"What old December’s bareness every where!" click |
τοιχογραφία (1480), Βατικανό |
Sonnet 97
How like a
winter hath my absence been
From thee,
the pleasure of the fleeting year!
What
freezings have I felt, what dark days seen!
What old
December’s bareness every where!
And yet this
time removed was summer’s time,
The teeming
autumn, big with rich increase,
Bearing the
wanton burden of the prime,
Like widow’d
wombs after their lords’ decease:
Yet this
abundant issue seem’d to me
But hope of
orphans and unfather’d fruit;
For summer
and his pleasures wait on thee,
And, thou
away, the very birds are mute;
Or, if they
sing, ’tis with so dull a cheer
That leaves
look pale, dreading the winter’s near.
William Shakespeare
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα·
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα!
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα·
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
μτφ. Διονύσης Καψάλης