Gregers: If you are right and I
am wrong, then life is not worth living.
Relling: Oh, life would be quite
tolerable, after all, if only we could be rid of the confounded duns that keep
on pestering us, in our poverty, with the claim of the ideal.
Gregers: [ (looking straight before
him).] In that case, I am glad that my destiny is what is.
Relling: May I inquire, -- what
is your destiny?
Gregers: (going).]To be the
thirteenth at table.
Relling:The devil it is.
Απόσπασμα από την "Αγριόπαπια" του Ερρίκου Ίψεν [από την 5η πράξη (τέλος)]
Edvard Munch, "Evening on
|
Το «ζωτικόν ψεύδος»
Η
«Αγριόπαπια» του Ίψεν θεωρείται συνήθως έργο συμβολικό, το μήνυμα του οποίου
συνοψίζεται στα πιο κάτω: «Είναι πάντα προτιμότερη η συντήρηση ενός 'ζωτικού ψεύδους'
απ' τον άνθρωπο απέναντι στην αδυσώπητη αλήθεια της ζωής, που μπορεί να τον
συντρίψει». Αυτή η ερμηνεία είναι εντελώς αστήρικτη. Θα δούμε το γιατί.
Υπάρχουν
στην «Αγριόπαπια» δύο ελάσσονες χαρακτήρες μέθυσοι, άσωτοι και πλάνητες, που
θυμίζουν μπεκετικές φιγούρες. Πρόκειται για τον ξεπεσμένο γιατρό Ρέλιγκ (του έχουν
πάρει την άδεια) και τον ξεπεσμένο, αποσχηματισμένο πάστορα Μόλβιγκ. Ο Ρέλιγκ, που
εκπροσωπεί το «πνεύμα της άρνησης», ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι είναι αδύναμοι
να αντέξουν την ωμή πραγματικότητα και γι' αυτό τούς χρειάζεται, για να ζήσουν,
να βάλουν στη θέση της ένα «ζωτικό ψεύδος». Έχει, έτσι, κατασκευάσει ένα τέτοιο
ψεύδος «στα μέτρα» του Μόλβιγκ: τον αποκαλεί «δαιμονιακό», μια λέξη που, κατ' αυτόν
δεν σημαίνει τίποτε, για να τον σώσει... από το τίποτε. Από τα λόγια αυτά του Ρέλιγκ
έχει πηγάσει η παρεξήγηση γύρω από το έργο, επειδή «αποκόπτονται» από το υπόλοιπο
κείμενο και διαβάζονται «ιδεολογικά», ως άποψη του συγγραφέα και ως γενική «θέση»
του έργου. Ας προσέξουμε υπό ποιες συνθήκες λέγονται τα λόγια αυτά και πού στοχεύουν:
Ο
Γκρέγκερς Βέρλε, ένας επίδοξος «κοινωνικός αναμορφωτής», που όμως δεν έχει λύσει
τα δικά του προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, περιφέρεται με την «απαίτηση
του ιδεώδους» στα χέρια ως ανεξόφλητο γραμμάτιο. Θέλει να διδάξει στον κόσμο
την «αλήθεια» και δεν είναι σε θέση... να ανάψει τη σόμπα του δωματίου του χωρίς
να δημιουργήσει χάος. Και φωτιά βάζει, και πλημμύρα προκαλεί για να τη σβήσει! Την
«απαίτηση του ιδεώδους» την κομίζει πρώτα για προσωπική εξαργύρωση στους εργάτες,
«τρώει πόρτα» απ' αυτούς και στρέφεται σε πιο εύκολους στόχους: στην οικογένεια
του άλλοτε φίλου του Γιάλμαρ Έκνταλ, ενός ονειροπόλου και απροσγείωτου, που είναι
θύμα πλεκτάνης του πλούσιου εργοστασιάρχη πατέρα τού Γκρέγκερς, χωρίς να το
γνωρίζει. «Μεγαλώνει» τη δεκατετράχρονη κόρη του Έντβιγκ, που είναι στην
πραγματικότητα κόρη του εργοστασιάρχη Βέρλε και αδελφή του Γκρέγκερς. Ο τελευταίος
σκοπεύει να αποκαλύψει στον Γιάλμαρ όλη την αλήθεια πιστεύοντας ότι το φως της θα
τον «μεταμορφώσει», θα γίνει «άλλος άνθρωπος», «ανώτερος», όταν πάψει να ζει
στο «σκότος του ψεύδους».
