Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το μονόλογο του βασιλιά Ριχάρδου του Β´, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή, στο απομακρυσμένο κάστρο του Pomfret στο βόρειο τμήμα της Αγγλίας, και στοχάζεται πάνω στην τωρινή του κατάσταση, την πτώση του. (Ο μεσαιωνικός μονάρχης ξυπνάει από το λήθαργό του όταν συνειδητοποιεί ότι του αφαιρείται η κοσμική εξουσία που είχε στηρίξει στη δήθεν «θεία βούληση».). Στη φυλακή έχει οδηγηθεί μετά την καθαίρεσή του από το θρόνο που συνέβη εξαιτίας της αλαζονικής του συμπεριφοράς και των λαθών του στη διαχείριση της εξουσίας. (Το έργο του Σαίξπηρ Ριχάρδος ο Β´, αν και γράφτηκε το 1595, εξαιτίας του θέματος που πραγματεύεται παραμένει επίκαιρο!)
Έλεγα πως μπορώ να παρομοιάσω
τούτη τη
φυλακή μου με τον κόσμο.
Μα επειδή μέσα
στον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι,
και εδώ δεν
υπάρχει άλλη ψυχή από εμένα,
δεν το
πετυχαίνω.
Κι όμως θα
το βρω.
Το μυαλό μου,
θα γίνει για
το πνεύμα μου η γυναίκα.
Το πνεύμα
μου ο πατέρας.
Κι από το γάμο
αυτό,
θα ‘ρθει ένα
γένος στοχασμών,
που ολοένα
θα γεννούνε.
Κι όλοι αυτοί
οι στοχασμοί
θα πλημμυρίσουν
το μικρό τούτον κόσμο,
ταραγμένοι
καθώς του κόσμου οι άνθρωποι.
Γιατί ευχαριστημένοι
στοχασμοί δεν υπάρχουν.
Ακόμη κι οι
καλύτεροι,
όπως οι
στοχασμοί μας για τα Θεία,
είναι γεμάτοι
δισταγμούς
και βάζουν ως
και το Θείο το Λόγο
αντίθετα στον
ίδιο το Θείο Λόγο, όπως:
«Αφήστε τα
παιδιά να 'ρθούνε» από τη μια,
κι από την άλλη:
«Είν' έτσι δύσκολο να 'ρθει κανένας,
όπως να περάσει
μια καμήλα από το μάτι της βελόνας»!
Στοχασμοί με
φιλόδοξους σκοπούς
σχεδιάζουν
θαύματα ακατόρθωτα:
πώς θα μπορούσαν
τ' αδύνατα αυτά νύχια
ν' ανοίξουν ένα
πέρασμα
μες από τα
πετρένια του σκληρού τούτου κόσμου πλευρά,
τους άγριους
τοίχους αυτής της φυλακής,
και μην μπορώντας,
πεθαίνουν από
την ίδια τους την περηφάνια.
Στοχασμοί που
γυρεύουν ησυχία
κολακεύονται,
τάχα,
πως δεν είναι
ούτε οι πρώτοι που ‘ναι σκλάβοι της τύχης,
ούτε θα 'ναι
κι οι τελευταίοι.
Σαν τους άθλιους
αλήτες που δεμένοι στο στύλο,
αποξεχνούνε
τη ντροπή τους
με τη σκέψη
πώς κι άλλοι έχουν σταθεί
στον ίδιο στύλο
όπως αυτοί
και βρίσκουν
σ' αυτόν το στοχασμό κάποια ανακούφιση,
βαστώντας τη
δική τους δυστυχία
με τις πλάτες
εκείνων
που υποφέρανε
το ίδιο πριν απ' αυτούς.
Κι έτσι εγώ,
μόνος, παίζω πολλά πρόσωπα
και ούτ' ένα
απ' τα πολλά ευχαριστημένο.
Καμιά φορά είμαι
βασιλιάς, και τότε
ή προδοσία
με κάνει να ποθώ
τη ζωή του
ζητιάνου.
Γίνομαι ζητιάνος,
Κι η ανυπόφορη
στέρηση με πείθει
πως πιο καλά
ήμουν βασιλιάς.
Και να: ξαναφορώ
το στέμμα.
Μα σε λίγο,
θυμάμαι πώς μου
το ‘χει πάρει ο Μπόλιμπροκ,
κι ευθύς δεν
είμαι τίποτα.
Όμως ό,τι κι
αν είμαι,
μήτε εγώ, μήτε
κανένας άνθρωπος ποτέ,
θα 'ναι
ευχαριστημένος από τίποτα,
ώσπου να
βρει την ησυχία του,
βλέποντας πως
τίποτα δεν είναι.William Shakespeare, Ριχάρδος ο Β´ (πράξη 5η, σκηνή 5η)