Zinaida Serebriakova (Russian, 1884-1967), Self-portrait wearing a scarf, 1911 |
ΒΟΪΝΙΤΣΚΙ, στη Σόνια χαϊδεύοντας
τα μαλλιά της: Παιδί μου, πόσο πονάω! Αχ, αν ξερες μονάχα πόσο πονάω!
ΣΟΝΙΑ: Τι να κάνουμε θείε; Πρέπει
να ζήσουμε! (Παύση.) Θα ζήσουμε, θείε
Βάνια! Θα ζήσουμε πολλές πολλές μέρες αράδα κι ατέλειωτα βράδια. Θα υποφέρουμε υπομονετικά
τις δοκιμασίες που μας στέλνει η μοίρα. Θα δουλεύουμε για τους άλλους και τώρα
και στα γερατειά μας – χωρίς ξεκούραση. Κι όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε
ήσυχα ήσυχα, χωρίς κανένα παράπονο. Κι εκεί, πέρα απ’ τον τάφο μας, θα πούμε
πως υποφέραμε, πως κλάψαμε, πως η ζωή μας πίκρανε, κι ο θεός θα μας σπλαχνιστεί.
Και τότε κι εγώ κι εσύ, θείε μου αγαπημένε, θα δούμε τη ζωή φωτεινή, χαρούμενη,
ωραία. Θα χαιρόμαστε τότε και θα κοιτάζουμε πίσω τα τωρινά μας βάσανα και τις πίκρες με καλοσύνη, με χαμόγελο
– και θ’ αναπαυτούμε. Πιστεύω, θείε μου. Πιστεύω θερμά, με πάθος! (Γονατίζει μπροστά του και βάζει το κεφάλι
της στα χέρια του. Με κουρασμένη φωνή.) Θ’ αναπαυτούμε!
(Ο Τελιέγκιν παίζει σιγανά κιθάρα.)
ΣΟΝΙΑ: Θ’ αναπαυτούμε! Θ’ ακούμε
τους αγγέλους. Θα δούμε όλο τον ουρανό φωτισμένο με αστέρια σαν διαμάντια. Θα
δούμε πως όλη μας η κακία εδώ κάτω στη γη, όλα μας τα πάθη, όλοι μας οι πόνοι,
θ’ αφανιστούνε μέσα στο έλεος που θα πλημμυρίσει όλο τον κόσμο. Και η ζωή μας
θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά, σαν χάδι…Πιστεύω!... Πιστεύω!...
(Σκουπίζει τα δάκρυά του με το μαντίλι της.)
Φτωχέ μου, θείε Βάνια, κλαις… (Μεσ’ απ’ τα δάκρυά της) Δε γνώρισες στη
ζωή σου χαρές. Όμως περίμενε, θείε Βάνια, περίμενε… Θ’ αναπαυτούμε. (Τον αγκαλιάζει.) Θ’ αναπαυτούμε!...
(Ο φύλακας κτυπάει.)
(Ο Τελιέγκιν παίζει σιγανά. Η Μάρια Βασίλιεβνα γράφει σημειώσεις στο
περιθώριο του βιβλίου της. Η Μαρίνα πλέκει κάλτσες.)
ΣΟΝΙΑ: Θ’ αναπαυτούμε!
ΑΥΛΑΙΑ
(κλείνει αργά)