Με
αυτήν και μόνο την έννοια ο Ρέλιγκ αναφέρεται στην ανάγκη του «ζωτικού ψεύδους».
Για να προλάβει να αποτρέψει μια καταστροφή που προβλέπει ως βέβαιη. Και η
καταστροφή, όντως, έρχεται. Η αποκάλυψη της αλήθειας έχει ως μόνη συνέπεια την
αυτοκτονία της μικρής Έντβιγκ. Το μήνυμα του έργου, ώς εδώ, είναι ότι μόνο
«αποστολικά» δικαιούται κάποιος να επεμβαίνει στη ζωή των άλλων, δηλαδή όταν είναι
«καθαρός» στο σώμα και την ψυχή, χωρίς να προσδοκά απ' την πράξη του την
παραμικρή δική του ωφέλεια. Αλλιώς θα φέρει συμφορές.
Επιστρέφουμε
στους δύο «περιφερειακούς» χαρακτήρες του έργου (Ρέλιγκ - Μόλβιγκ). Έχουν μεταφέρει
στη σκηνή το άψυχο κορμί της Έντβιγκ. Ο αποσχηματισμένος πάστορας σκύβει επάνω
της και ψιθυρίζει κάποια λόγια του Ευαγγελίου, που, όμως, δεν αναγνωρίζονται ως
τέτοια ούτε ταυτοποιούνται σε όσες μεταφράσεις, ελληνικές ή ξένες, έχω υπόψη
μου. Η βιβλική τους προέλευση, βασικό κλειδί για την κατανόηση του έργου, κατά κανόνα
διαφεύγει της προσοχής των μελετητών και των μεταφραστών.
Τα λόγια
του Μόλβιγκ, πράγματι, αντιστοιχούν στην ευαγγελική αφήγηση του θαύματος «της θυγατρός
του Ιαείρου», όταν ο Χριστός ανάστησε το νεκρό κορίτσι του Ρωμαίου αξιωματούχου
με τα λόγια: «Ουκ απέθανεν, καθεύδει. Κοράσιον, εγείρου». («Δεν πέθανε, κοιμάται.
Σήκω, κοριτσάκι»). Αυτά τα λόγια ψιθυρίζει ο ξεπεσμένος πάστωρ Μόλβιγκ, όχι όμως
με πίστη, αλλά από συνήθεια, σαν «τσιτάτα» ή σαν «νεκρό γράμμα» βιβλίου. Και ο
ξεπεσμένος γιατρός Ρέλιγκ τού απαντά μονολεκτικά: «Βλάκα!»
Ο
κοινωνικά ρηξικέλευθος Ίψεν είναι ο τελευταίος που θα επικροτούσε την υιοθέτηση
από τους ανθρώπους του «ζωτικού ψεύδους». («Έτσι είναι τα πράγματα και δεν αλλάζουν»).
Αντίθετα, όλα τα πιο πάνω δείχνουν ότι, για τον Ίψεν, το «ζωτικό ψεύδος» είναι
χρήσιμο μόνο για τα άτομα και τις κοινωνίες, που, χωρίς να προσδοκούν ανάσταση
καμία, δέχονται παθητικά και αδιαμαρτύρητα τα πλήγματα της μοίρας.
Του Λέανδρου Πολενάκη,
εφημ. Η Αυγή (2/10/2015)