|
Zinaida Serebriakova, House
of Cards (1919) |
"Τα αξιοσέβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκοφωλιά και θα τελειώσουν
ασφαλώς εκεί, πράγμα που τους περιποιεί μεγάλη τιμή για την επιμονή τους και το
θετικό τους πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως είναι επιπόλαιο πλάσμα, ανισόρροπο και ίσως
όπως ο παίκτης του σκακιού, αγαπά μόνο το παίξιμο κι όχι το σκοπό του παιχνιδιού.
Και ποιος ξέρει (δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα), ίσως ο σκοπός στον
οποίο τείνει η ανθρωπότητα να είναι δηλαδή μόνο το ακατάπαυστο παίξιμο· ενδιαφέρεται
μόνο για την ίδια τη ζωή, κι όχι για το σκοπό της, που δεν είναι άλλος βέβαια
παρά το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, δηλαδή ένας τύπος. Μα το δύο και δύο
κάνουν τέσσερα, αυτό δεν είναι πια η ζωή, κύριοι, είναι η αρχή του θανάτου.
Άλλωστε πάντα το φοβόταν το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, το φοβάμαι ακόμη κι εγώ.
Ας παραδεχτούμε πως ο άνθρωπος άλλο δεν κάνει παρά να αναζητάει το δύο και δύο
κάνουν τέσσερα· διασχίζει ωκεανούς ριψοκινδυνεύει τη ζωή του ψάχνοντας, μα
πραγματικά φοβάται να βρει κάτι, φοβάται στα γερά. Καταλαβαίνει ότι, όταν θα το
βρει, δεν θα έχει πια τίποτε άλλο να ζητήσει. Οι εργάτες σαν αποτελειώνουν τη
δουλειά τους παίρνουν τουλάχιστον χρήματα, πάνε στο καπηλειό κι έπειτα ψάχνουν
πάλι για δουλειά. Και να, βρίσκουν για άλλες έξι μέρες. Μα ο άνθρωπος πού θα πάει; Ναι, βλέπει
κανείς ότι στενοχωριέται, όταν φτάνει στο σκοπό του. Αγαπά την πορεία προς ένα
σκοπό, μα όχι και την απόλυτη επίτευξή του. Αυτό είναι βέβαια παράξενο. Με μια
λέξη ο άνθρωπος είναι παράξενα καμωμένος. Δίχως άλλο υπάρχει ένα αστείο μέσα σε
όλα αυτά. Μα το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό είναι ανυπόφορο. Δύο και
δύο κάνουν τέσσερα! Κατά τη γνώμη μου, κύριοι, είναι αυθάδεια. Το δύο και δύο
κάνουν τέσσερα, μοιάζει με κάποιον αναιδή που στέκεται στη μέση του δρόμου
με τα χέρια στη μέση και σου τον φράζει, σε προκαλεί. Συμφωνώ, δύο και δύο κάνουν
τέσσερα, είναι ένα θαυμάσιο πράγμα· ε λοιπόν, και το δύο και δύο κάνουν πέντε,
είναι καμιά φορά πιο χαριτωμένο."
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, από Το υπόγειο, μετ. Γιώργης Σημηριώτης, σελ. 42,43 (Ελευθεροτυπία, ειδική έκδοση, 2006)