Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

"... τρεις βαθμοί κάτω απ' το μηδέν, κι όμως οι βυσσινιές είναι ολάνθιστες"

Natasha Milashevich, "Flora" (λεπτομέρεια)
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Η ανθρωπότητα προχωράει μπροστά, τελειοποιώντας τις δυνάμεις της. ‘Ολα όσα τής είναι σήμερα απρόσιτα και ακατανόητα κάποια μέρα θα τα πλησιάσει, θα τα φθάσει, θα τα καταλάβει. Μόνο που πρέπει κανείς να δουλέψει, να βοηθήσει μ' όλες του τις δυνάμεις εκείνους που αναζητούν την αλήθεια. Εδώ στη Ρωσία, λίγοι εργάζονται πραγματικά. Οι περισσότεροι διανοούμενοι που ξέρω δεν αναζητούν τίποτα, δεν κάνουν τίποτα κι είναι ανίκανοι να κοπιάσουν, να δημιουργήσουν. Λένε τους εαυτούς τους διανοούμενους αλλά στους υπηρέτες μιλάνε ελεεινά, φέρνονται στους μουζίκους σα νάταν ζώα, μορφώνονται ελάχιστα, δε διαβάζουν τίποτα στα σοβαρά, για τις επιστήμες μονάχα συζητάνε και από τέχνη δεν έχουν ιδέα. Κι όμως, είν' όλοι τους σοβαροί, έχουν πρόσωπα αυστηρά, μιλάνε μόνο για σημαντικά πράγματα, φιλοσοφούν. Και την ίδια ώρα οι εργάτες τρώνε μπρος στα μάτια τους φαΐ ελεεινό, κοιμούνται χάμω, τριάντα, σαράντα σ' ένα δωμάτιο, γεμάτο κοριούς, παντού βρώμα, υγρασία, ηθική ακαθαρσία... Και είναι φανερό ότι όλες οι σπουδαίες συζητήσεις μας γίνονται μονάχα για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια τα δικά μας και των άλλων. Δείξτε μου πού έχουμε νηπιαγωγεία που μιλάνε τόσο πολύ γι' αυτά, πού είναι τ' αναγνωστήρια; Μόνο στα μυθιστορήματα γράφουν γι' αυτά, μα στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πουθενά. Υπάρχει μόνο βρώμα, ανηθικότητα, ασιατική βαρβαρότητα... Εγώ τις φοβάμαι και τις σιχαίνομαι τις σοβαρές φυσιογνωμίες, φοβάμαι τις σοβαρές συζητήσεις. Καλύτερα να σωπαίνει κανείς!
ΛΟΠΑΧΙΝ: Εγώ σηκώνομαι στις πέντε το πρωί και δουλεύω απ' το πρωί ως το βράδυ, έχω πάντοτε στα χέρια μου λεφτά, δικά μου και ξένα, και βλέπω τί ανθρώπους έχω γύρω μου. Φτάνει να βάλεις μπρος μια δουλειά και θα καταλάβεις αμέσως πόσο λίγοι είναι οι τίμιοι και ηθικοί άνθρωποι. Είναι φορές που όταν δε με παίρνει ύπνος σκέφτομαι: “Θε μου, μας έδωσες απέραντα δάση, ατέλειωτους κάμπους, πλατείς ορίζοντες και ζώντας εδώ πέρα θάπρεπε να γίνουμε και μεις γίγαντες...”
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τί τους θέλετε τώρα τους γίγαντες; Μόνο στα παραμύθια είναι καλοί... Στη ζωή σε τρομάζουν. (περνάει ο Επιχόντωφ παίζοντας κιθάρα) Να κι ο Επιχόντωφ.
ΑΝΙΑ: ‘Ερχεται ο Επιχόντωφ.
ΓΚΑΓΕΦ: Ο ήλιος βασίλεψε, κυρίες και κύριοι.
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Ναι.
ΓΚΑΓΕΦ: Ω φύση πανέμορφη, λάμπεις με λάμψη αιώνια, ωραία κι απαθής, εσύ που σε λέμε μητέρα μας, κλείνεις μέσα σου την ύπαρξη και το θάνατο, δίνεις ζωή και καταστρέφεις...
ΒΑΡΙΑ: Θείε!
ΑΝΙΑ: Πάλι άρχισες θείε!
ΤΡΟΦΙΜΩΦ: Καλύτερα να βάλετε την κίτρινη στη μέση...
ΓΚΑΓΕΦ: Σωπαίνω, σωπαίνω. (ακούγεται ένας παράξενος ήχος)
ΛΙΟΥΜΠΑ: Τι ήταν αυτό;
ΛΟΠΑΧΙΝ: Δεν ξέρω. Κάπου μακριά στα ορυχεία θα έσπασε το συρματόσκοινο. Κάπου πολύ μακριά.

Άντον Τσέχωφ, Ο βυσσινόκηπος, (αποσπ. από τη Β' πράξη)