αυταπάτης ενός παραδεισιακού μέλλοντος."

Απόσπασμα από συνέντευξη του  Κορνηλίου Καστοριάδη στον Marc Weitzmann. Περιοδικό L’ Autre Journal Αρ. 2, Μάρτιος 1993

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

"Frau in Unterwäsche und Strümpfen"

Egon Schiele (Austrian, 1890-1918), Frau in Unterwäsche und Strümpfen (Valerie Neuzil), 1913.
Gouache, watercolour and pencil on paper, 47.6 x 30.6 cm

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

"...only what we have lost is ours"

Jean Brusselmans (Belgian, 1884–1953), L'homme à la pipe, 1920. Oil on cardboard, 40 x 30.3 cm.
Possession of Yesterday
I know the things I've lost are so many that I could not begin to count them
and that those losses now, are all I have.
I know that I've lost the yellow and the black and I think
Of those unreachable colors as those that are not blind can not.
My father is dead, and always stands beside me.
When I try to scan Swinburne's verses, I am told, I speak with my father's
voice.
Only those who have died are ours, only what we have lost is ours.
Ilium vanished, yet Ilium lives in Homer's verses.
Israel was Israel when it became an ancient nostalgia.
Every poem, in time, becomes an elegy.
The women who have left us are ours, free as we now are from misgivings.
from anguish, from the disquiet and dread of hope.
There are no paradises other than lost paradises
.

Jorge Luis Borges 

"Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ’ ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει κι είναι πάντα πλάι μου. Όταν, καμιά φορά, απαγγέλλω στίχους του Σουίνμπερν, λένε πως το κάνω με τη φωνή του. Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας. Δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλυτώνοντάς μας απ’ το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας. Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους."

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

"A glimpse of a man who justifies man himself..."

Σε αυτό ακριβώς το σημείο δεν μπορώ να καταπνίξω έναν στεναγμό και μια τελευταία ελπίδα. Τι είναι ακριβώς αυτό που μου είναι εντελώς ανυπόφορο; Που δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί του; Που με πνίγει και με κάνει να χάνομαι; Άσχημος αέρας! Το ότι με πλησιάζει κάποιο αρρωστημένο πράγμα· το ότι πρέπει να μυρίζω  τα εντόσθια μιας αρρωστημένης ψυχής!
Πόσα είναι δυνατόν κανείς να υποφέρει! Συμφορά, στέρηση, κακοκαιρίες, αρρώστια, κόπους, μοναξιά. Στο βάθος, μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα με οτιδήποτε, καθώς είναι γεννημένος για μια υπόγεια και αγωνιζόμενη ζωή· ξαναβγαίνει κανείς στο φως της μέρας, γεύεται ξανά τη χρυσή ώρα της νίκης- κι έπειτα στέκεται έτσι όπως γεννήθηκε, αλύγιστος, τεντωμένος, έτοιμος γι ακόμη πιο καινούργια, δυσκολότερα, πιο μακρινά πράγματα, σαν ένα τόξο που η ανάγκη το κάνει να τεντώνεται περισσότερο.
Μα πότε πότε να με αφήνετε- αν υποθέσουμε πως υπάρχετε, ουράνιες θεότητες στο βασίλειο πέρα από το καλό και το κακό- να ρίχνω ένα βλέμμα, ένα μόνο κοίταγμα, πάνω σε κάτι τέλειο, εντελώς ολοκληρωμένο, ευτυχισμένο, δυνατό, θριαμβευτικό που είναι ακόμη ικανό να προκαλεί φόβο! Ένα βλέμμα σε έναν άνθρωπο που να δικαιώνει τον άνθρωπο, σε ένα συμπληρωματικό και λυτρωτικό εύστοχο χτύπημα από μέρους του ανθρώπου χάρη στο οποίο να μπορεί να διατηρηθεί η πίστη στον άνθρωπο!
Γιατί έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα: η μείωση και η ισοπέδωση του Ευρωπαίου αποτελούν τον μεγαλύτερό μας κίνδυνο, γιατί η θέα του τους κουράζει. Δεν μπορούμε να δούμε τίποτε σήμερα που να θέλει να γίνει μεγαλύτερο, υποψιαζόμαστε πως τα πράγματα συνεχίζουν να πηγαίνουν ολοένα προς το χειρότερο, να γίνονται πιο ασθενικά, πιο καλοκάγαθα, πιο συνετά, πιο βολικά, πιο μέτρια, πιο αδιάφορα, πιο κινεζοειδή, πιο χριστιανικά- ο άνθρωπος αναμφίβολα γίνεται όλο και "καλύτερος".
Και εδώ ακριβώς έγκειται η μοίρα της Ευρώπης - μαζί με τον φόβο χάσαμε και την αγάπη μας για τον άνθρωπο, το σεβασμό μας γι αυτόν, τις ελπίδες μας γι αυτόν, ακόμα και τη θέλησή μας γι αυτόν. Τώρα, η θέα του ανθρώπου μάς κουράζει - τι είναι μηδενισμός, σήμερα, αν δεν είναι αυτό το πράγμα;... Έχουμε κουραστεί από τον άνθρωπο...
Friedrich NietzscheOn the Geneaology of Morality

