|
by Oswaldo
Guayasamín
|
«Αλλά τις έχασε αυτές τις ευκαιρίες, δεν έκανε τίποτα από όλα
αυτά. Αυτές κι αν ήταν ζημίες! Αχ και τι ζημίες! Αν μάλιστα τα έκανε όλα αυτά
μαζί – και να ψαρεύει και να παίζει βιολί και να φτιάχνει βάρκες και να σφάζει χήνες,
εκεί να δεις κεφάλαια που θα μάζευε! Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί ούτε
στο όνειρό του, η ζωή του πέρασε χωρίς κέρδος, χωρίς καμία ευχαρίστηση, χάθηκε
άδικα, δεν άξιζε ούτε μια μυτιά ταμπάκο. Μπροστά του δεν είχε απομείνει τίποτα
και όταν κοιτούσε πίσω, πάλι δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από ζημίες, και μάλιστα τόσο
τρομερές που τον έπιαναν ρίγη. Γιατί να μην μπορεί να ζήσει κανείς τη ζωή του
χωρίς αυτές τις χασούρες και τις ζημίες; [
] Και γιατί οι άνθρωποι κάνουν πάντα αυτό που δεν πρέπει να κάνουν; Γιατί
ο Γιακόβ όλη του τη ζωή έβριζε, φώναζε, ορμούσε στον κόσμο με τις γροθιές του,
προσέβαλλε τη γυναίκα του, για ποιο λόγο είχε λίγο πιο πριν βρίσει και κατατρομάξει
τον Εβραίο;
Γιατί τελικά οι άνθρωποι εμποδίζουν ο ένας τον άλλον να ζήσει; Εκεί
ήταν οι μεγάλες ζημίες! Οι τρομαχτικές ζημίες! Αν δεν υπήρχαν η ζήλια και η κακία
, οι άνθρωποι θα αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη ο ένας από τον άλλον.[…..]
Δεν λυπόταν που πέθαινε, αλλά μόλις είδε το βιολί στο σπίτι,
σφίχτηκε η καρδιά του και στεναχωρήθηκε. Το βιολί δεν κάνει να το πάρεις μαζί
σου στον τάφο, μόνο που τώρα θα έμενε ορφανό και θα πάθαινε το ίδιο όπως και το
πευκόδασος, και οι σημύδες. Όλα σε αυτόν τον κόσμο χάθηκαν ή θα χαθούν! Ο Γιακόβ
βγήκε από την ίζμπα του και κάθισε στο κατώφλι, σφίγγοντας στο στήθος του το
βιολί…»
Άντον
Τσέχωφ, "Το βιολί του Ρότσιλντ", μτφ. Αλ. Ιωαννίδου, σελ. 20-22, εκδ. Άγρα, 2015