Στον Έλιοτ Γουάινμπεργκερ
Νέα του σήμερα και ερείπια αύριο κιόλας, θαμμένα και αναστημένα κάθε μέρα,
συνυπάρχουν σε οδούς, πλατείες, λεωφορεία, ταξί, σινεμάδες, θέατρα, μπαρ, ξενοδοχεία, περιστερεώνες, κατακόμβες,
η πόλη τεράστια και χωράει σε μιά κάμαρα τριών τετραγωνικών μέτρων ατελείωτη σαν γαλαξίας,
η πόλη που μας ονειρεύεται όλους και που όλοι τη φτιάχνουμε και τη χαλάμε και την ξαναφτιάχνουμε όσο ονειρευόμαστε,
η πόλη που όλοι ονειρευόμαστε και που ακατάπαυστα μεταβάλλεται όσο εμείς ονειρευόμαστε,
η πόλη που ξυπνάει κάθε εκατό χρόνια και κοιτάζεται στον καθρέφτη μιάς λέξης και μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ξαναρίχνεται ευθύς στον ύπνο,
η πόλη που βλασταίνει στα βλέφαρα της γυναίκας που κοιμάται δίπλα μου και αφυπνίζεται,
με τα μνημεία και τ’ αγάλματά της, με τις ιστορίες και τους θρύλους της
σ’ έναν κρουνό φτιαγμένον από πάμπολλα μάτια και όπου το καθένα της καθρεφτίζει το ίδιο σταματημένο πάνω στη στιγμή τοπίο,
πριν απ’ τα σχολεία και τις φυλακές, τους αριθμούς και τα αλφάβητα, τους ιερούς βωμούς και τον νόμο:
ο ποταμός που είναι τέσσερα ποτάμια, ο κήπος, το δέντρο, η Γυναίκα και ο Άντρας ντυμένος άνεμο
– να επιστρέφεις, να επιστρέφεις, να ξανάσαι πηλός, να λούζεσαι σ’ αυτό το φως, να κοιμάσαι κάτω από όλες τούτες τις φωτοχυσίες,
να πλέεις στα νερά του χρόνου σαν το φλογισμένο σφενταμόφυλλο που το παρασέρνει το ρεύμα,
να επιστρέφεις, κοιμόμαστε άραγε ή είμαστε ξύπνιοι; είμαστε, απλώς βρισκόμαστε εδώ, ξημερώνει, είναι νωρίς,
βρισκόμαστε στην πόλη, αδύνατον να βγούμε απ’ αυτήν χωρίς να πέσουμε σε άλλην, ταυτόσημη και εν τούτοις διαφορετική, μια πόλη άλλη,
μιλώ για την τεράστια πόλη, πραγματικότητα καθημερινή φτιαγμένη με δύο μόνο λέξεις: οι άλλοι,
και σε καθέναν τους υπάρχει ένα εγώ κομμένο από ένα εμείς, ένα εγώ ασύδοτο,
μιλώ για την πόλη που χτίστηκε απ’ τους νεκρούς, που κατοικείται από τ’ αδιάλλακτα φαντάσματά της, που κυβερνάται απ’ τη δεσποτική της μνήμη,
η πόλη με την οποία μιλώ όσο δεν μιλώ με κανέναν και που τώρα μου υπαγορεύει τούτες τις άγρυπνες λέξεις,
μιλώ για τους πύργους, τις γέφυρες, τους υπόγειους σιδηρόδρομους, τα υπόστεγα, θαύματα και όλεθρους,
το αφηρημένο Κράτος και τις συγκεκριμένες αστυνομίες του, τους παιδαγωγούς του, τους δεσμοφύλακές του, τους ιεροκήρυκές του,
τα καταστήματα που έχουν τα πάντα και που καταναλώνουμε τα πάντα και όλα γίνονται μεμιάς καπνός,
τις αγορές με τις πυραμίδες των φρούτων τους, εναλλαγή των τεσσάρων εποχών, τα κρεμασμένα σφαχτάρια στα τσιγκέλια, τους λόφους των μπαχαρικών και τους πύργους με τα βαζάκια τουρσιών και τις κονσέρβες κρέατος,
όλα τα χρώματα και τα αρώματα, όλες οι γεύσεις και όλα τα υλικά, η παλίρροια των φωνών –νερό, μέταλλο, ξύλο, λάσπη–, η φασαρία, η συναλλαγή και η κοροϊδία από την πρώτη-πρώτη ημέρα και εντεύθεν αδιαλείπτως,
μιλώ για τα κτίρια από πέτρα πελεκητή και μάρμαρο, από τσιμέντο, γυαλί, σίδερο, για τον κοσμάκη στους προθάλαμους και τα κατώφλια, για τ’ ασανσέρ που ανεβαίνουνε και κατεβαίνουν σαν τον υδράργυρο στο θερμόμετρο,
για τις τράπεζες και τα διοικητικά συμβούλιά τους, για τα εργοστάσια και τους διευθυντές τους, για τους εργάτες και τις αιμομικτικές τους μηχανές,
μιλώ για την αμνήμονη παρέλαση της πορνείας σε δρόμους μεγάλους όπως ο πόθος και όπως η ανία,
για το πηγαινέλα των αυτοκινήτων, καθρέφτη των μόχθων μας, των διαφόρων μορφών του χρέους και του πάθους (γιατί, προς τί, για πού;),
για τα πάντοτε υπερπλήρη νοσοκομεία και όπου πάντοτε πεθαίνουμε μόνοι,
μιλώ για το σκιόφως μερικών ναών και για τις τρεμάμενες φλόγες των κεριών στην αγία τράπεζα,
γλώσσες δειλές, με τις οποίες μιλούν οι ανάπηροι με τους αγίους και με τις παρθένες σε μιά γλώσσα φλογισμένη και συνεχώς διακοπτόμενη,
μιλώ για τον δείπνο κάτω απ’ το μονόφθαλμο φως, στο κουτσό τραπέζι και στα φαγωμένα γύρω-γύρω στα χείλη τους πιάτα,
για τις αθώες φυλές που καταυλίζονται στους χερσότοπους με τα γυναικόπαιδά τους, με τα ζωντανά και τα φαντάσματά τους,
για τους αρουραίους στον υπόνομο και για τους ατρόμητους σπουργίτες που κάνουνε φωλιά τους τα καλώδια, τα γεισώματα και τα μαρτυρικά δεντράκια,
για τους διαλογιζόμενους γάτους και τις ελευθεριάζουσες διηγήσεις τους στο φως της σελήνης, της σκληρής θεάς των ταρατσών,
για τους περιπλανώμενους σκύλους, που είναι οι δικοί μας φραγκισκανοί μοναχοί και οι δικοί μας μπχίκου, για τους σκύλους που ξεθάβουνε τα κόκαλα του ήλιου,
μιλώ για τον αναχωρητή και για την κοινότητα των λιμπερτίνων, για τον όρκο των εκδικητών και για των κλεφτών τη συμμορία,
για τη συνωμοσία των ισοτιστών και για την εταιρεία των Φίλων του Εγκλήματος, για τη λέσχη των αυτοχείρων και για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη,
για τον Φίλο των Ανθρώπων, ακονιστή της λαιμητόμου, και για τον Καίσαρα, Τέρψη του Γένους των Ανθρώπων,
μιλώ για την παραλυτική συνοικία, για τη λαβωμένη μάντρα, τη στερεμένη πηγή, το μουντζουρωμένο άγαλμα,
μιλώ για τους σκουπιδότοπους που έχουνε ανάστημα βουνού και για τον αμίλητο ήλιο που καθαρίζεται μέσα στην αιθαλομίχλη,
για τα σπασμένα τζάμια και για την έρημο των παλιοσίδερων, για το έγκλημα της χθεσινής νύχτας και για το συμπόσιο του αθάνατου Τριμαλχίωνα,
για το φεγγάρι ανάμεσα στις κεραίες των τηλεοράσεων και για μιά πεταλούδα πάνω σ’ έναν κάδο απορριμμάτων καθισμένη,
μιλώ για ροδαυγές σαν πέταγμα γερανών στη λίμνη και για τον ήλιο με τις διάφανες φτερούγες που κουρνιάζει στα πέτρινα φυλλώματα των εκκλησιών και για το κελάρυσμα του φωτός στους γυάλινους κορμούς των ανακτόρων,
μιλώ για κάτι σούρουπα στις αρχές φθινοπώρου, καταρράχτες άυλου χρυσού, μετασχηματισμούς αυτού του κόσμου, τα πάντα χάνουν το σώμα τους, τα πάντα μετεωρίζονται,
το φως στοχάζεται και καθένας μας νιώθει νά ’ναι μέσα στον στοχασμό τούτου του φωτός που αντανακλάται, κι όσο διαρκεί μιά μεγάλη στιγμή ο χρόνος εξατμίζεται, και ξανάμαστε εκ νέου αέρας,
μιλώ για το καλοκαίρι και για τη νύχτα την αργόσυρτη που μεγαλώνει στον ορίζοντα σαν βουνό καπνού που λίγο-λίγο καταρρέει και πέφτει επάνω μας σαν κύμα,
