Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Σύννεφα

Πόσο σε νιώθω, αγαπημένε μου Φερνάντο! Σήμερα δε σε βρίσκω διόλου σκοτεινό και υπερβολικό. Δε θλίβομαι αόριστα, ούτε πλήττω, μα αισθάνομαι κι εγώ έναν πόνο βαθύ και μεγάλο. Μοιάζει σαν πέτρα βαριά στα σωθικά μου και με κάνει να επιθυμώ να σταματήσει η καρδιά μου. Πονάει να ζεις. Όσο κι αν έψαξα στις σελίδες σου δε βρήκα κάτι πιο οδυνηρό από αυτό τον πόνο.
Έτσι, συμβιβάστηκα με τα «σύννεφά» σου… (Τα αγάπησα πολύ· κι ας είναι περαστικά, μοναχικά και απροσδιόριστα.)

«Σύννεφα… Ρωτώ τον εαυτό μου και δεν τον γνωρίζω. […] Ό,τι δεν έχασα από τη ζωή ερμηνεύοντας συγκεχυμένα ανύπαρκτα πράγματα, το χαράμισα σκαρώνοντας στίχους σε πρόζα, που περιγράφουν αισθήσεις αδύνατο να μεταδοθούν, χάρη στις οποίες κάνω δικό μου το κρυμμένο σύμπαν.[...] Βαρέθηκα τα πάντα, τα πάντα των πάντων. Σύννεφα… αυτά είναι το παν, αυτά που διαμελίζουν τα ύψη, τα μόνα αληθινά πράγματα σήμερα ανάμεσα στη γη του τίποτα και τον ουρανό, που δεν υπάρχει· ομίχλη που συμπυκνώνεται σε απειλές δίχως χρώμα· βρόμικες μπάλες μπαμπάκι από ένα νοσοκομείο χωρίς τοίχους. Σύννεφα… Είναι σαν και μένα, ένα σκόρπιο πέρασμα ανάμεσα σ’ ουρανό και γη, εξαρτώμενα από τη θέληση μιας αόρατης ορμής, με ή χωρίς κεραυνούς, στολισμένα στα λευκά ή μαύρα και σκοτεινιασμένα, φανταστικές εικόνες της απόστασης και της περιπλάνησης, μακριά από το θόρυβο της γης, δίχως όμως τη σιωπή του ουρανού. Σύννεφα … Εξακολουθούν να περνούν, περνούν συνέχεια, και θα περνούν για πάντα, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα ωχρά τους κουβάρια, απλώνοντας συγκεχυμένα τον ψεύτικο ανάκατο ουρανό τους* 

*Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας