|
Ugolino από τον Jean-Baptiste Carpeaux, 1861 (λεπτομέρεια) |
"Εγώ, μην γελάσεις αφεντικό, φαντάζουμαι το Θεό απαράλλαχτο
σαν και μένα. Μόνο πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο. Κάθεται σε
μαλακές προβιές χουζουρεμένα, κι η παράγκα του είναι ο ουρανός. Όχι από γκαζοτενεκέδες,
σαν τη δικιά μας, παρά από σύννεφα. Κρατάει στο δεξό του χέρι όχι σπαθί, όχι
ζυγαριά, αυτά τα εργαλεία είναι για τους φονιάδες και τους μπακάληδες· ο Θεός κρατά
ένα μεγάλο σφουγγάρι σα σύννεφο της βροχής. Δεξά του η Παράδεισο, ζερβά του η Κόλαση.
Έρχεται η κακομοίρα η ψυχή, τσίτσιδη, γιατί έχασε το κορμί της και τουρτουρίζει.
Ο Θεός την κοιτάζει και γελάει κάτω από τα μουστάκια του· μα καμώνεται τον
μπαμπούλα . «
Έλα εδώ της λέει, και χοντραίνει την φωνή του,
έλα εδώ, καταραμένη!»
Και πιάνει την ανάκριση. Πέφτει η ψυχή στα πόδια του Θεού. «
Αμάν! του
φωνάζει:
ήμαρτον!» Και δώσ’ του, να λέει, να λέει τα κρίματά της. Λέει, λέει,
δεν έχουν τελειωμό. Κι ο Θεός βαριέται, χασμουριέται. «
Σώπα πια, της φωνάζει,
με ξεκούφανες!» Και φαπ! δίνει με το σφουγγάρι και σβήνει όλες τις αμαρτίες.
«
Ξεκουμπίσου στην παράδεισο!» της κάνει.
Γιατί θα πρέπει να ξέρεις, αφεντικό, ο Θεός είναι άρχοντας μεγάλος·
κι αυτό θα πει αρχοντιά: να συχωρνάς!»"