Τρίτη 30 Απριλίου 2024

«Αμμοθύελλα»

Ryo Fukui, Early Summer

 Μερικές φορές το πεπρωμένο είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Κι εσύ μπορεί να αλλάξεις κατεύθυνση αλλά η αμμοθύελλα σε κυνηγάει. Στρίβεις ξανά, η αμμοθύελλα όμως σ’ ακολουθεί και συνεχίζεις ακατάπαυστα, σαν να χορεύεις έναν δυσοίωνο χορό με τον θάνατο, λίγο πριν ξημερώσει. Γιατί; Επειδή αυτή η αμμοθύελλα δεν ήρθε από κάπου μακριά, δεν είναι κάτι που δεν έχει σχέση με σένα.

Αυτή η αμμοθύελλα είσαι εσύ. Βρίσκεται μέσα σου. Έτσι, δεν έχεις παρά να της παραδοθείς, να μπεις μέσα της, να κλείσεις τα μάτια σου και να βουλώσεις τα αυτιά σου, για να μην περάσει μέσα σου η άμμος, και βήμα βήμα να τη διασχίσεις. Δεν υπάρχει ήλιος εκεί, ούτε φεγγάρι, ούτε πυξίδα, καμία αίσθηση του χρόνου. Μόνο η υπέροχη λευκή άμμος που στροβιλίζεται και υψώνεται ψηλά στον ουρανό σαν σκόνη από κονιορτοποιημένα οστά. Μια τέτοια αμμοθύελλα πρέπει να φανταστείς. […]

Και πρέπει στ’ αλήθεια να περάσεις μέσα από αυτή την άγρια, μεταφυσική, συμβολική αμμοθύελλα. Ανεξάρτητα από το πόσο μεταφυσική ή συμβολική είναι, εσύ μην κάνεις το λάθος και την παραβλέψεις: θα σε χαρακώσει βαθιά, σαν χίλια ξυραφάκια. Εκεί πολλοί θα ματώσουν, αλλά θα ματώσεις κι εσύ. Καυτό κόκκινο αίμα. Το αίμα τούτο θα βάψει τα χέρια σου, αίμα δικό σου και των άλλων.

Και μόλις η θύελλα κοπάσει, δε θα θυμάσαι πώς κατάφερες να τη διασχίσεις, πώς κατάφερες να επιζήσεις. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζεις πως η θύελλα κόπασε. Ένα όμως είναι βέβαιο. Όταν βγεις από κει μέσα, δε θα είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο που μπήκε. Περί αυτού πρόκειται.»


Χαρούκι Μουρακάμι,  «Ο Κάφκα στην ακτή» σελ 10-11 εκδ. Ψυχογιός 


Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

"Lascia Ch'io Pianga"

"Leaves, lines, and rhymes seek her to please alone. 
Whom if ye please, I care for other none. "
Edmund Spenser

"Lascia Ch'io Pianga": άρια από την όπερα Rinaldo* του Handel
* ιστορία αγάπης (Rinaldo και Almirena) και ηρωισμού στον καιρό της πρώτης σταυροφορίας (1096-1099)
Haendel, “Lascia ch’ io  pianga” (Patricia Petibon)

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

"Η διαστροφή της ανάγνωσης"

Carl Spitzweg, Der Bücherwurm 
Απ' όλες τις διαστροφές οι πιο δύσκολες να ξεριζωθούν είναι εκείνες που από τον πολύ κόσμο θεωρούνται αρετές. Ανάμεσά τους η ανάγνωση κατέχει την πρώτη θέση. Ότι το να διαβάζεις σκουπίδια αποτελεί διαστροφή, είναι γενικά παραδεκτό. Το διάβασμα όμως καθεαυτό -το διάβασμα ως συνήθεια- συναγωνίζεται ήδη καταξιωμένες αρετές όπως η αποταμίευση, η εγκράτεια, το πρωινό ξύπνημα και η τακτική άσκηση. Ο συστηματικός αναγνώστης χαίρει μεγάλης εκτίμησης, γιατί ακολουθεί μια επιταγή τελειότητας. "Μακάρι να διάβαζα κι εγώ όσο εσείς" δηλώνει ο αδαής αρχάριος σ' αυτόν τον ειδήμονα του περιττού, και ο αναγνώστης, συνηθισμένος στο άρωμα της άκριτης επευφημίας, φυσικό είναι να βλέπει την ασχολία του σαν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα.
Το διάβασμα ως σκόπιμο εγχείρημα, δεν είναι διάβασμα περισσότερο απ' όσο η πολυμάθεια είναι κουλτούρα. Η αληθινή ανάγνωση είναι πράξη αντανακλαστική. Ο γεννημένος αναγνώστης διαβάζει εξίσου ασυνείδητα όπως αναπνέει, και για να προεκτείνουμε την αναλογία, όσο αρετή είναι η αναπνοή, άλλο τόσο είναι κι η ανάγνωση. Όσο πιο αξιέπαινη θεωρείται, τόσο πιο ανώφελη καταλήγει. Τι είναι η ανάγνωση, σε τελευταία ανάλυση, παρά μια ανταλλαγή σκέψεων ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη; Αν το βιβλίο μπαίνει στο μυαλό του αναγνώστη ακριβώς όπως βγήκε από το μυαλό του συγγραφέα -χωρίς καμιά από τις προσθήκες και τις μετατροπές που αναπόφευκτα γεννά η επαφή με ένα νέο κορμό σκέψης- τότε διαβάστηκε μάταια. Σε τέτοιες περιπτώσεις βέβαια δεν φταίει πάντα ο αναγνώστης. Υπάρχουν βιβλία που είναι πάντα ίδια -ανίκανα να μεταβάλουν ή να μεταβληθούν-, αυτά όμως δεν υπολογίζονται ως σημαντικά για τη λογοτεχνία. Η αξία των βιβλίων είναι ανάλογη με αυτό που θα ονομάζαμε πλαστικότητά τους -την ιδιότητά τους να αντιπροσωπεύουν οτιδήποτε για τον οποιονδήποτε, να διαπλάθονται με διαφορετικούς τρόπους υπό την επίδραση φρέσκων μορφών σκέψης...

