Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Απουσία

"Δεν μπορώ να σε φτάσω γιατί πήγες και κλείστηκες πίσω από μια πόρτα που είναι πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις", κι εκείνος είπε, παράπονο και στεναγμός ζώου που κρύφτηκε για να υποφέρει: "Κι αν δεν μπορείς να μπεις, μην ξεμακραίνεις από μένα, έχε μου πάντα το χέρι σου απλωμένο, ακόμα κι όταν δεν μπορείς να με δεις, αν δεν το κάνεις θα ξεχάσω τη ζωή, ή εκείνη θα με ξεχάσει". Κι όταν μετά από μερικές μέρες ο Ιησούς πήγε να συναντήσει τους μαθητές του, εγώ, που βάδιζα στο πλευρό του, του είπα: "Θα κοιτάζω τη σκιά σου αν δεν θέλεις να κοιτάζω εσένα", κι εκείνος απάντησε: "Θέλω να είμαι όπου είναι η σκιά σου αν εκεί βρίσκονται και τα μάτια σου". 
Αγαπιόμασταν και λέγαμε λόγια σαν αυτά, όχι μονάχα επειδή είναι όμορφα και αληθινά, αν μπορούν να είναι το ένα και το άλλο ταυτόχρονα, αλλά γιατί προαισθανόμασταν πως ο καιρός της σκιάς πλησίαζε και χρειαζόταν να αρχίσουμε να συνηθίζουμε, μαζί ακόμα, το σκοτάδι της οριστικής απουσίας. 
Είδα τον Ιησού αναστημένο και την πρώτη στιγμή νόμισα πως ο άντρας εκείνος ήταν ο φροντιστής του κήπου όπου βρισκόταν ο τάφος, όμως σήμερα ξέρω πως δεν θα τον δω ποτέ στους βωμούς επάνω όπου με έβαλαν, όσο ψηλοί κι αν είναι, όσο κοντά στον ουρανό κι αν φτάνουν, όσο στολισμένοι με λουλούδια κι αρωματισμένοι με μύρο κι αν είναι. Δεν είναι ο θάνατος που μας χώρισε, μας χώρισε για πάντα η αιωνιότητα.

José Saramagoαπόσπασμα από Το Τελευταίο Τετράδιο