Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Χιόνι στην άκρη του κόσμου

φωτ. celia g. 
 Όταν χιόνιζε, ένιωθε πάντα καθαρός μέσα του ο Κα, καθώς ξεχνιόνταν σκεπασμένα απ’ το χιόνι η βρόμα, η λάσπη και το σκοτάδι της πόλης, όμως μετά την πρώτη μέρα στο Καρς έχασε αυτή την αίσθηση της αθωότητας που είχε σχέση με το χιόνι. Εδώ το χιόνι ήταν κουραστικό, πληκτικό, τρομακτικό. Όλη νύχτα χιόνιζε. ∆εν σταμάτησε ούτε το πρωί όση ώρα περπατούσε στους δρόμους, καθόταν στα γεμάτα με άνεργους Κούρδους καφενεία, συζητούσε με τους εκλογείς, σαν ορεξάτος δημοσιογράφος, με μολύβι και χαρτί στο χέρι, ανέβαινε τους απότομους και παγωμένους δρόμους στις φτωχογειτονιές, συναντούσε τον πρώην δήμαρχο, το βοηθό νομάρχη και συγγενείς των αυτόχειρων κοριτσιών. Οι χιονισμένοι δρόμοι, που στα παιδικά του χρόνια, από το ασφαλές σπίτι τους στο Νισάντας, του δίνανε την εντύπωση ότι αποτελούσαν κομμάτι παραμυθιού, τώρα του φαίνονταν σαν το ξεκίνημα μιας μεσοαστικής ζωής, που τα όνειρά του γι’ αυτήν τα ’κρυβε μέσα του εδώ και χρόνια σαν τελευταίο καταφύγιο, και μιας  απελπιστικής φτώχειας που δεν ήθελε ούτε να τη φαντάζεται.
Εκείνο το πρωί, καθώς η πόλη ξυπνούσε χωρίς να δίνει σημασία στο χιόνι που έπεφτε, περπάτησε πολύ γρήγορα από τη λεωφόρο Ατατούρκ προς τα κάτω, προς την παραγκούπολη, τις πιο φτωχικές συνοικίες του Καρς, στην περιοχή Καλέαλτι. Καθώς περπατούσε βιαστικά κάτω από τις αγριελιές και τα πλατάνια με τα χιονισμένα κλαδιά, τα μάτια του βούρκωσαν από τη στενοχώρια βλέποντας τα παλιά και φθαρμένα ρωσικά κτίρια με τα μπουριά της σόμπας έξω απ’ τα παράθυρα, το χιόνι που έπεφτε στην άδεια χιλιόχρονη αρμένικη εκκλησία ανάμεσα στις αποθήκες ξυλείας και το μετασχηματιστή, τις αγέλες των σκυλιών που γάβγιζαν σ’ όποιον περνούσε την πεντακοσίων ετών πέτρινη γέφυρα πάνω από το μικρό ποτάμι Καρς, το λεπτό καπνό από τις καμινάδες των μικρών σπιτιών της παραγκούπολης στην περιοχή Καλέαλτι, που έμοιαζε άδεια κι εγκαταλειμμένη κάτω απ’ το χιόνι. ∆υο παιδιά, έν’ αγόρι κι ένα κορίτσι, είχαν πάει νωρίς στο φούρνο και τώρα γύριζαν με ζεστά ψωμιά στην αγκαλιά τους σπρώχνοντας το ένα το άλλο και σκουντουφλώντας χαρούμενα, τόσο που τους χαμογέλασε κι ο Κα. ∆εν ήταν η φτώχεια κι η απελπισία που τον άγγιζαν μέχρι βαθιά μέσα του· ήταν η αίσθηση της παράξενης και πανίσχυρης μοναξιάς που αργότερα θα διέκρινε παντού στην πόλη, στις άδειες βιτρίνες των φωτογραφικών στούντιο, στα παγωμένα τζάμια των τσαϊχανέδων, φίσκα από άνεργους που χαρτοπαίζανε, στις χιονισμένες άδειες πλατείες. Λες κι όλοι είχαν ξεχάσει αυτό τον τόπο και το χιόνι έπεφτε στην άκρη του κόσμου. 
Ορχάν Παμούκ, Χιόνι, μετ. Στέλλα Βρετού