Απόσπασμα από το δοκίμιο της Ήντιθ Γουόρτον, "Η διαστροφή της ανάγνωσης"

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Διάρκεια...

Alice Neel, “Eddie Zuckrmandel”, 1948
Ω Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου!
Εγώ δεν έχω σήμερα γενέθλια.
Διαρκώ.
Μέρες μαζεύονται.
Θα είμαι γέρος όταν θα πρέπει.
Τίποτ´ άλλο.
Πως θυμώνω που δεν έκρυψα το κλεμμένο παρελθόν 
Στο πορτοφόλι!

Φ. Πεσσόα, «Γενέθλια»,1929
Hindi Zahra, “At the same time”

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Music for a while



Music for a while
shall all your cares beguile.
Wond'ring how your pains were eased
and disdaining to be pleased
till Alecto free the dead
from their eternal bands,
till the snakes drop from her head,
and the whip from out her hands.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Χιόνι στην άκρη του κόσμου

φωτ. celia g. 
 Όταν χιόνιζε, ένιωθε πάντα καθαρός μέσα του ο Κα, καθώς ξεχνιόνταν σκεπασμένα απ’ το χιόνι η βρόμα, η λάσπη και το σκοτάδι της πόλης, όμως μετά την πρώτη μέρα στο Καρς έχασε αυτή την αίσθηση της αθωότητας που είχε σχέση με το χιόνι. Εδώ το χιόνι ήταν κουραστικό, πληκτικό, τρομακτικό. Όλη νύχτα χιόνιζε. ∆εν σταμάτησε ούτε το πρωί όση ώρα περπατούσε στους δρόμους, καθόταν στα γεμάτα με άνεργους Κούρδους καφενεία, συζητούσε με τους εκλογείς, σαν ορεξάτος δημοσιογράφος, με μολύβι και χαρτί στο χέρι, ανέβαινε τους απότομους και παγωμένους δρόμους στις φτωχογειτονιές, συναντούσε τον πρώην δήμαρχο, το βοηθό νομάρχη και συγγενείς των αυτόχειρων κοριτσιών. Οι χιονισμένοι δρόμοι, που στα παιδικά του χρόνια, από το ασφαλές σπίτι τους στο Νισάντας, του δίνανε την εντύπωση ότι αποτελούσαν κομμάτι παραμυθιού, τώρα του φαίνονταν σαν το ξεκίνημα μιας μεσοαστικής ζωής, που τα όνειρά του γι’ αυτήν τα ’κρυβε μέσα του εδώ και χρόνια σαν τελευταίο καταφύγιο, και μιας  απελπιστικής φτώχειας που δεν ήθελε ούτε να τη φαντάζεται.
Εκείνο το πρωί, καθώς η πόλη ξυπνούσε χωρίς να δίνει σημασία στο χιόνι που έπεφτε, περπάτησε πολύ γρήγορα από τη λεωφόρο Ατατούρκ προς τα κάτω, προς την παραγκούπολη, τις πιο φτωχικές συνοικίες του Καρς, στην περιοχή Καλέαλτι. Καθώς περπατούσε βιαστικά κάτω από τις αγριελιές και τα πλατάνια με τα χιονισμένα κλαδιά, τα μάτια του βούρκωσαν από τη στενοχώρια βλέποντας τα παλιά και φθαρμένα ρωσικά κτίρια με τα μπουριά της σόμπας έξω απ’ τα παράθυρα, το χιόνι που έπεφτε στην άδεια χιλιόχρονη αρμένικη εκκλησία ανάμεσα στις αποθήκες ξυλείας και το μετασχηματιστή, τις αγέλες των σκυλιών που γάβγιζαν σ’ όποιον περνούσε την πεντακοσίων ετών πέτρινη γέφυρα πάνω από το μικρό ποτάμι Καρς, το λεπτό καπνό από τις καμινάδες των μικρών σπιτιών της παραγκούπολης στην περιοχή Καλέαλτι, που έμοιαζε άδεια κι εγκαταλειμμένη κάτω απ’ το χιόνι. ∆υο παιδιά, έν’ αγόρι κι ένα κορίτσι, είχαν πάει νωρίς στο φούρνο και τώρα γύριζαν με ζεστά ψωμιά στην αγκαλιά τους σπρώχνοντας το ένα το άλλο και σκουντουφλώντας χαρούμενα, τόσο που τους χαμογέλασε κι ο Κα. ∆εν ήταν η φτώχεια κι η απελπισία που τον άγγιζαν μέχρι βαθιά μέσα του· ήταν η αίσθηση της παράξενης και πανίσχυρης μοναξιάς που αργότερα θα διέκρινε παντού στην πόλη, στις άδειες βιτρίνες των φωτογραφικών στούντιο, στα παγωμένα τζάμια των τσαϊχανέδων, φίσκα από άνεργους που χαρτοπαίζανε, στις χιονισμένες άδειες πλατείες. Λες κι όλοι είχαν ξεχάσει αυτό τον τόπο και το χιόνι έπεφτε στην άκρη του κόσμου. 
Ορχάν Παμούκ, Χιόνι, μετ. Στέλλα Βρετού

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Τίποτε, Λουκίλιέ μου, δεν μας ανήκει·

