"Ήρθα από χώρες θαυμαστές, τοπία καλύτερα κι από τη ζωή, αλλά για τις χώρες αυτές ποτέ δεν μίλησα παρά μόνο με τον εαυτό μου, και τα τοπία, που τα έβλεπα σαν ονειρευόμουν, ποτέ δεν τους τα ανέφερα. Τα βήματά μου ήταν σαν δικά τους πάνω στα πατώματα και τις πλάκες, αλλά η καρδιά μου ήταν μακριά, αν και χτυπούσε κοντά, ψεύτικος κύριος ενός κορμιού εξόριστου και ξένου.
Κανείς δεν με γνώρισε κάτω από το προσωπείο της ομοιότητας, ούτε έμαθε ποτέ πως ήταν προσωπείο, γιατί κανείς δεν ήξερε πως στον κόσμο αυτόν υπάρχουν μεταμφιεσμένοι. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι δίπλα μου υπήρχε πάντα κάποιος άλλος, που τελικά ήμουν εγώ. Με περνούσαν πάντα ίδιο μ’εμένα.
Με φιλοξένησαν στα σπίτια τους, τα χέρια τους έσφιξαν τα δικά μου, με είδαν να περνώ στο δρόμο σαν να βρισκόμουν εκεί. Αλλά αυτός που είμαι δεν βρέθηκε ποτέ σ’εκείνα τα δωμάτια, αυτός που ζω δεν έχει χέρια για να του σφίξουν οι άλλοι, αυτός που με γνωρίζω δεν έχει δρόμους για να περάσει, εκτός κι αν είναι όλοι οι δρόμοι, ούτε δρόμους για να τον δούν, εκτός κι αν ο εαυτός του είναι όλοι οι άλλοι. Ζούμε όλοι μας μακρινοί κι ανώνυμοι, μεταμφιεσμένοι, υποφέρουμε άγνωστοι. Σε μερικούς ωστόσο αυτή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα ον και τον εαυτό του δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Σε άλλους φωτίζεται από καιρού εις καιρόν, από φρίκη ή από οδύνη, από μια αστραπή χωρίς όρια. Αλλά για άλλους πάλι αυτή είναι η οδυνηρή επανάληψη και καθημερινότητα της ζωής τους.
Να γνωρίζουμε ακριβώς ποιοι είμαστε δεν είναι δικό μας θέμα, να γνωρίζουμε όμως πως ό,τι σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε είναι πάντα μια μετάφραση, πως ό,τι θέλουμε δεν το θελήσαμε, και ίσως κανείς δεν το θέλησε – να τα γνωρίζουμε όλα αυτά ανά πάσα στιγμή, να τα γνωρίζουμε όλα αυτά σε κάθε συναίσθημα, δεν είναι άραγε αυτό το να είναι κανείς ξένος στην ίδια του την ψυχή, εξόριστος μέσα στις ίδιες του τις αισθήσεις;"
Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας, (Livro do desassossego)
Κανείς δεν με γνώρισε κάτω από το προσωπείο της ομοιότητας, ούτε έμαθε ποτέ πως ήταν προσωπείο, γιατί κανείς δεν ήξερε πως στον κόσμο αυτόν υπάρχουν μεταμφιεσμένοι. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι δίπλα μου υπήρχε πάντα κάποιος άλλος, που τελικά ήμουν εγώ. Με περνούσαν πάντα ίδιο μ’εμένα.
Με φιλοξένησαν στα σπίτια τους, τα χέρια τους έσφιξαν τα δικά μου, με είδαν να περνώ στο δρόμο σαν να βρισκόμουν εκεί. Αλλά αυτός που είμαι δεν βρέθηκε ποτέ σ’εκείνα τα δωμάτια, αυτός που ζω δεν έχει χέρια για να του σφίξουν οι άλλοι, αυτός που με γνωρίζω δεν έχει δρόμους για να περάσει, εκτός κι αν είναι όλοι οι δρόμοι, ούτε δρόμους για να τον δούν, εκτός κι αν ο εαυτός του είναι όλοι οι άλλοι. Ζούμε όλοι μας μακρινοί κι ανώνυμοι, μεταμφιεσμένοι, υποφέρουμε άγνωστοι. Σε μερικούς ωστόσο αυτή η απόσταση ανάμεσα σ’ένα ον και τον εαυτό του δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Σε άλλους φωτίζεται από καιρού εις καιρόν, από φρίκη ή από οδύνη, από μια αστραπή χωρίς όρια. Αλλά για άλλους πάλι αυτή είναι η οδυνηρή επανάληψη και καθημερινότητα της ζωής τους.
Να γνωρίζουμε ακριβώς ποιοι είμαστε δεν είναι δικό μας θέμα, να γνωρίζουμε όμως πως ό,τι σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε είναι πάντα μια μετάφραση, πως ό,τι θέλουμε δεν το θελήσαμε, και ίσως κανείς δεν το θέλησε – να τα γνωρίζουμε όλα αυτά ανά πάσα στιγμή, να τα γνωρίζουμε όλα αυτά σε κάθε συναίσθημα, δεν είναι άραγε αυτό το να είναι κανείς ξένος στην ίδια του την ψυχή, εξόριστος μέσα στις ίδιες του τις αισθήσεις;"
Fernando Pessoa, Το βιβλίο της ανησυχίας, (Livro do desassossego)