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

“To Will consumes us, and To have our Will destroys us”

Composition with reading figure, Ebba Carstensen. Danish (1885 - 1967)
Τον άνθρωπο τον εξαντλούν δυο πράξεις που εκπληρώνονται αυθόρμητα και στερεύουν τις πηγές της ύπαρξής του. Δύο ρήματα εκφράζουν όλες τις μορφές που παίρνουν αυτές οι δύο αιτίες του θανάτου: θέλω και μπορώ. Ανάμεσα στα δυο αυτά όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει μια άλλη διατύπωση απ' την οποία κυριεύονται οι σοφοί, και που της χρωστάω την ευτυχία και τη μακροζωία μου. Το θέλω μάς καίει, το μπορώ μάς καταστρέφει· αλλά το ξέρω αφήνει τον αδύνατο οργανισμό μας σε μιαν αδιάκοπη κατάσταση γαλήνης. Έτσι, ο πόθος και η επιθυμία μου είναι μέσα μου νεκροί, σκοτωμένοι από τις σκέψεις. Η κίνηση και η δύναμη ρυθμίζονται από τη φυσική συμμετρία των οργάνων μου. Με δυο λόγια, έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, όχι στην καρδιά που σπάει, όχι στα νεύρα που εξασθενίζουν, αλλά μέσα στο νου που δεν φθείρεται και που επιζεί πάνω απ' όλα.

Honoré de Balzac, Το μαγικό δέρμα, εκδ. Ηριδανός

«"My one ambition has been to see. Is not Sight in a manner Insight? And to have knowledge or insight, is not that to have instinctive possession? To be able to discover the very substance of fact and to unite its essence to our essence? Of material possession what abides with you but an idea?»

Liszt / Paganini, Étude No. 6 in A minor
(Alexander Lubyantsev)

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Ας πάθω κατά τη θέληση των ηλιθίων"

"Knowing the why of everything is to be left with the geometry of things and the substance of nothing. Reducing the world to an equation is to render it meaningless."
Jozef Zubrický, Indiscreet curtain, 1960
Ο πετεινός του Σωκράτη (του Leopoldo Alas, απόσπασμα)
(Ο Κρίτων κυνηγά έναν πετεινό για να εκπληρώσει την παραγγελία του διδασκάλου του,  του Σωκράτη, που πριν λίγο είχε πεθάνει. Ο Σωκράτης αστειευόμενος(;) ζήτησε  να θυσιάσει έναν πετεινό στον Ασκληπιό.)

