"Οι καλλιεργημένοι άμουσοι ζητούν συνήθως από το έργο τέχνης κάτι
να τους δώσει. Δεν αγανακτούν πια με τη ριζοσπαστικότητα, αλλά αποτραβιούνται στον
αδιάντροπα μετριόφρονα ισχυρισμό ότι δεν καταλαβαίνουν. Αυτός παραμερίζει ακόμη
και την αντίσταση, την τελευταία αρνητική σχέση προς την αλήθεια, και το
σκανδαλιστικό αντικείμενο καταχωρείται χαμογελαστά στον κατάλογο των ανόμοιών
του, των διαρκών αγαθών ανάμεσα στα οποία έχει κανείς την δυνατότητα να επιλέγει
και τα οποία μπορεί κανείς να απορρίπτει, χωρίς να φέρει ο ίδιος καν την ευθύνη
γι’ αυτό. είμαι απλούστατα κουτός, δεν μπορώ να παρακολουθήσω, λένε, και όσο περισσότερο μειώνουν τον εαυτό τους, τόσο
πιο σταθερά συμμετέχουν στην κραταιή ταυτοφωνία της vox inhumana populi, στη δικάζουσα εξουσία
του απολιθωμένου πνεύματος της εποχής. Το ακατανόητο, από το οποίο κανένας δεν έχει
όφελος, από προκλητικό έγκλημα γίνεται αξιολύπητη ανοησία. Μαζί με το κεντρί
απομακρύνουν και τον πειρασμό. Ότι πρέπει να δίδεται στους ανθρώπους κάτι,
φαινομενικά το αίτημα της ουσιαστικότητας και πληρότητας, αυτό ακριβώς αποκλείει
τις τελευταίες και κάνει το δίδον να φτωχαίνει.
Κατ’ αυτό όμως η σχέση προς τους ανθρώπους εξισώνεται με την
αισθητική σχέση. Η κατηγορία ότι δεν δίνει κανείς τίποτε, είναι αξιοθρήνητη. Αν
η σχέση έγινε στείρα, οφείλει κανείς να τη διαλύσει. Σε εκείνον όμως που εμμένει
σε αυτή και ωστόσο παραπονιέται, λείπει πάντοτε το δεκτικό όργανο: η φαντασία. Και
οι δυο πρέπει να δίνουν κάτι, ευτυχία ως το κατ’ εξοχήν μη ανταλλάξιμο, μη αγώγιμο,
όμως αυτό το δίδειν είναι αδιαχώριστο από το λαμβάνειν. Έχει επέλθει το τέλος, όταν
πια δεν φτάνει στον άλλον αυτό που βρίσκει κανείς γι’ αυτόν. Δεν υπάρχει αγάπη
που να μην είναι ηχώ. Στους μύθους η αποδοχή της προσφερόμενης θυσίας αποτελούσε
εγγύηση για την απονομή χάρης· γι’ αυτήν την αποδοχή παρακαλεί η αγάπη, το ομοίωμα
της θυσίας, ώστε να μην αισθάνεται να την βαραίνει η κατάρα. Η παρακμή της προσφοράς
δώρων συμπορεύεται σήμερα με τη σκλήρυνση απέναντι στο λαμβάνειν. Η τελευταία όμως
καταλήγει σε εκείνη την απάρνηση της ίδιας της ευτυχίας, η οποία και μόνο επιτρέπει
στους ανθρώπους να προσκολλώνται στο δικό τους είδος ευτυχίας. Θα διαρρηγνυόταν
το τείχος στο σημείο που θα δέχονταν από τον άλλον ό,τι με σφιγμένα χείλη πρέπει
να απαγορεύουν στον εαυτό τους. Αυτό όμως γίνεται δύσκολο γι’ αυτούς εξαιτίας της
προσπάθειας που απαιτεί από τους ίδιους το λαμβάνειν. Ξετρελαμένοι με την
τεχνική, μεταβιβάζουν το μίσος για την περιττή καταπόνηση της ύπαρξής τους στο
ξόδεμα ενέργειας, το οποίο ως κινούν στοιχείο του είναι τους, χρειάζεται η ηδονή
ως τις έσχατες μετουσιώσεις της. Παρά τις αμέτρητες διευκολύνσεις η πρακτική τους
παραμένει παράλογος μόχθος· τη σπατάλη των δυνάμεων στην ευτυχία, το μυστικό της
τελευταίας εντούτοις δεν την ανέχονται. Εδώ πρέπει να ακολουθούν τα αγγλικά
συνθήματα relax και take it easy,
τα οποία προέρχονται από τη γλώσσα των αδερφών νοσοκόμων, και όχι από εκείνη της
συναισθηματικής πλησμονής. Η ευτυχία είναι ξεπερασμένη: αντιοικονομική. Διότι η
ιδέα της, η σεξουαλική ένωση, είναι το αντίθετο του χαλαρού, η ευτυχής ένταση, όπως
ακριβώς κάθε δουλειά υπό τον ζυγό είναι η δυστυχής."
Theodor Adorno, Minima Moralia (σελ. 139, 140)