"δειλή δ´ ενί πυθμένι φειδώ"
Artist: Nadar (French, Paris 1820–1910 Paris), Person in Photograph: Jean-Charles Deburau (French, 1829–1873)
Ναι, αγαπητέ μου Λουκίλιε, γίνε κύριος του εαυτού σου. Κράτα και μην ξοδεύεις τον χρόνο που μέχρι τώρα σου αφαιρείτο, σου υφαρπάζετο ή σου διέφευγε. Πίστεψε ότι τα πράγματα έχουν όπως σου γράφω: από τον χρόνο μας, κάποιες στιγμές μας αφαιρούνται, κάποιες κλέπτονται και κάποιες άλλες ρέουν μέσα από τα δάχτυλά μας. Αλλά η χειρότερη απώλεια χρόνου είναι εκείνη που υφιστάμεθα εξαιτίας της αμέλειάς μας.
Αν προσέξεις, θα δεις ότι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας χάνεται πράττοντας κακά, ένα άλλο μη πράττοντας τίποτε, και όλη η διάρκεια της ζωής μας κάνοντας άλλα από αυτά που πρέπει. Δείξε μου τον άνθρωπο που ξέρει να αποδίδει στον χρόνο την αξία του, να εκτιμά την κάθε ημέρα, να αντιλαμβάνεται ότι πεθαίνει κάθε στιγμή. Απατώμεθα όταν νομίζουμε ότι ο θάνατος βρίσκεται μπροστά μας· το μεγαλύτερο μέρος του ήδη παρήλθε. Ό,τι ανήκει στο παρελθόν βρίσκεται στα χέρια του θανάτου.
Κάμε λοιπόν, αγαπητέ μου Λουκίλιε, καθώς γράφεις: γίνε κύριος όλων των ωρών σου. Θα εξαρτάσαι λιγότερο από το αύριο, αν γίνεις κύριος του σήμερα. Όσο αναβάλουμε, η ζωή μας φεύγει. Τίποτε, Λουκίλιέ μου, δεν μας ανήκει· μόνον ο χρόνος είναι δικός μας. Αυτό είναι το μόνο φευγαλέο και τυχαίο αγαθό που μας χάρισε η φύση. Κι’ όμως, ο οποιοσδήποτε τρίτος μπορεί να μας το ξοδεύει.
Κοίτα πόσο μωροί είναι οι άνθρωποι: θεωρούν ως μεγάλη εξυπηρέτηση τις πλέον ελάχιστες και ευτελείς υπηρεσίες, τις μή αναγκαίες, και νιώθουν υποχρεωμένοι. Αλλά κανείς δεν νιώθει υπόχρεος για τον χρόνο που του χαρίζουμε, ενώ αυτό είναι το μόνο αγαθό που δεν μπορεί να ανταποδώσει ακόμη κι’ ο πιο ευγνώμων άνθρωπος.
Ίσως ρωτήσεις τι κάνω εγώ που σου δίνω αυτές τις συμβουλές. Θα σου απαντήσω με ειλικρίνεια. Ως πολυέξοδος, αλλά προσεχτικός άνθρωπος, κρατώ λογαριασμό. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν χάνω τίποτε, αλλά μπορώ να πω τι χάνω, πώς και γιατί. Ξέρω να υπολογίζω τη φτώχεια μου. Αλλά παθαίνω ό,τι και εκείνοι που πέφτουν στη φτώχεια χωρίς να φταίνε οι ίδιοι: οι άλλοι τους συμπονούν, αλλά κανείς δεν τους βοηθά.
Τι να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Κατά τη γνώμη μου, ο άνθρωπος που αρκείται στα λίγα που έχει δεν είναι φτωχός. Αλλά εσύ επιθυμώ να φροντίσεις το «έχει» σου. Ξεκίνα τώρα. Θυμήσου την παροιμία των προγόνων μας: «Έρχεται αργά η οικονομία που ξεκινά από τον πάτο του πιθαριού». Τότε δεν έχουν απομείνει σπουδαία πράγματα και είναι χειρότερα.
Χαίρε
Σενέκας, Επιστολές στον Λουκίλιο

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

“Τ’ άγιο μυστήριο της ζωής είναι η Αγάπη”

(Γκουίντο:)
Τ’ άγιο μυστήριο της ζωής είναι η Αγάπη˙ 
όπου αρετή δεν ήταν, την αρετή φέρνει˙
καθάριους κάνει τους ανθρώπους
από όλα τα πρόστυχα μιάσματα του κόσμου˙
είν’ η φωτιά που το χρυσάφι
απ’ τη σκουριά καθαρίζει˙
είναι τ’ ανεμιστήρι, που το στάρι 
απ’ το άχυρο ξεχωρίζει˙
είν’ η άνοιξη, που την αθωότητα κάνει
σε παγερή γης σα ρόδο ν’ ανθίζει.
Επέρασε ο καιρός, που περπατούσε
ο Θεός μαζί με τους ανθρώπους,
όμως τη θέση του έχει πάρει,
εικόνα δική του η Αγάπη.
Άντρας που αγαπά μια γυναίκα,
και του Θεού το μυστικό ξέρει και του κόσμου.
Ούτε ένα σπίτι δεν υπάρχει
τόσο ταπεινό ή τιποτένιο,
που να μη μπει σ’ αυτό η Αγάπη,
καρδιές καθάριες αν το κατοικούνε˙
μα αν ματωμένος φόνος
σε παλατιού χτύπησε πύλη
και του ανοίξαν και μέσα μπήκε,
η Αγάπη σέρνεται έξω,
σα λαβωμένο πλάσμα, και πεθαίνει.
Αυτή είν’ η τιμωρία, 
που βάζει ο Θεός στην αμαρτία.
Ο αμαρτωλός δεν μπορεί ν’ αγαπήσει.

(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, "Η Δούκισσα της Πάδουας" και πιο συγκεκριμένα από τον διάλογο του νεαρού Γκουίντο Φερράντι με τον ηλικιωμένο κόμη Μοραντσόνε.) 