συνδιαλλαγή των στοιχείων, η νύχτα έχει γείρει και το κορμί της είναι ποτάμι ορμητικό που μονομιάς κοιμήθηκε, εμείς κλυδωνιζόμαστε στα κύματα της ανάσας της, η ώρα είναι πια χειροπιαστή, μπορούμε να την πιάσουμε όπως πιάνουμε τους καρπούς στα δέντρα,
ανάψανε τα φώτα, οι λεωφόροι καίγονται απ’ τη φλόγα του πόθου, το φως το ηλεκτρικό στα πάρκα διαπερνάει τα φυλλώματα και πέφτει πάνω μας βροχούλα πράσινη και φωσφορίζουσα που μας φωτίζει χωρίς να μας μουσκεύει, τα δέντρα μουρμουρίζουνε, μας λένε κάτι,
υπάρχουν δρόμοι στο ημίφως που είναι χαμογελαστοί υπαινιγμοί, δεν ξέρουμε πού πάνε, ίσως τραβάνε την αποβάθρα των χαμένων νησιών,
μιλώ για τ’ αστέρια πάνω στα ψηλά λιακωτά και για φράσεις δυσανάγνωστες που γράφουν στις πέτρες του ουρανού,
μιλώ, ναι, για το ξαφνικό ανεμομπόρι που μαστιγώνει τα τζάμια και ταπεινώνει τις αλέες, κράτησε εικοσιπέντε λεπτά και τώρα πια υπάρχουν εκεί ψηλά γαλάζιες τρύπες και πίδακες φωτός, ο ατμός ανεβαίνει από την άσφαλτο, τ’ αυτοκίνητα λάμπουνε, έχει λούμπες εκεί όπου σαλπάρουν πλεούμενα φορτωμένα ανταύγειες,
μιλώ για σύννεφα νομαδικά και για μιά λυγερή μουσική που φωτίζει ένα δωμάτιο σε κάποιον πέμπτον όροφο και για μιά θορυβώδη ροή γελώτων εν τω μέσω της νυκτός σαν νεράκι μακρινό που ρέει ανάμεσα σε ρίζες και σε χλόες,
μιλώ για την προσδοκώμενη συνάντηση με αυτή την απροσδόκητη μορφή όπου το άγνωστο σαρκώνεται εμφανιζόμενο ανεξαιρέτως στον καθένα:
μάτια που είναι η νύχτα που ανοιγοκλείνει και η μέρα που ξυπνάει, η θάλασσα που απλώνεται και η φλόγα που ομιλεί, στήθη γενναία: παλίρροια σεληνιακή,
χείλη που λένε σουσάμι και ανοίγει ο χρόνος και η κάμαρα η μικρή γίνεται κήπος μεταμορφώσεων, ο δε αήρ και το πυρ συναρμόζονται, ενώ η γη και το ύδωρ συγχωνεύονται,
ή μήπως είναι η έλευση της στιγμής, όπου ακριβώς εκεί πέρα, σ’ εκείνη την άλλη πλευρά που δεν είναι άλλη από τούτην εδώ, το κλειδί κλειδώνεται και ο χρόνος παύει εκπορευόμενος;
στιγμή του ίσαμ’ εδώ, τέλος λόξυγκος, βόγκου και αγωνίας, η ψυχή χάνει σώμα και γκρεμίζεται από μιά τρύπα του πατώματος, πέφτει μες στον ίδιο της τον εαυτό, ο χρόνος δεν πατάει πουθενά, είναι ανεδαφικός, διαβαίνουμε έναν διάδρομο αχανή, λαχανιάζουμε σε κάποιαν αμμουδιά,
η μουσική άραγε αυτή πλησιάζει ή απομακρύνεται, αυτά τα φώτα τα χλωμά σβήνουν ή ανάβουνε; τραγουδάει το διάστημα, ο χρόνος κατεδαφίζεται: πνέει τα λοίσθια, είναι το βλέμμα που γλιστράει στον λείο τοίχο, είναι ο τοίχος που σωπαίνει, ο τοίχος,
μιλώ για τη δημόσια ιστορία μας και για τη μυστική ιστορία μας, τη δική σου και τη δική μου ιστορία,
μιλώ για το πέτρινο δάσος, την έρημο του προφήτη, τη μυρμηγκοφωλιά των ψυχών, τη σύναξη των φυλών, τον οίκο των κατόπτρων, τον λαβύρινθο των αντιλάλων,
μιλώ για τον μεγάλο αχό που έρχεται από τα βάθη των χρόνων, μουρμούρισμα ασυνάρτητο εθνών που ενώνονται ή απόλλυνται, κουτρουβάλα μαζών και των όπλων τους σαν τρόχαλα που σπάνε εκτοξευόμενα, ήχος κουφός οστών καθώς γκρεμίζονται στην τάφρο της ιστορίας μέσα,
μιλώ για την πόλη, για μιά βοσκοπούλα αιώνων, για μιά μάνα που μας εγκυμονεί και μας καταβροχθίζει, που μας επινοεί και έπειτα μας ξεχνάει.
Octavio Paz, Μιλώ για την πόλη, (μετ. Γιώργος Κεντρωτής)