"For in that sleep of death what dreams may come..."
Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση.
Eugène
Delacroix, The "gravedigger scene", 1839
|
Τι συμφέρει στον άνθρωπο
Να πάσχει· να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές
από μια μοίρα που τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος
Ή να επαναστατεί. Να αντισταθεί
στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων
Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο
Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν
όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος
Να μην ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο
να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς
Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο;
Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα του σώματος,
ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται
ο θάνατος; Σε πιάνει φόβος· αργείς
και ζεις. Και η πανωλεθρία διαρκεί ζώντας
από τη ζωή σου. Τελείωσε τον κόσμο εσύ
Τέλειωσε την ζωή σου. Αυτήν την στιγμή. Τώρα. Μ’ ένα μαχαίρι.
Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο
Να τον αδικεί ο ισχυρός, να τον συντρίβει ο επηρμένος,
να ερωτεύεται, να εκλιπαρεί τον αδιάφορο, να ανέχεται
την ύβρι της εξουσίας, τη νύστα του νόμου
Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Που η αξία του η ίδια
Τον έχει από πριν νικήσει. Ποιος θα άντεχε
να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής, να σέρνεται,
να ερημώνει· να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του
αν δεν ήταν ο τρόμος. Γι’ αυτό που στέκεται εκεί
Εκεί που αρχίζει ο θάνατος. Σ’ αυτήν την άγνωστη γη
Που σε κανέναν ορίζοντα μακριά κανείς. Ποτέ δεν είδε
Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν· ποτέ
δεν ξαναφανήκαν στην πύλη. Ο φόβος
ταράζει την θέληση και θέλεις
να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις
να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση
μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε
μια λειτουργία θανάτου· δεν έχει όργανο για το άγνωστο
Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει
Η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα
Που γι’ αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι’ αυτά γεννήθηκες
Δεν τα τολμάς. Θρύβουν· χάνονται
Ποτέ δεν θα ονομαστούν πράξεις.
Σαίξπηρ, Άμλετ, 3η πράξη, 1η σκηνή
(Μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, Εκδόσεις Κέδρος 1988)