Oscar Wilde,Η Δούκισσα της Πάδουας”, εκδ. Γκοβόστη, μετ. Στ. Σπηλιωτόπουλος, σελ. 65

2017

"Κι αυτή η αγάπη, πιο βαριά από τ' ώριμο φρούτο της λίμνης,
Δίχως γέλιο και δίχως κλάμα, εδώ και πάντα,
Μια μέρα, μετά μια μέρα και μια νύχτα, μετά από μας..."
Paul Éluard
Jan Sluijters (Dutch, 1881-1957), Portrait of the artist’s wife Greet, c.1909-10

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Το θάμα



φωτ. celia g.
Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη· τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ' ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα 'χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα. Όμως κάτι του 'λείπε· μα τι; Τον κοίταξα καλά καλά και του 'βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να 'ρθει, να τρυγήσει τ' αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Άγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό. Τι 'ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.
Ν. Καζαντζάκης, "Αναφορά στον Γκρέκο"

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

"Finally there’s no conflict between things, finally everything is reconciled but not where we live. This world is full of conflicts and full of things that cannot be reconciled but there are moments when we can transcend the dualistic system and reconcile and embrace the whole mess and that’s what I mean by Hallelujah. That regardless of what the impossibility of the situation is, there is a moment when you open your mouth and you throw open your arms and you embrace the thing and you just say ‘Hallelujah! Blessed is the name.’  And you can’t reconcile it in any other way except in that position of total surrender, total affirmation. That’s what it’s all about."
Leonard Cohen, Hallelujah

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Σιωπή

Vilhelm HammershøiInterior with Young Woman seen from the Back (1903-1904)
"Η σιωπή ποτέ δεν παύει να συνεπάγεται το αντίθετό της και να εξαρτάται από την παρουσία του: ακριβώς όπως δεν υπάρχει "πάνω" χωρίς "κάτω" ή "αριστερό" χωρίς "δεξιό", έτσι πρέπει κανείς να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός περιβάλλοντος ήχου ή γλώσσας για ν' αναγνωρίσει τη σιωπή. Όχι μόνο η σιωπή υπάρχει σ' έναν κόσμο γεμάτο από ομιλίες και κάθε άλλου είδους ήχους, αλλά κάθε δεδομένη σιωπή έχει τη δική της ταυτότητα σαν ένα διάστημα διάτρητων ήχων".
Σούζαν Σόντανγκ, Η αισθητική της σιωπής

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Le chat

"Quand mes yeux, vers ce chat que j’aime
Tirés comme par un aimant,
Se retournent docilement
Et que je regarde en moi-même,
Je vois avec étonnement
Le feu de ses prunelles pâles,
Clairs fanaux, vivantes opales,
Qui me contemplent fixement."
απόσπασμα από το ποίημα του Charles Baudelaire, Le  chat

Alice Neel (American, 1900-1984), Eddie Zuckermandel, 1948. Oil on canvas, 87 x 38.4 cm.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

"Ένας χειμώνας τριγυρίζει στο ποτάμι"

Konstantin Somov (1869-1939) 
"Study of a sleeping lady" 
Είναι ένα βράδυ στο καφέ που τερματίζει τον χρόνο μες στη μέση της πόλης, όπως εδώ και παντού, όπως μια σκιά σε μέγεθος ανθρώπου τερματίζει στο ποτάμι της ζωή της. Είναι ένας χειμώνας μες στην πόλη, αργός, γερασμένος, που φορτώνει το κρύο του στους ανθρώπους. Ένας χειμώνας είναι εκεί μέσα στην πόλη, που κάνει το στόμα να παγώνει, τα χέρια να κρατούν κάτι αφηρημένα και ταυτόχρονα να το αφήνουν να πέσει, επειδή οι άκρες των δαχτύλων γίνονται σαν πετσί. Ένας χειμώνας είναι εκεί μέσα στην πόλη, που κάνει το νερό κάτι παραπάνω από πάγο και τους γέρους να τυλίγουν γύρω τους τα περασμένα σαν παλτό. Ένας χειμώνας που κάνει τους νέους να μισιούνται σαν τη γρουσουζιά, αν τύχει κι ανάμεσα στους κροτάφους τους εμφανιστεί μια υποψία ευτυχίας. Και αναζητούν, παρ’ όλα αυτά, τη ζωή τους με άδειους βολβούς. Ένας χειμώνας τριγυρίζει στο ποτάμι, όπου αντί για το νερό παγώνει μονάχα το γέλιο. Όπου το τραύλισμα λογαριάζεται για ομιλία, και οι κραυγές σαν μισοειπωμένες λέξεις. Όπου ο αντίλαλος κάθε ερώτησης σβήνει στο λαρύγγι, σκοντάφτει με τη γλώσσα στα δόντια, ολοένα και πιο βουβός." 
Herta Müller, Der Fuchs war damals schon der Jager ("Η αλεπού ήταν ήδη ο κυνηγός"), 1992

Rameau, La folie 


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

"...Δε διαφεύγει κανείς από το άπειρο, μου έλεγε, καταφεύγοντας σ’ ένα άλλο άπειρο. Δε διαφεύγει κανείς από το ταυτόσημο με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να συναντήσει το διαφορετικό."


Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Πέρα από τις λέξεις

Edvard Munch, Moonlight II, 1902, color woodcut on thick china paper
Προσπαθώ να ιξιστορήσω κάτι και μόλις καταλαβαίνω πως δεν έχω πει ακόμα τίποτα. Μέσα μου μένει μια θαυμαστά φωτεινή πυκνόρευστη ουσία και κοροϊδεύει τις λέξεις. Μήπως είναι η γλώσσα που δεν καταλάβαινα  εκεί και που τώρα βαθμιαία πρέπει να περάσει μέσα μου; Υπήρξαν γεγονότα, εικόνες, ήχοι, που το νόημά τους μόνο βαθιά σου προκύπτει, που δεν εμπεριέχονται, ούτε τέμνονται με λέξεις, που είναι πέρα από τις λέξεις, βαθύτερα και πιο πολυσήμαντα από αυτές. Ονειρεύομαι έναν άνθρωπο που ξεμαθαίνει όλες τις γλώσσες της γης, ώστε να μην καταλαβαίνει σε καμιά χώρα αυτό που λέγεται. Τι υπάρχει στη γλώσσα; Τι μας κρύβει; Τι μας αφαιρεί;" 
Elias Canetti, "Οι φωνές του Μαρακές"

