|
Camille Claudel, "La valse" ή "Les Valseurs" (1883-1905)
Αυτοβιογραφικό έργο της Camille Claudel, « point de rupture de son amour et de sa folle passion pour son maître et amant Auguste Rodin » - Art nouveau, Musée Rodin, Paris (France)
(Via Maryan Novel)
|
"Το «
πάντα» είναι μεγάλη λέξη, αλλά καταλαβαίνω την περίπτωσή
σας», αποκρίθηκα. «Πάσχετε κι εσείς από τη μεγάλη αμερικανική ασθένεια – και
μάλιστα σε μεγάλο βαθμό: τη νοσηρή και ακατανίκητη δίψα για χρώματα και μορφές,
για γραφικότητα και ρομαντισμό με κάθε θυσία. Δεν ξέρω αν ερχόμαστε στον κόσμο
μ’ αυτή την ασθένεια – με το μικρόβιό της, δηλαδή, εμφυτευμένο μέσα μας πριν
από την εμπειρία -, αλλά υποπτεύομαι πως μας κυριεύει μάλλον νωρίς, σχεδόν
προτού αναπτυχθεί η γνωστική μας συνείδηση. Καθώς κοιτάζουμε γύρω μας, νιώθουμε
πως προκειμένου να σώσουμε την ψυχή μας ή τουλάχιστον τις αισθήσεις μας, πρέπει
αναπόφευκτα να ζήσουμε με αυτή. Είμαστε σαν τους ταξιδιώτες στην έρημο:
στερημένοι από νερό στο έλεος των αντικατοπτρισμών, στην τυραννία της
ψευδαίσθησης, στον πυρετό της δίψας. Οι ταξιδιώτες της ερήμου ακούνε
κελαρύσματα ρυακιών, βλέπουν πράσινους κήπους και περβόλια που βρίσκονται
εκατοντάδες μίλια μακριά τους. Το ίδιο γίνεται και με τη δική μας
δίψα.
Μόνο
που σε μας γίνεται κάτι πιο θαυμάσιο: βλέπουμε νοερά τα όμορφα, παλιά πράγματα
που δεν τα είδαμε ποτέ, κι όταν βρισκόμαστε μπροστά τους επιτέλους – αν είμαστε
τυχεροί! – απλώς τα αναγνωρίζουμε.
Αυτό που κάνει η εμπειρία, είναι να
επιβιώνει απλώς και να συγκεκριμενοποιεί τα προσφιλή μας όνειρα.»
Άκουγε προσεχτικά με τα στρογγυλά της μάτια. «Ο τρόπος που
εκφράζεστε είναι υπέροχος, και είμαι βέβαιη ότι τα πράγματα θα γίνουν ακριβώς
έτσι. Έχω ονειρευτεί τα πάντα – και θα τα αναγνωρίσω όλα!»
«Φοβούμαι πως έχετε σπαταλήσει πολύ χρόνο», είπα
αστειευόμενος.
«Ω, ναι, αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη κακοτυχία μου».
Οι προσκεκλημένοι γύρω μας είχαν αρχίσει να σκορπίζουν και
ετοιμάζονταν να φύγουν. Σηκώθηκε και μου άπλωσε το χέρι συνεσταλμένα, αλλά το
πρόσωπό της έλαμπε από ζωντάνια.
«Θα επιστρέψω πάλι εκεί», είπα, καθώς της έσφιγγα το χέρι.
«Πρέπει πάντα κανείς να επιστρέφει. Θα περιμένω να σας δω μια μέρα.»
«Και τότε θα σας πω αν απογοητεύτηκα», έκανε με χάρη. Και
απομακρύνθηκε ανεμίζοντας, με μια εκφραστική κίνηση τη μικρή της ψάθινη
βεντάλια."
Χένρυ Τζέημς, «Τέσσερις συναντήσεις», σελ. 19,20, εκδ.
Νεφέλη, μτφ. Λ. Θεοδωρακόπουλος