Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

"Ως κι οι πέτρες, γεμάτες ασήκωτη σιωπή..."

Mstislav Dobuzhinsky, A man with eyeglasses
The portrait of Konstantin Sunnerberg
περ. 1902
ΓΕΡΟΣ: Στην αρχή ο κόσμος μ’ άφηνε κατάπληκτο. Κι εγώ κοίταζα γύρω κι έλεγα, «Τι είν’ ολ’ αυτά!» Και μετά ρωτούσα, «Ποιος είμ’ εγώ;», κι έμενα κατάπληκτος όταν ανακάλυπτα τον εαυτό μου. Και με γέμιζε ο κόσμος, και με γέμιζε ο εαυτός μου, κι ένιωθα την ανάγκη να το πω, να το φωνάξω. Αλλά σε ποιον; Σ’ εμένα για μένα και μετά για τους άλλους. Όμως, το «Ποιος είμ’ εγώ;» είναι μια πολύ προσωπική ερώτηση. Μπορείς να την απευθύνεις μόνο στον εαυτό σου. Ένα μοναχικό άτομο κάνει ερωτήσεις σ’ ένα απρόσωπο σύμπαν... Μετά από το «Τι είν’ ολ’ αυτά!» και το «Ποιος είμ’ εγώ;» αναπόφευκτα έρχεται το ερώτημα «Τι γυρεύω εγώ εδώ, περιστοιχισμένος απ’ όλα αυτά;» Αυτό το ερώτημα είναι σαφώς ελλιπέστερο. Δεν είναι και τόσο μεταφυσικό, είναι περισσότερο πρακτικό, ιστορικό. Όμως, ήδη, στην προηγούμενη κατάπληξη υπήρχε μια αόριστη αίσθηση απειλής, γιατί και ο κόσμος και ο εαυτός μου με ανησυχούσαν και με γέμιζαν τρόμο. Έτσι ξεκινά η ζωή μας. Είναι γοητευτική όσο ισχύουν τα ερωτήματα. Μετά, όταν παύεις να θέτεις ερωτήματα, έχεις αρχίσει να κουράζεσαι. Και τότε μένει μόνο η απειλή κι αυτή η βασανιστική ανησυχία. Ο κόσμος γίνεται οικείος και φυσικός. Δεν απομένει παρά μόνο η κούραση, η βαριεστιμάρα και ο πάντοτε παρών φόβος που υπήρχε από την αρχή. Η ζωή δεν είναι πια θαύμα, είναι εφιάλτης. Δεν ξέρω πώς εσύ κατάφερες να κρατήσεις μέσα σου ανέπαφο το θαύμα. Για μένα κάθε στιγμή είναι και αβάσταχτη και άδεια. Όλα είναι αποτρόπαια. Βαριέμαι τόσο, που ανησυχώ γι’ αυτό.
ΓΡΙΑ: Πώς είναι δυνατόν να βαριέσαι; Βαριούνται τα δέντρα; Ένας δρόμος γιατί δεν βαριέται; Η λίμνη καθρεφτίζει τον ουρανό και γίνεται αναπόσπαστο μέρος του.
ΓΕΡΟΣ: Τα έπιπλα βαριούνται. Οι τοίχοι αποπνέουν βαριεστιμάρα. Οι πόρτες είναι θλιμμένες: πόρτες ανοιχτές είναι σαν να ουρλιάζουν, κλειστές είναι σαν να βογκάνε.
ΓΡΙΑ: Τα φυτά ξεδιπλώνονται στο φως. Τα φύλλα μένουν αμάραντα. Κι εγώ χαϊδεύω με το βλέμμα καθετί που κοιτάζω.
ΓΕΡΟΣ: Τα πρόσωπα κλείνουν σαν όστρακα όταν βρίσκονται το ένα απέναντι στο άλλο. Κι εγώ κάνω το ίδιο, αρνιέμαι οτιδήποτε κοιτάζω. Τα κεφάλια μοιάζουν όλα με το κούτσουρο του χασάπη: μαυρισμένα από το αίμα και βρώμικα. Ως κι οι πέτρες, γεμάτες ασήκωτη σιωπή, είναι κλεισμένες καθεμία στη φυλακή της.

Ευγένιος ΙονέσκοΤο παιχνίδι της σφαγής,  σελ. 96-97, μετ. Ερρίκος Μπελιές, Κέδρος, 2009