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Η ηθική του μέλλοντος

Júlia Vajda (Hungarian, 1913-1982), Kettős portré [Double portrait], 1942. Oil on cardboard, 48 x 30 cm
Επειδή η αισθητική είναι  η ηθική του μέλλοντος, επειδή η αισθητική δεν είναι η ηθική του παρόντος, επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος είναι η απάτη, επειδή η αισθητική δεν έχει παρόν εδώ στην Ελλάδα, επειδή στην Ελλάδα παρόν είναι το παρελθόν, επειδή τούτο το παρελθόν δεν έχει μέλλον, επειδή το μέλλον γενικώς είναι αόριστον παντού στον κόσμο πλην της Ελλάδος όπου είναι οριστικόν καθότι θανατερόν, επειδή η τέχνη είναι μια παρηγοριά κι ένα καταφύγιο απ’ τη μιζέρια και την αθλιότητα, επειδή η μιζέρια και η αθλιότητα περίσσεψαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, επειδή η πολιτική στερείται αισθητικής διότι στερείται ηθικής, επειδή πολλοί καλλιτέχνες στερούμενοι ουσιαστικής αισθητικής παιδείας επιχειρούν να ασχοληθούν με την πολιτική για να χάσουν και τη λιγοστή αισθητική παιδεία που είχαν, επειδή θέλουμε να τους προφυλάξουμε απ’ αυτή τη συμφορά, για όλα αυτά τα επειδή και για πολλά άλλα η ενασχόληση με την τέχνη στην Ελλάδα καθίσταται πρόβλημα επείγον. 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη ΡαφαηλίδηΣτοιχειώδης αισθητική

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Αληθείς παραστάσεις

Boris Bilinsky (Moldovan, 1900-1948), Self-portrait, 1921
Η σημασία για την ανθρώπινη ζωή να έχει κανείς αληθείς πεποιθήσεις σχετικά με γεγονότα είναι κάτι αξιοσημείωτο. Ζούμε σε έναν κόσμο πραγματικοτήτων, οι οποίες μπορεί να είναι απείρως χρήσιμες ή απείρως επιβλαβείς. Παραστάσεις που μας διευκρινίζουν ποιες από αυτές μπορούμε να προσδοκούμε ότι θεωρούνται αληθείς σε αυτή την πρωταρχική σφαίρα της επαλήθευσης. Και η επιδίωξη τέτοιων παραστάσεων είναι ένα πρώτιστο ανθρώπινο καθήκον. Η κατοχή της αλήθειας πόρρω απέχει από το να είναι αυτοσκοπός, αποτελεί μόνο ένα προκαταρκτικό μέσο σε σχέση με άλλες ζωτικές ικανοποιήσεις. […] “Αλήθεια” είναι το όνομα για οποιαδήποτε παράσταση θέτει τη διαδικασία επαλήθευσης σε κίνηση “χρήσιμη” είναι το όνομα για την ολοκληρωμένη λειτουργία της στην εμπειρία. Οι αληθείς παραστάσεις δε θα πρέπει ποτέ να θεωρούνται απομονωμένες ή να αποκτούν ένα γενικό όνομα, και ιδιαίτερα ένα όνομα που να υποδηλώνει αξία, εκτός εάν έχουν υπάρξει χρήσιμες εξαρχής.’’
Ουίλιαμ Τζέιμς, Πραγματισμός, μτφρ. Χ. Σταματέλος, Αθήνα 2006, σ. 196-197

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

"...the sacrament of life"

Axel Geis (German, b. 1970), Mann im Dunkeln 
(Γκουίντο:)
Τ’ άγιο μυστήριο της ζωής είναι η Αγάπη˙ 
όπου αρετή δεν ήταν, την αρετή φέρνει˙
καθάριους κάνει τους ανθρώπους
από όλα τα πρόστυχα μιάσματα του κόσμου˙
είν’ η φωτιά που το χρυσάφι
απ’ τη σκουριά καθαρίζει˙
είναι τ’ ανεμιστήρι, που το στάρι 
απ’ το άχυρο ξεχωρίζει˙
είν’ η άνοιξη, που την αθωότητα κάνει
σε παγερή γης σα ρόδο ν’ ανθίζει.
Επέρασε ο καιρός, που περπατούσε
ο Θεός μαζί με τους ανθρώπους,
όμως τη θέση του έχει πάρει,
εικόνα δική του η Αγάπη.
Άντρας που αγαπά μια γυναίκα,
και του Θεού το μυστικό ξέρει και του κόσμου.
Ούτε ένα σπίτι δεν υπάρχει
τόσο ταπεινό ή τιποτένιο,
που να μη μπει σ’ αυτό η Αγάπη,
καρδιές καθάριες αν το κατοικούνε˙
μα αν ματωμένος φόνος
σε παλατιού χτύπησε πύλη
και του ανοίξαν και μέσα μπήκε,
η Αγάπη σέρνεται έξω,
σα λαβωμένο πλάσμα, και πεθαίνει.
Αυτή είν’ η τιμωρία, 
που βάζει ο Θεός στην αμαρτία.
Ο αμαρτωλός δεν μπορεί ν’ αγαπήσει.

(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, "Η Δούκισσα της Πάδουας" και πιο συγκεκριμένα από τον διάλογο του νεαρού Γκουίντο Φερράντι με τον ηλικιωμένο κόμη Μοραντσόνε.) 

Oscar Wilde, “Η Δούκισσα της Πάδουας”, εκδ. Γκοβόστη, μετ. Στ. Σπηλιωτόπουλος, σελ. 65

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

"O Eremita da Serra Negra"

Wayne Thiebaud (American, b. 1920), Clown, Oil on panel (1972)
"Αν αισθάνομαι κάτι , το αισθάνομαι ακαθόριστα στην εικόνα οποιουδήποτε πλάσματος προβάλλει μέσα μου. Στον εαυτό μου υποκατέστησα τα όνειρά μου. Καθένας είναι μόνο το όνειρο του εαυτού του. Εγώ δεν είμαι ούτε καν αυτό.[…] Ποτέ δεν έμαθα τι αισθανόμουν. Όταν μου μιλούσαν για τη μια ή την άλλη συγκίνηση και μου την περιέγραφαν, πάντοτε ένιωθα ότι περιέγραφαν κάποιο πράγμα της ψυχής μου, αλλά όταν το σκεφτόμουν, αμφέβαλλα πάντα. Αυτό που αισθάνομαι ότι είμαι, ποτέ δεν ξέρω αν είμαι έτσι πραγματικά, ή αν απλώς νομίζω πως είμαι έτσι. Είμαι ένα πρόσωπο των θεατρικών μου έργων."
Fernando Pessoa, Ο ερημίτης του μαύρου βουνού, σελ. 44, εκδ. Νεφέλη

