Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

"A dream?"


"A dream? what is a dream? And is our life not a dream?" 
Ναιναιστο τέλοςτους διέφθειρα όλουςΠώς έγινε αυτό; — δεν ξέρωμα το θυμάμαι πολύ καλάΤο όνειρό μου που διέσχισα χιλιάδες χρόνιαέχει αφήσει μέσα μου ένα αίσθημα συνεχείας∙ το μόνο που ξέρωείναι πως εγώ ήμουν η αιτία του πρώτου αμαρτήματοςΣα μολυσματική αρρώστιασαν ένα μόριο χολέρας που μπορεί να μολύνει ολόκληρη αυτοκρατορίαέτσι και γώ μόλυνα με την παρουσία μου την γη της ευτυχίας που ως τα τότες ήτανε αθώαΜάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμακαι μάθανε την ομορφιά του ψέματοςΊσωςόλαυτά ναρέσανε πολύ αθώαγια ταστείααπό απλή φιλαρέσκειασαν ένα ευχάριστο παιχνίδικι ίσως πραγματικά εξ αιτίας κάποιου μορίουμα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσστην καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστοΎστερα από λίγογεννήθηκε κι η ηδυπάθειαη ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπίαη ζηλοτυπία τη σκληρότητα... Αδεν ξέρωδε θυμάμαιμα σε λίγοπολύ γρήγοραχύθηκε το πρώτο αίμααυτό τους κατέπληξετους τρόμαξεκι άρχισαν ναπομακρύνονται ο ένας από τον άλλοκαι να χωρίζονταιΣχηματίστηκαν συμμαχίεςμα εναντίον των άλλωνΑκούστηκαν μομφές και κατηγορίεςΜάθανε τείναι ντροπήκαι κάνανε αρετή τη ντροπήΤους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμήςκαι κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό τηςΆρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώακαι τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσστα δάση και τους εχθρεύτηκανΆρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλειατον ατομικισμότην προσωπικότητατη διάκριση του δικού μου και του δικού σουΑρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσεςΜάθανε τη θλίψη κι αγαπήσανε τη θλίψηΠοθήσανε την οδύνη κι είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθειαΚι έκανε την εμφάνισή της η επιστήμηΣα γίνανε κακοίτότες αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμόκαι τότες καταλάβανε αυτές τις ιδέεςΣαν γίνανε εγκληματίεςτότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουνκι ύστεραγια να εξασφαλίσουν το σεβασμό γιαυτούς τους κώδικεςθεσπίσανε τη.  λαιμητόμοΤώρα πιαπολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσεικαι μάλιστα δε θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι κι ευτυχισμένοιΚοροϊδεύαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοικαι λέγανε πως ήταν όνειροΚαι μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικάκι όμωςτι θαυμαστό και παράξενο πράγμαμόλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχίαμόλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιάωστόσοτόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχίαπου γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τουςχτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τουςστην «επιθυμία» τουςμόλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητημα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυαΚι όμωςαν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σαυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσεικι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν — σίγουρα θαρνιόντανΣαυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτεςκακοί και άδικοι∙ έστω∙ το ξέρουμεκλαίμε κι υποφέρουμε γιαυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από κείνες που θα μας επιβάλει ο Φιλεύσπλαχνος Κριτής σα μας δικάσεικαι που ούτε τόνομά του δεν ξέρουμεΜα έχομε την επιστήμη και χάρη σαυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθειακαι τότες θα την αποδεχτούμε συνειδητάΗ γνώση είναι ανώτερη απτο συναίσθημακι η συνείδηση της ζωής ανώτερη απτη ζωήΗ επιστήμη θα μας δώσει τη σοφίαη σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία.» Αυτά λέγανε καιύστερα από κάτι τέτοια λόγιαο καθένας ξανάρχιζε ναγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπηγιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικάΚαι τότεο καθένας τους αγαπούσε τόσο ζηλότυπα την προσωπικότητά του που προσπαθούσε να εξευτελίσει και να ταπεινώσει με κάθε μέσο την προσωπικότητα των άλλων∙ ήτανε ζήτημα ζωήςΕμφανίστηκε η δουλείακαι μάλιστα και η εθελοδουλείαΟι αδύνατοι υποτάχθηκαν πρόθυμα στους ισχυρότερουςφτάνει αυτοί να τους βοηθούσαν να συντρίψουν τους πιο αδύνατους απαυτούςΕμφανίστηκαν και οι δίκαιοιπου ήρθαν σαυτούς τους ανθρώπους για να τους μιλήσουνθρηνώντας για την αλαζονεία τους και κατηγορώντας τους που έχασαν το μέτρο και την αρμονίαπου χάσανε την αιδημοσύνη τουςΜα τους κορόιδεψαν και τους λιθοβόλησανΤο αίμα των αγίων έτρεξε πάνω στα προαύλια των ναώνΕξ άλλουήρθαν κι άλλοι που σκέφτηκαν ναποκαταστήσουν την αρμονία ανάμεσα στους ανθρώπους σε τρόπο πουχωρίς ο καθένας να παύει να αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από τον πλησίον τουνα μην αποτελεί ωστόσο εμπόδιο και ενόχληση για τους άλλους και όλοι μαζί να σχηματίσουν ένα είδος κοινωνίας όπου να ζούσανε μονιασμένοιΜακρόχρονοι πόλεμοι υποδαυλίστηκαν για να επιβληθεί αυτή η αρχήΟι μαχητές δεν πιστεύανε λιγότερο σταθερά πως η επιστήμηη σοφία και το συναίσθημα της προσωπικής ασφάλειας θα αναγκάζανε επιτέλους τους ανθρώπους να συμφωνήσουν για τις βάσεις μιας λογικής κοινωνίας και γιαυτόστο μεταξύγια να επισπεύσουν τα πράγματαοι «πούροι» προσπαθούσαν να απαλλαγούν απόλους όσοι δεν ήτανε πούροι και δεν καταλάβαιναν την ιδέα τουςγια να μην εμποδίζουν το θρίαμβό τουςΜα γρήγορα εξασθένισε το συναίσθημα της προσωπικής αυτοσυντήρησηςκι ανέβηκαν οι αλαζόνες κι οι φιλήδονοι που απαιτούσαν όλαή τίποταΚαι για ναποκτήσουν αυτά τα όλαχρειάστηκε να καταφύγουν στην αγριότητακι όταν δεν πετύχαινανστην αυτοκτονίαΈγιναν θρησκείες για τη λατρεία της ανυπαρξίας και της αυτοκαταστροφήςεν ονόματι της αιώνιας γαλήνης στους κόλπους του μηδενόςΤελικάαυτοί οι άνθρωποι κουράστηκαν από τον χωρίς νόημα μόχθο και τα πρόσωπά τους πήρανε τα στίγματα της οδύνης∙ έτσιαυτοί οι άνθρωποι διακήρυξαν πως η οδύνηείναι ομορφιάαφού μόνο απτην οδύνη υπάρχει η σκέψηάρχισαν να υμνούν την οδύνη στα τραγούδια τουςΕγώ τριγύριζα απελπισμένος ανάμεσά τους κι έκλαιγα γιαυτούςμα τώρα τους αγαπούσα ίσως περισσότερο από πριντότε που τα πρόσωπά τους δεν είχανε γνωρίσει την οδύνη και ήτανε αθώα και τόσο ωραίαΞανάρχισα ναγαπάω τη βρώμικη γης τους πιο πολύ από τότες που ήτανε παράδεισοςμόνο και μόνο γιατί ήρθε ο πόνοςΑλλοίμονοπάντα μου αγάπησα τον πόνο και τη θλίψημα μόνο για μένακι έκλαψα για κείνους και τους λυπόμουνΆπλωνα τα χέρια μου σαυτούς και κατηγορούσα τον εαυτό μου μέσστην απελπισία μου και περιφρονούσα τον εαυτό μουΤους είπα πως εγώ τα είχα κάνει όλαυτάεγώ και μόνοπως εγώ τους είχα φέρει τη διαφθοράτη πανούκλα και το ψέμαΤους παρακάλεσα να με σταυρώσουνκαι τους είπα πως να φτιάξουν το σταυρόΔεν μπορούσαδεν είχα τη δύναμη να σκοτωθώμα ήθελα να πάρω πάνω μου όλους τους πόνουςποθούσα την οδύνη και ποθούσα να χύσω μέσα σαυτή την οδύνη ακόμα και την τελευταία ρανίδα απτο αίμα μουΜα εκείνοι καγχάζανεκαι στο τέλος με πήρανε για τρελό μυστικιστήΈτσιαυτοί με δικαιολογούσανε και λέγανε πως απόκτησαν εκείνο που γυρεύανεκαι πως δε μπορούσε παρά να γίνει αυτό που έγινεΣτο τέλοςμου δηλώσανε πως άρχισαν να με βρίσκουν επικίνδυνο και πως αν δε σώπαινα θα με κλείνανε στο φρενοκομείοΚαι τότε η ψυχή μου πλημμύρισε από τόσο δυνατή θλίψη που σφίχτηκε η καρδιά μουένοιωσα πως θα πέθαινακαι τότε ∙∙∙ τότε ξύπνησα."
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, "Το όνειρο ενός γελοίου" (απόσπασμα)