Έτρεχε ο πετεινός και τον ακολουθούσε από κοντά ο φιλόσοφος. Όταν πλέον ετοιμαζόταν να τον αρπάξει, ο πετεινός χτύπησε τις φτερούγες του και – πες μ’ ένα πέταγμα, πες μ’ ένα τίναγμα – βρέθηκε, λόγω τής μέγιστης προσπάθειας που γέννησε ο πανικός, επάνω στο κεφάλι ενός αγάλματος, το οποίο ακριβώς αναπαριστούσε την Αθηνά.
«Αχ, πετεινέ αυθάδη!», ξεφώνισε ο φιλόσοφος σαν μισαλλόδοξος ιεροεξεταστής, και συγγνώμη για τον αναχρονισμό. Επιβάλλοντας, λοιπόν, την σιωπή – μ’ ένα σόφισμα γεμάτο ψεύτικη ευσέβεια -  στις κραυγές τής έντιμης φυσικής  συνείδησης, η οποία τού έλεγε «μην κλέβεις αυτόν τον πετεινό», σκέφτηκε: τώρα οπωσδήποτε σού αξίζει ο θάνατος, λόγω τής ιεροσυλίας. Θα γίνεις δικός μου, θα οδηγηθείς στην θυσία.
Και ο φιλόσοφος σηκωνόταν στις άκρες των δαχτύλων, τεντωνόταν όσο μπορούσε, έκανε μικρά γελοία πηδηματάκια. Αλλά όλα ήταν μάταια.
«Ω, ιδεαλιστή φιλόσοφε κατ’ απομίμηση», είπε ο πετεινός σε ελληνικά αντάξια τού ίδιου τού Γοργία, «μην ενοχλείσαι, δεν θα πετάξεις ούτε όσο πετάει ένας πετεινός. Τι; Σε ξαφνιάζει που εγώ ξέρω να μιλάω; Δεν με γνωρίζεις, λοιπόν; Είμαι ο πετεινός τής αυλής τού Γοργία. Εγώ σε γνωρίζω. Είσαι μια σκιά. Η σκιά ενός νεκρού. Η μοίρα των μαθητών είναι να επιβιώνουν μετά από τους διδασκάλους τους. Παραμένουν εδώ, σαν τα φαντάσματα, για να τρομάζουν τον κοσμάκη. Πεθαίνει ο εμπνευσμένος οραματιστής και παραμένουν οι μαθητές του με κομμένα φτερά, αυτοί που το ποιητικό ιδανικό τού λαμπρού διορατικού ανθρώπου το μετατρέπουν σε μία ακόμη αιτία φόβου, μία ακόμη θλίψη για τον κόσμο, μία ακόμη απολιθωμένη δεισιδαιμονία».
- Σιωπή, πετεινέ! Στο όνομα τής Ιδέας  τού γένους σου, η φύση σε προστάζει να σωπάσεις.
- Εγώ μιλώ κ’ εσύ κακαρίζεις την Ιδέα. Άκου, μιλώ χωρίς την άδεια τής Ιδέας τού γένους μου, και με την ικανότητα τού ατόμου μου. Έχοντας ακούσει τόσο πολλά λόγια περί ρητορικής, δηλαδή περί τής τέχνης τού να μιλάς για να μιλάς, κάτι έμαθα γι’ αυτό το λειτούργημα.
- Και πληρώνεις τον διδάσκαλό σου φεύγοντας από δίπλα του, εγκαταλείποντας την κατοικία του, απαρνούμενος την εξουσία του;
- Ο Γοργίας είναι τόσο τρελός – αν και είναι περισσότερο ευχάριστος – όσο κ’ εσύ. Δεν μπορεί κανείς να ζήσει δίπλα σε τέτοιον άνθρωπο. Όλα τα εξετάζει, και αυτό το γεγονός αποσβολώνει, κουράζει. Αυτός, που αποδεικνύει. ολόκληρη την  ζωή, την αφήνει κενή. Το να γνωρίζεις το «γιατί» όλων των πραγμάτων. σημαίνει να παραμένεις με την γεωμετρία των πραγμάτων και χωρίς την ουσία κανενός. Το να περιορίζεις τον κόσμο σε μία εξίσωση σημαίνει να τον αφήνεις χωρίς πόδια και κεφάλι. Κοίτα, φύγε, γιατί μπορώ να συνεχίσω να λέω τέτοια πράγματα για εβδομήντα μέρες κ’ εβδομήντα νύχτες. Θυμήσου ότι είμαι ο πετεινός τού Γοργία, τού σοφιστή.
- Λοιπόν, επειδή είσαι σοφιστής, επειδή είσαι ιερόσυλος κ’ επειδή ο Ζευς το επιθυμεί, θα πεθάνεις. Παραδώσου!
- Όχι και πάλι όχι! Δεν έχει γεννηθεί ο ιδεαλιστής δεύτερης διαλογής που θ’ απλώσει χέρι επάνω μου. Αλλά, γιατί όλ’ αυτά; Τι ωμότητα είναι τούτη; Γιατί με καταδιώκεις;
- Γιατί πεθαίνοντας ο Σωκράτης μού ανέθεσε να θυσιάσω έναν πετεινό στον Ασκληπιό, ως πράξη ευγνωμοσύνης, επειδή του έδινε την αληθινή υγεία, ελευθερώνοντάς τον – μέσω τού θανάτου – απ’ όλα τα κακά.
- Όλα τούτα τα είπε ο Σωκράτης;
- Όχι. Είπε ότι οφείλαμε έναν πετεινό στον Ασκληπιό.
- Ώστε τα υπόλοιπα τα φαντάστηκες εσύ.
- Και ποιο άλλο νόημα μπορούν να έχουν αυτές οι λέξεις;
- Το πλέον φιλάνθρωπο. Εκείνο που δεν κοστίζει αίμα ούτε λάθη. Το να με σκοτώσεις για να ικανοποιήσεις έναν Θεό, στον οποίον δεν πίστευε ο Σωκράτης, είναι σαν να προσβάλλεις τον Σωκράτη, σαν να υβρίζεις τους αληθινούς Θεούς και σαν να κάνεις σ’ εμένα – που πράγματι υπάρχω.  και είμαι αθώος – μία ανεπανόρθωτη ζημία, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε ολόκληρο τον πόνο ούτε ολόκληρη την βλάβη που μπορεί να υπάρχει στον μυστηριώδη θάνατο.
- Λοιπόν, ο Σωκράτης και ο Ζευς επιθυμούν την θυσία σου.
- Λάβε υπ’ όψη σου ότι ο Σωκράτης μίλησε με ειρωνεία, με την ήρεμη ειρωνεία και χωρίς πικρία στην καρδιά. Η μεγάλη ψυχή του μπορούσε χωρίς κίνδυνο να διασκεδάσει με το υπέροχο παιχνίδι τού να φαντάζεσαι ότι βρίσκονται σε αρμονία η λογική και τα λαϊκά όνειρα. Ο Σωκράτης και όλοι οι δημιουργοί νέας πνευματικής ζωής μιλούν δια μέσου συμβόλων, είναι ρητορικοί, όταν – αφού εξοικειωθούν με το μυστήριο, σεβόμενοι το άφατο. στοιχείο του – τού δίνουν ποιητική όψη με μορφές. Ο θεϊκός έρωτας τού απόλυτου χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο για να φιλά την ψυχή τους. Αλλά αναλογίσου, όταν εγκαταλείπουν αυτό το υπέροχο παιχνίδι και παραδίδουν μαθήματα στον κόσμο, πόσο αυστηρές, λακωνικές και αποσυνδεμένες από κάθε άχρηστη εικόνα είναι οι αρχές τους και οι κανόνες τής ηθικής τους.
- Πετεινέ τού Γοργία, σώπα και πέθανε.
- Ανάξιε μαθητή, φύγε και σώπα, σώπα παντοτινά. Είσαι ανάξιος των ανθρώπων τής σειράς σου. Όλοι ίδιοι. Μαθητές τής ιδιοφυΐας, κουφοί και τυφλοί μάρτυρες τού υπέροχου μονολόγου μίας ανώτερης συνείδησης. Προς αυταπάτη δική του και δική σας, πιστεύετε ότι απαθανατίζετε το άρωμα τής ψυχής του, όταν βαλσαμώνετε με φάρμακα και με συνταγές την διδασκαλία του. Κάνετε μούμια τον νεκρό γιά να έχετε ένα είδωλο. Απολιθώνετε την ιδέα και χρησιμοποιείτε την λεπτή σκέψη ως κόψη που κάνει το αίμα να τρέχει. Ναι, είσαι σύμβολο τής θλιβερής  φατριαστικής ανθρωπότητας.  Εξαιτίας των τελευταίων λόγων ενός αγίου κ’ ενός σοφού, αφαιρείς – ως πρωταρχικό επακόλουθο – το αίμα ενός πετεινού. Εάν ο Σωκράτης είχε γεννηθεί για να επιβεβαιώσει τις δεισιδαιμονίες τού λαού του, ούτε θα είχε πεθάνει απ’ αυτό που πέθανε, ούτε θα είχε γίνει ο άγιος τής φιλοσοφίας. Ο Σωκράτης δεν πίστευε στον Ασκληπιό, ούτε ήταν ικανός να σκοτώσει έστω μια μύγα – πόσο μάλλον έναν πετεινό – για να κάνει χάρη στον όχλο.
- Εγώ δίνω σημασία στις λέξεις. Παραδώσου...
Ο Κρίτων αναζήτησε μία πέτρα, σημάδεψε το κεφάλι, και από το λοφίο τού πετεινού ξεπήδησε το αίμα...
Ο πετεινός τού Γοργία έχασε τις αισθήσεις του  και πέφτοντας τραγούδησε στον αέρα αυτά τα λόγια:
- Κικιρικί! Ας γίνει το μοιραίο. Ας πάθω κατά την θέληση των ηλιθίων.
Από το μέτωπο – κατασκευασμένο από ίασπη – τής Παλλάδας Αθηνάς κυλούσε το αίμα τού πετεινού.
Leopoldo Alas, «El gallo de Sócrates» 1900

