Μας αρέσει πολύ να μιλάμε για την υποκριτική μας ευαισθησία ενώπιον
του αρχαίου κάλλους, καθώς και ενώπιον του κάλλους των ειδωλολατρικών πολιτισμών
που έχουν γεννήσει τον δικό μας. Αλλά είμαστε πολύ μακριά από το να έχουμε την
ψυχή των Ελλήνων ή την ψυχή των Ρωμαίων. Τους θαυμάζουμε από το πλάι, μ’ έναν
ανυπόστατο τρόπο. Τίποτα πια από την αρχαία ψυχή δεν απομένει σ’ εμάς. Η δίψα μας
για το αρχαίο κάλλος είναι καθ’ όλα χριστιανική ως προς τη μανία της τελειότητας
και ως προς την ανησυχία της.
Το
αίσθημα με το οποίο θαυμάζουμε τα ελληνικά αγάλματα τα προσβάλλει. Θαυμάζουμε υπερβολικά
το κάλλος· οι Έλληνες δεν τ’ αγαπούσαν έτσι. Το κάλλος δεν ήταν για την
ευαισθησία τους παρά η διαυγής τους και ήρεμη θέαση των πραγμάτων. Όταν βλέπουμε
τα πράγματα με υπερβολική διαύγεια, δεν μπορούμε πια καθόλου να τα νιώσουμε. Και
οι Έλληνες ήσαν προικισμένοι με μια εξαιρετική διαύγεια. Γι’ αυτό και ένιωθαν λίγο.
Εξού και η τελειότητα των έργων τέχνης τους. Για να δημιουργήσεις ένα έργο τέχνης,
μια τέλεια τελειότητα (sic),
είναι αναγκαίο να μην αισθάνεσαι το κάλλος του. Σύνολη η ελληνική τέχνη ήταν ισορροπία
και (…). Ήταν μια τέχνη ανθρώπων που ήξεραν να βλέπουν και πού έβλεπαν. Καμία σχέση
με μας, που ανακατεύουμε στο αίσθημά μας μπροστά σε ένα άγαλμα αυτά τα ψεύτικα συναισθήματα,
της ηθικής τελειότητας και της αγνότητας, που ο χριστιανισμός μας έμαθε να νιώθουμε
θαυμάζοντας τον Χριστό πάνω στο σταυρό. Δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τα αντικείμενα
διαυγή και γαλήνια στρεβλώνοντάς τα με το βλέμμα μας και τον θαυμασμό μας. Να
δημιουργήσουμε εντός μας ένα νέο τρόπο να νιώθουμε και να βλέπουμε.
Fernando Pessoa, Ο δρόμος του φιδιού, μετ. Γιάννης Σουλιώτης, εκδ.ΑΡΜΟΣ, σελ. 37,38