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

"Every angel is terrifyin"

"Angels (they say) would often not know whether  they moved among living or dead..."
Alexandre Cabanel, The fallen angel
"Ποιος, αν κραύγαζα, θα μ’ άκουγε τάχα απ’ των Αγγέλων τα Τάγματα; Κι αν ένας μ’ έσφιγγεν ακόμα, ξαφνικά πάνω στην καρδιά του, θα διαλυόμουν κάτω από την δυνατότερη ύπαρξη τουΓιατί, η Ομορφιά, δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει.
Κάθε Άγγελος τρομερός είναι. Κι έτσι κρατιέμαι, τότε, και σκοτεινού λυγμού πνίγω την καλεστική κραυγή μέσα μου. Αχ! Ποιον μπορούμε να έχουμε ανάγκη, τάχα; Όχι Άγγελον, όχι άνθρωπον, ακόμη και τα ζώα με το ένστικτο το νιώθουν πως ασφαλείς δεν είμαστε στο σπίτι μας, σε τούτον τον κόσμον που μυστικό δεν του έχει μείνει. Ίσως ακόμη, καθημερνά για να το βλέπουμε, κάποιο δεντράκι μας μένει στην πλαγιά, κι ο χτεσινός μας μένει δρόμος, μας μένει κι η ξεπερασμένη πίστη μιας συνήθειας που κοντά μας της άρεσε κι έτσι έμεινε και δεν μας άφησε."
Rainer Maria Rilke, από τις Ελεγείες του Ντουίνο, (απόσπασμα από την πρώτη ελεγεία)

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Αναρίθμητες προσευχές


"Θα κατηγορούσα πολύ καιρό τον εαυτό μου που δεν επέμεινα να πάμε στην εκκλησία. Σήμερα, μετά απ’ ό,τι ακολούθησε, σκέφτομαι πως δεν θα ’ταν φοβερό ν’ ανάβαμε ένα κερί. Αφού τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ανάβουν τόσα κεριά και καντήλια, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό βοηθάει κι ότι κάθε τόσο, απ’ τις αμέτρητες φλόγες που τρεμοσβήνουν, όλο και κάποια προσελκύει την προσοχή Του ή, πάλι, όταν τις ανάβουμε απλώς για να μη νιώθουμε ολομόναχοι μες στο ανθρώπινο σκοτάδι. Όμως, αν σκεφτεί κανείς πόσες φλόγες άναψε ο άνθρωπος σε ολόκληρη την ιστορία του, τις αναρίθμητες προσευχές και γονυκλισίες, τότε κάλλιστα μπορεί να πει ότι ο Θεός, αν υπάρχει, δεν περιμένει πια τίποτα από εμάς."
Jean-Michel Guenassia, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων 

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

"Η αυταπάτη ενός παραδεισιακού μέλλοντος"