(Λεοπόλδος ´Αλας, Ο πετεινός του Σωκράτη, μετ. Αθανάσιος Τσακνάκης)

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Ηρωικός και ...ερασιθάνατος

Roger Raveel (Belgian, 1921-2013), IIn de hoek van de canapé, 1969

Αλλ΄ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδεμή, η ηρωική αντίληψις θα ήτον ιδεώδες θανάτου μόνον, όχι μορφή ζωής –και τι ζωής. Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνος αυτός, ζη έντονα και πλούσια ολόκληρον την Ζωήν. Αλλά το να ζήσει έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοούμεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής. Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος. Αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι καταβάθος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας του χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμονής. Έπειτα τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρει από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση- και σε πλουτίζει όχι το να παίρνεις, αλλά το να δίδης.
Η ζωή ενός ανθρώπου, καθώς αυτού που περιέγραψα, δεν ημπορεί παρά να είναι σύντομος. Σύντομος όχι πάντοτε με την κοινήν σημασίαν · ημπορεί κάποτε να ζήση και πολλά χρόνια, αλλά πάντα θα είν΄ολίγα, σχετικώς με την πλησμονήν της ζωτικότητός του. Άλλως η ηλικία είναι κάτι σχετικόν ·δεν μετρείται πάντως με την διάρκειαν, με το περιεχόμενόν της μετρείται. Είν΄έννοια ηθική όχι αστρονομική.
Ιωάννης Συκουτρής, Φιλοσοφία της ζωής (απόσπασμα)

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

"Ως κι οι πέτρες, γεμάτες ασήκωτη σιωπή..."

