|
Rene Magritte, Le Blanc-Seing, 1965 |
Πέρα από τα βουνά.
- Η Χιονάτη εκφράζει τη μελαγχολία τελειότερα απ’ ότι κάθε άλλο παραμύθι. Καθαρή
της εικόνα είναι η βασίλισσα, που από το παράθυρο κοιτάζει το χιόνι και εύχεται
μια κόρη με πρότυπο τη ζωντανή ομορφιά των νεκρών νιφάδων, το μελανό πένθος του
πλαισίου του παραθύρου, το νύγμα του ματώματος για να πεθάνει αργότερα στη γέννα.
Το τελευταίο δεν αναιρείται βέβαια ούτε από το ευχάριστο τέλος. Καθώς η εκπλήρωση
της ευχής σημαίνει τον θάνατο, η σωτηρία παραμένει απατηλή φαινομενικότητα. Διότι
η βαθύτερη αντίληψη δεν πιστεύει πως αναστήθηκε εκείνη που κείται σαν κοιμωμένη
στο γυάλινο φέρετρο. Μήπως η φαρμακωμένη μπουκιά του μήλου, που από τον κλονισμό
του ταξιδιού τής βγήκε από το λαιμό, δεν είναι ένα φονικό μέσο, αλλά μάλλον το
υπόλοιπο της χαμένης, της εξόριστης ζωής, από την οποία δεν γιατρεύεται
πραγματικά παρά μόνο τώρα που δεν τη δελεάζει πια καμιά απατηλή αγγελιαφόρος; Και
πόσο αβάσιμη φαίνεται η ευτυχία: «Τότε η Χιονάτη τον συμπάθησε και τον ακολούθησε».
Πώς ανακαλείται από τον κακό θρίαμβο πάνω στην κακία. Έτσι, όταν ελπίζουμε στη
σωτηρία, μια φωνή μας λέει, ότι η ελπίδα είναι μάταιη, και όμως η ίδια, αυτή η ανήμπορη
και μόνο, είναι εκείνη που μας επιτρέπει ακόμη και να ανασαίνουμε. Όλες οι
στοχαστικές θεωρήσεις δεν μπορούν παρά να ιχνογραφούν υπομονετικά το διφορούμενο
χαρακτήρα της μελαγχολίας σε ολοένα καινούριες μορφές και προσεγγίσεις. Η αλήθεια
είναι αδιαχώριστη από την παράνοια ότι εντούτοις μέσα από τις μορφές της φαινομενικότητας
θα αναδυθεί κάποτε, αψευδώς, η σωτηρία.