"Πρώτα-πρώτα, υπάρχει ένα γεγονός που θα πρέπει κάποτε να το χωνέψουμε καλά: είμαστε θνητοί. Όχι μόνον εμείς, όχι μόνον οι πολιτισμοί, αλλά η ανθρωπότητα σαν τέτοια και όλες οι δημιουργίες της, όλη η μνήμη της, είναι θνητές. Η διάρκεια της ζωής ενός ζωικού είδους είναι κατά μέσον όρο δύο εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη κι αν, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο ξεπερνούσαμε απροσδιόριστα αυτό το όριο, την ημέρα που ο Ήλιος θα φθάσει στην καταληκτική του φάση και θα γίνει ένας κόκκινος γίγας, τα σύνορα του θα είναι κάπου μεταξύ Γης και Άρη —ο Παρθενών, η Παναγία των Παρισίων, οι πίνακες του Ρέμπραντ ή του Πικάσσο, τα βιβλία τα οποία περιέχουν «Το Συμπόσιο» ή τις «Ελεγείες του Duino», θα έχουν περιέλθει στην κατάσταση πρωτονίων που παρέχουν ενέργεια σ’ αυτό το άστρο. Μπρος σ’ αυτή την κατάσταση υπάρχουν δυο δυνατές απαντήσεις: η μια ανήκει στον Pascal και τον Kierkegaard: δεν μπορώ να δεχθώ αυτό το γεγονός, δεν μπορώ ή δεν θέλω να το δω—κάπου πρέπει να υπάρχει ένα νόημα το οποίο είμαι ανίκανος να διατυπώσω, αλλά το πιστεύω. Το «περιεχόμενο» μπορεί να είναι διαφορετικό, να έχει δοθεί από την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, το Κοράνι, τις Βέδες, λίγο ενδιαφέρει.
φωτ. celia g.
Η άλλη απάντηση είναι ν’ αρνηθούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και ταυτόχρονα να καταλάβουμε ότι αν κάποιος θέλει να ζήσει δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νόημα, χωρίς σημασία. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, οι σημασίες, κοινωνικώς και ιστορικώς δημιουργημένες, δεν είναι ούτε ενδεχομενικές (contingentes) ούτε αναγκαίες (nécessaires) —είναι, όπως έγραψα, μετα-ενδεχομενικές (metacontingentes): χωρίς αυτές δεν υπάρχει ανθρώπινη ζωή, ούτε ατομική ούτε κοινωνική. Είναι αυτή η ίδια η ζωή που μας επιτρέπει, σε κάποια δεδομένη στιγμή, να κατανοήσουμε ότι αυτές οι σημασίες δεν έχουν «απόλυτη» πηγή, ότι πηγή τους είναι η δική μας δραστηριότητα η οποία δημιουργεί το νόημα. Το καθήκον ενός ελεύθερου ανθρώπου είναι να γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι θνητός και να στέκεται όρθιος στην άκρη αυτής της αβύσσου, μέσα σ’ αυτό το χάος που στερείται νοήματος και μέσα στο οποίο κάνουμε να αναδυθεί η σημασία. Γνωρίζουμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος και μια τέτοια κοινότητα μπορούν να υπάρξουν. Δεν μιλώ ούτε καν για μεγάλους καλλιτέχνες, στοχαστές, επιστήμονες κ.λπ. Ακόμη και ο άξιος αυτού του ονόματος τεχνίτης, που κατασκεύαζε όχι τα αγάλματα των θεών, αλλά τα τραπέζια, τα βάζα, κ.λπ., επένδυε στη δουλειά του απολύτως. Το γεγονός ότι το βάζο ήταν ωραίο, ότι το σπίτι στεκόταν όρθιο, ήταν ένα επίτευγμα. Αυτή η επένδυση της δραστηριότητας η οποία εχάριζε τη μορφή, δηλαδή το νόημα, υπήρξε σε όλους τους πολιτισμούς χωρίς εξαίρεση. Υπάρχει όλο και λιγότερο σήμερα διότι η εξέλιξη του καπιταλισμού έχει καταστρέψει κάθε νόημα μέσα στην εργασία. Όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι Μπετόβεν ή Καντ, αλλά όλοι πρέπει να έχουν μια εργασία που να μπορούν να επενδύουν και όπου να μπορούν να εμπλέκονται. Αυτό προϋποθέτει μια ριζική τροποποίηση της έννοιας της εργασίας, της σύγχρονης τεχνολογίας, της οργάνωσης αυτής της εργασίας κ.λπ. —τροποποίηση ασυμβίβαστη με τη διατήρηση της σύγχρονης θέσμισης της κοινωνίας και του φαντασιακού το οποίο αυτή ενσαρκώνει.
 Αυτήν την τεράστια πλευρά του ζητήματος ούτε οι οικολόγοι δεν τη βλέπουν —δεν βλέπουν παρά την πλευρά της κατανάλωσης και της μόλυνσης. Αλλά η ανθρώπινη ζωή διαδραματίζεται επίσης μέσα στην εργασία. Λοιπόν, οφείλουμε να αποδώσουμε το νόημα του στο γεγονός της εργασίας, της παραγωγής, της δημιουργίας καθώς επίσης της συμμετοχής στα συλλογικά προ-τάγματα μαζί με τους άλλους, της ίδιας της αυτοδιεύθυνσης ατομικώς και συλλογικώς, της απόφασης των κοινωνικών προσανατολισμών. Είναι βέβαιο ότι αυτό είναι δύσκολο. Αλλά, κατά το μάλλον ή ήττον, έχει υπάρξει. Οι Έλληνες, μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., το έπρατταν. Δεν πίστευαν στην αθανασία, εν πάση περιπτώσει όχι σε μια αθανασία «θετική» (η ζωή μετά το θάνατο ήταν απείρως χειρότερη από την επίγεια ζωή, όπως το διδάσκει η σκιά του Αχιλλέα στον Οδυσσέα, στην Οδύσσεια). Για τους σύγχρονους αυτό είναι περισσότερο πολύπλοκο. Διότι σ’ αυτούς υπήρξαν πάντοτε, κατά το μάλλον ή ήττον καλυμμένα, υπολείμματα μιας πίστης σε μια υπερβατικότητα θρησκευτικού τύπου. Αυτό δεν τους εμπόδισε να προχωρήσουν πολύ μακριά. Αλλά αυτό έγινε επίσης σε συνάρτηση με μια άλλη μετάθεση: έθεσαν έναν επίγειο παράδεισο στο «τέλος της ιστορίας» (μαρξισμός) ή σαν κατεύθυνση ασυμπτωτική αυτής της ιστορίας (φιλελευθερισμός). Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι επρόκειτο για δυο μορφές της ίδιας αυταπάτης, ότι ακριβώς, δεν υπάρχει «εμμενές νόημα» «(sens immanent») στην ιστορία και ότι δεν θα υπάρξει παρά το νόημα (ή το μη-νόημα), το οποίο θα είμαστε ικανοί να δημιουργούμε. Και αυτό, οι άνθρωποι που σκοτώνονταν στα οδοφράγματα, το γνώριζαν: είναι το γεγονός ότι αγωνίζομαι, που έχει νόημα, όχι το γεγονός ότι σε δυο αιώνες θα υπάρξει μια τέτοια κοινωνία. Και η σύγχρονη δυσθυμία αναπαριστά αναμφίβολα επίσης εν μέρει, τη διεργασία του πένθους που έγινε για την απώλεια αυτής της αυταπάτης ενός παραδεισιακού μέλλοντος."

Απόσπασμα από συνέντευξη του  Κορνηλίου Καστοριάδη στον Marc Weitzmann. Περιοδικό L’ Autre Journal Αρ. 2, Μάρτιος 1993

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

"Frau in Unterwäsche und Strümpfen"

Egon Schiele (Austrian, 1890-1918), Frau in Unterwäsche und Strümpfen (Valerie Neuzil), 1913.
Gouache, watercolour and pencil on paper, 47.6 x 30.6 cm

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

"...only what we have lost is ours"

Jean Brusselmans (Belgian, 1884–1953), L'homme à la pipe, 1920. Oil on cardboard, 40 x 30.3 cm.
Possession of Yesterday
I know the things I've lost are so many that I could not begin to count them
and that those losses now, are all I have.
I know that I've lost the yellow and the black and I think
Of those unreachable colors as those that are not blind can not.
My father is dead, and always stands beside me.
When I try to scan Swinburne's verses, I am told, I speak with my father's
voice.
Only those who have died are ours, only what we have lost is ours.
Ilium vanished, yet Ilium lives in Homer's verses.
Israel was Israel when it became an ancient nostalgia.
Every poem, in time, becomes an elegy.
The women who have left us are ours, free as we now are from misgivings.
from anguish, from the disquiet and dread of hope.
There are no paradises other than lost paradises
.