Mstislav Dobuzhinsky, A man with eyeglasses
The portrait of Konstantin Sunnerberg
περ. 1902
ΓΕΡΟΣ: Στην αρχή ο κόσμος μ’ άφηνε κατάπληκτο. Κι εγώ κοίταζα γύρω κι έλεγα, «Τι είν’ ολ’ αυτά!» Και μετά ρωτούσα, «Ποιος είμ’ εγώ;», κι έμενα κατάπληκτος όταν ανακάλυπτα τον εαυτό μου. Και με γέμιζε ο κόσμος, και με γέμιζε ο εαυτός μου, κι ένιωθα την ανάγκη να το πω, να το φωνάξω. Αλλά σε ποιον; Σ’ εμένα για μένα και μετά για τους άλλους. Όμως, το «Ποιος είμ’ εγώ;» είναι μια πολύ προσωπική ερώτηση. Μπορείς να την απευθύνεις μόνο στον εαυτό σου. Ένα μοναχικό άτομο κάνει ερωτήσεις σ’ ένα απρόσωπο σύμπαν... Μετά από το «Τι είν’ ολ’ αυτά!» και το «Ποιος είμ’ εγώ;» αναπόφευκτα έρχεται το ερώτημα «Τι γυρεύω εγώ εδώ, περιστοιχισμένος απ’ όλα αυτά;» Αυτό το ερώτημα είναι σαφώς ελλιπέστερο. Δεν είναι και τόσο μεταφυσικό, είναι περισσότερο πρακτικό, ιστορικό. Όμως, ήδη, στην προηγούμενη κατάπληξη υπήρχε μια αόριστη αίσθηση απειλής, γιατί και ο κόσμος και ο εαυτός μου με ανησυχούσαν και με γέμιζαν τρόμο. Έτσι ξεκινά η ζωή μας. Είναι γοητευτική όσο ισχύουν τα ερωτήματα. Μετά, όταν παύεις να θέτεις ερωτήματα, έχεις αρχίσει να κουράζεσαι. Και τότε μένει μόνο η απειλή κι αυτή η βασανιστική ανησυχία. Ο κόσμος γίνεται οικείος και φυσικός. Δεν απομένει παρά μόνο η κούραση, η βαριεστιμάρα και ο πάντοτε παρών φόβος που υπήρχε από την αρχή. Η ζωή δεν είναι πια θαύμα, είναι εφιάλτης. Δεν ξέρω πώς εσύ κατάφερες να κρατήσεις μέσα σου ανέπαφο το θαύμα. Για μένα κάθε στιγμή είναι και αβάσταχτη και άδεια. Όλα είναι αποτρόπαια. Βαριέμαι τόσο, που ανησυχώ γι’ αυτό.
ΓΡΙΑ: Πώς είναι δυνατόν να βαριέσαι; Βαριούνται τα δέντρα; Ένας δρόμος γιατί δεν βαριέται; Η λίμνη καθρεφτίζει τον ουρανό και γίνεται αναπόσπαστο μέρος του.
ΓΕΡΟΣ: Τα έπιπλα βαριούνται. Οι τοίχοι αποπνέουν βαριεστιμάρα. Οι πόρτες είναι θλιμμένες: πόρτες ανοιχτές είναι σαν να ουρλιάζουν, κλειστές είναι σαν να βογκάνε.
ΓΡΙΑ: Τα φυτά ξεδιπλώνονται στο φως. Τα φύλλα μένουν αμάραντα. Κι εγώ χαϊδεύω με το βλέμμα καθετί που κοιτάζω.
ΓΕΡΟΣ: Τα πρόσωπα κλείνουν σαν όστρακα όταν βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο. Κι εγώ κάνω το ίδιο, αρνιέμαι οτιδήποτε κοιτάζω. Τα κεφάλια μοιάζουν όλα με το κούτσουρο του χασάπη: μαυρισμένα από το αίμα και βρώμικα. Ως κι οι πέτρες, γεμάτες ασήκωτη σιωπή, είναι κλεισμένες καθεμία στη φυλακή της.

Ευγένιος ΙονέσκοΤο παιχνίδι της σφαγής,  σελ. 96-97, μετ. Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2009

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

"Δεν είναι που είσαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου"

Pavel Tchelitchew (Russian, 1898-1957), The French Theatre, 1931
 "At times one wanders, doubting the facts, even when one has discovered the secrets of the good life. To be sure, my solution is not the ideal . But when you don’t like your own life, when you know that you must change lives, you don’t have any choice, do you? What can one do to become another? Impossible. One would have to cease being anyone, forget one-self for someone else, at least once. But how? Don’t bear down too hard on me. I’m like that old beggar who wouldn’t let go of my hand one day on a café terrace: “Oh, sir,” he said, “it’s not just that I’m no good, but you lose track of the light.” Yes, we have lost track of the light, the mornings, the holy innocence of those who forgive themselves."
Απόσπασμα από τη νουβέλα του Albert Camus, "The Fall"

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

"θαυμάσια τρέχει ο ουρανός..."

"For last year's words belong to last year's language
And next year's words await another voice.
And to make an end is to make a beginning."

T.S Eliot, Little Gidding