Jorge Luis Borges 

"Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ’ ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει κι είναι πάντα πλάι μου. Όταν, καμιά φορά, απαγγέλλω στίχους του Σουίνμπερν, λένε πως το κάνω με τη φωνή του. Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας. Δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει. Το Ίλιον υπήρξε, αλλά το Ίλιον επιζεί στο εξάμετρο που το θρηνεί. Το Ισραήλ υπήρξε όταν ήταν μια αρχαία νοσταλγία. Με τον καιρό, κάθε ποίημα γίνεται ελεγεία. Δικές μας είναι οι γυναίκες που μας άφησαν, γλυτώνοντάς μας απ’ το άγχος της αναμονής, τους συναγερμούς και τους τρόμους της ελπίδας. Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους."

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

"A glimpse of a man who justifies man himself..."

Σε αυτό ακριβώς το σημείο δεν μπορώ να καταπνίξω έναν στεναγμό και μια τελευταία ελπίδα. Τι είναι ακριβώς αυτό που μου είναι εντελώς ανυπόφορο; Που δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί του; Που με πνίγει και με κάνει να χάνομαι; Άσχημος αέρας! Το ότι με πλησιάζει κάποιο αρρωστημένο πράγμα· το ότι πρέπει να μυρίζω  τα εντόσθια μιας αρρωστημένης ψυχής!
Πόσα είναι δυνατόν κανείς να υποφέρει! Συμφορά, στέρηση, κακοκαιρίες, αρρώστια, κόπους, μοναξιά. Στο βάθος, μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα με οτιδήποτε, καθώς είναι γεννημένος για μια υπόγεια και αγωνιζόμενη ζωή· ξαναβγαίνει κανείς στο φως της μέρας, γεύεται ξανά τη χρυσή ώρα της νίκης- κι έπειτα στέκεται έτσι όπως γεννήθηκε, αλύγιστος, τεντωμένος, έτοιμος γι ακόμη πιο καινούργια, δυσκολότερα, πιο μακρινά πράγματα, σαν ένα τόξο που η ανάγκη το κάνει να τεντώνεται περισσότερο.
Μα πότε πότε να με αφήνετε- αν υποθέσουμε πως υπάρχετε, ουράνιες θεότητες στο βασίλειο πέρα από το καλό και το κακό- να ρίχνω ένα βλέμμα, ένα μόνο κοίταγμα, πάνω σε κάτι τέλειο, εντελώς ολοκληρωμένο, ευτυχισμένο, δυνατό, θριαμβευτικό που είναι ακόμη ικανό να προκαλεί φόβο! Ένα βλέμμα σε έναν άνθρωπο που να δικαιώνει τον άνθρωπο, σε ένα συμπληρωματικό και λυτρωτικό εύστοχο χτύπημα από μέρους του ανθρώπου χάρη στο οποίο να μπορεί να διατηρηθεί η πίστη στον άνθρωπο!
Γιατί έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα: η μείωση και η ισοπέδωση του Ευρωπαίου αποτελούν τον μεγαλύτερό μας κίνδυνο, γιατί η θέα του τους κουράζει. Δεν μπορούμε να δούμε τίποτε σήμερα που να θέλει να γίνει μεγαλύτερο, υποψιαζόμαστε πως τα πράγματα συνεχίζουν να πηγαίνουν ολοένα προς το χειρότερο, να γίνονται πιο ασθενικά, πιο καλοκάγαθα, πιο συνετά, πιο βολικά, πιο μέτρια, πιο αδιάφορα, πιο κινεζοειδή, πιο χριστιανικά- ο άνθρωπος αναμφίβολα γίνεται όλο και "καλύτερος".
Και εδώ ακριβώς έγκειται η μοίρα της Ευρώπης - μαζί με τον φόβο χάσαμε και την αγάπη μας για τον άνθρωπο, το σεβασμό μας γι αυτόν, τις ελπίδες μας γι αυτόν, ακόμα και τη θέλησή μας γι αυτόν. Τώρα, η θέα του ανθρώπου μάς κουράζει - τι είναι μηδενισμός, σήμερα, αν δεν είναι αυτό το πράγμα;... Έχουμε κουραστεί από τον άνθρωπο...
Friedrich NietzscheOn the Geneaology of Morality

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

“To Will consumes us, and To have our Will destroys us”

Composition with reading figure, Ebba Carstensen. Danish (1885 - 1967)
Τον άνθρωπο τον εξαντλούν δυο πράξεις που εκπληρώνονται αυθόρμητα και στερεύουν τις πηγές της ύπαρξής του. Δύο ρήματα εκφράζουν όλες τις μορφές που παίρνουν αυτές οι δύο αιτίες του θανάτου: θέλω και μπορώ. Ανάμεσα στα δυο αυτά όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει μια άλλη διατύπωση απ' την οποία κυριεύονται οι σοφοί, και που της χρωστάω την ευτυχία και τη μακροζωία μου. Το θέλω μάς καίει, το μπορώ μάς καταστρέφει· αλλά το ξέρω αφήνει τον αδύνατο οργανισμό μας σε μιαν αδιάκοπη κατάσταση γαλήνης. Έτσι, ο πόθος και η επιθυμία μου είναι μέσα μου νεκροί, σκοτωμένοι από τις σκέψεις. Η κίνηση και η δύναμη ρυθμίζονται από τη φυσική συμμετρία των οργάνων μου. Με δυο λόγια, έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, όχι στην καρδιά που σπάει, όχι στα νεύρα που εξασθενίζουν, αλλά μέσα στο νου που δεν φθείρεται και που επιζεί πάνω απ' όλα.

Honoré de Balzac, Το μαγικό δέρμα, εκδ. Ηριδανός

«"My one ambition has been to see. Is not Sight in a manner Insight? And to have knowledge or insight, is not that to have instinctive possession? To be able to discover the very substance of fact and to unite its essence to our essence? Of material possession what abides with you but an idea?»

Liszt / Paganini, Étude No. 6 in A minor
(Alexander Lubyantsev)